Θρησκευτικές μειονότητες στην Ελλάδα: Ένας «αναπτυσσόμενος» προβληματισμός με θρησκευτικές και πολιτισμικές προεκτάσεις

Στην ελληνική επικράτεια ζουν εκατομμύρια Έλληνες πολίτες οι οποίοι προστατεύονται νομικά από το Σύνταγμα και απολαμβάνουν ίσα δικαιώματα χωρίς καμία διάκριση. Μέσα στον πληθυσμό της χώρας ωστόσο υπάρχουν εκατοντάδες χιλιάδες άλλοι άνθρωποι- όχι κατ’ ανάγκη αλλογενείς- με διαφορετικό θρησκευτικό πιστεύω που τους διαφοροποιεί θρησκευτικά και πολιτισμικά από την υπόλοιπη πλειοψηφία η οποία αυτοπροσδιορίζεται- τουλάχιστον επίσημα- ως χριστιανική - ορθόδοξη και ελληνικής καταγωγής.

 

Γράφει ο Ρόκας Εμμανουήλ - Απόστολος

Μουσειολόγος-Μουσειογράφος

 

 Στο παρόν και σύντομο άρθρο θα αναλωθούμε στην ανάλυση της θρησκευτικής και πολιτισμικής διαφοροποίησης της μουσουλμανικής κοινότητας της Ελλάδας, η οποία εκτός του ότι είναι η μεγαλύτερη, ενισχύεται πληθυσμιακά τα τελευταία χρόνια με εισροές ομόθρησκων μεταναστών από την εμπόλεμη Μέση Ανατολή δημιουργώντας εντάσεις μεταξύ εκείνων που τους δέχονται ως θύματα πολέμου και ως άτομα που μπορούν να ενσωματωθούν και να προσφέρουν με τις γνώσεις τους πολλά στην κοινωνία και εκείνων που τους θεωρούν ως εν δυνάμει απειλή όσον αφορά την κοινωνική ασφάλεια και την εθνική, πολιτισμική και θρησκευτική σύσταση του πληθυσμού της χώρας. Όπως γίνεται αντιληπτό, θα γίνει μνεία και στο πολιτικό σκέλος του όλου θέματος χωρίς να απορρίπτεται και η θρησκευτική αναφορά εκτός της πολιτιστικής.

 

 Πρόκειται για ένα θέμα που ταλανίζει και διχάζει την ελληνική κοινή γνώμη και προβλέπεται να εξελιχθεί σε έναν μείζονα προβληματισμό σε όλη τη Γηραιά ήπειρο (και όχι μόνο) τα αμέσως επόμενα χρόνια.

 

 Σύντομη ιστορική αναδρομή αναφορικά με την μουσουλμανική μειονότητα της Ελλάδας

 

 Πριν προχωρήσουμε στην ανάλυση της προσφυγικής κρίσης είναι θεμιτό να αναφερθούν περιληπτικά κάποια πράγματα σχετικά με την ήδη υπάρχουσα μουσουλμανική μειονότητα στην Ελλάδα, καθώς οι μουσουλμάνοι της χώρας φέρουν εν πολλοίς παρόμοιο πολιτιστικό φορτίο με τους νεοαφιχθέντες μουσουλμάνους από τις χώρες της Μέσης Ανατολής.

 

 Με την συνθήκη της Λωζάννης το 1923 συμφωνήθηκε να ανταλλαγούν οι μουσουλμανικοί πληθυσμοί της Ελλάδας με τους ελληνο-ορθόδοξους της νεοσύστατης τότε Τουρκικής Δημοκρατίας προς αποφυγή πολιτικών εντάσεων μεταξύ των δύο κρατών με εξαίρεση να αποτελούν μόνο οι χριστιανοί ορθόδοξου δόγματος της Κωνσταντινούπολης, της Ίμβρου και της Τενέδου, καθώς και οι μουσουλμάνοι της Δυτικής Θράκης. Παρ’ όλα αυτά ο ακμαίος Ελληνισμός της Κωνσταντινούπολης υπέφερε συνεχείς διακρίσεις από τις Τουρκικές αρχές με αποκορύφωμα το πογκρόμ εναντίον των Ελλήνων το 1955 και την σταδιακή αλλά αυξανόμενη συρρίκνωσή του σε σημείο να μην ξεπερνούν σήμερα οι Έλληνες της Πόλης τους 2.000-2.500 ανθρώπους (και να είναι μεγάλης ηλικίας οι περισσότεροι).

 

Αντίθετα, οι μουσουλμάνοι της ελληνικής επικράτειας απολάμβαναν πάντα ισότιμη μεταχείριση καθ’ όλη την διάρκεια των δεκαετιών που μεσολάβησαν από το 1920 και μετά, με αποτέλεσμα τη σημερινή εποχή να έχουν αυξηθεί στις 100.000-150.000 περίπου και να χρησιμοποιούνται από τους πολιτικούς σχεδιασμούς της Άγκυρας προκειμένου να εγείρονται εθνομειονοτικά ζητήματα που δυσχεραίνουν τις σχέσεις των δύο λαών. Χωρίς να επιμείνουμε περισσότερο στο ιστορικό σκέλος, στο συγκεκριμένο άρθρο θα μας απασχολήσουν κυρίως η μεταχείριση και τα θρησκευτικά-πολιτισμικά δικαιώματα που πρέπει να απολαμβάνουν οι μουσουλμάνοι της Ελλάδας και τα οποία πρέπει να υφίστανται στα πλαίσια ενός δημοκρατικού και πολιτισμένου κράτους προκειμένου να υπάρχει πρόοδος, αμοιβαιότητα και αγαθή διακρατική επικοινωνία μεταξύ της χώρας μας και του μουσουλμανικού (και όχι μόνο του τουρκικού) κόσμου.

 


Μια εικόνα που προκάλεσε ποικίλες αντιδράσεις και διχογνωμίες

 

Ο ισλαμικός φονταμενταλισμός και οι επιρροές του στην Ελλάδα

 

«Στόχος της ισλαμικής τρομοκρατίας δεν είναι απλώς η εκδίκηση…Οι επιθέσεις επιδιώκουν να προκαλέσουν έναν ακήρυκτο πόλεμο πολιτισμών, που θα υποχρεώσει τον μουσουλμανικό κόσμο να περιχαρακωθεί και να εισέλθει μαζικά σε τροχιά αντιπαράθεσης με τη Δύση»

Σταύρος Λυγερός

 

 

 Εκτός από τις αυταρχικές κυβερνήσεις, τις εισοδηματικές ανισότητες, την πολιτική ανελευθερία και τις πολεμικές συγκρούσεις υπάρχουν και άλλοι λόγοι που προκαλούν την μετανάστευση δεκάδων και εκατοντάδων χιλιάδων ανθρώπων από τις χώρες της Μέσης Ανατολής προς την Ελλάδα και την υπόλοιπη Ευρώπη. Μία από τους σημαντικότερες αιτίες φυγής αποτελεί κάτι που λέγεται τρομοκρατία και ισλαμικός φονταμενταλισμός[1], οι οποίες είναι παράμετροι που διαταράσσουν τις πολιτικές, θρησκευτικές, πολιτιστικές και κοινωνικές ισορροπίες της μεσανατολικής περιοχής και μπορούν να προκαλέσουν πολιτικό και κοινωνικό πονοκέφαλο σε πολλές ευρωπαϊκές κυβερνήσεις. Αναφέρομαι κυρίως στις όποιες πιθανότητες υπάρχουν ριζοσπαστικοποίησης μετριοπαθών μουσουλμάνων σε πόλεις της Ευρώπης από το φανατικό στοιχείο του Ισλάμ, χωρίς αυτό να σημαίνει πως για τις συγκεκριμένες καταστάσεις δεν φέρει ευθύνες και ο δυτικός κόσμος με τα χρόνια της αποικιοκρατίας και καταπίεσης να δημιουργούν συνθήκες πολιτισμικής σύγκρουσης και κοινωνικής διαφοροποίησης με αποτέλεσμα πολλές φορές την ριζοσπαστικοποίηση. Η σχέση που εγκύπτει με την Ελλάδα έχει να κάνει και με την ήδη υπάρχουσα- και εν πολλοίς διαφορετική πολιτισμικά- μουσουλμανική κοινότητα που ζει στην περιοχή της Δυτικής Θράκης κυρίως και με τους μουσουλμανικής πίστης πρόσφυγες πολέμου που εδώ και λίγα χρόνια αναζητούν καταφύγιο στη χώρα μας.

 

 Καλό είναι να επισημανθεί πως λόγω της θρησκευτικής-πολιτισμικής ταυτότητάς τους, οι μουσουλμάνοι μετανάστες δύσκολα ενσωματώνονται σε διαφορετικά κοινωνικά/θρησκευτικά/πολιτισμικά περιβάλλοντα, καθώς έχουν την τάση να αναπαράγουν στο μέρος όπου ζουν τον τρόπο με τον οποίο ζούσαν στις χώρες προέλευσής τους, κάτι που προσφέρει τις προϋποθέσεις δημιουργίας γκέτο. Εκτός της επισήμανσης αυτού, αποτελεί υποχρέωση μιας δημοκρατικής χώρας η επίδειξη απόλυτου σεβασμού της εθνικής και θρησκευτικής ταυτότητας οποιουδήποτε εφόσον οι νόμοι του κράτους δεν καταπατούνται. Η ελεύθερη ανάπτυξη άλλωστε της προσωπικότητας είναι στοιχείο στο οποίο στοχεύει ένα δημοκρατικό πολίτευμα με στόχο πάντα την προσφορά προς όφελος της κοινωνίας, χωρίς να πρέπει να εμπλέκονται μικροπολιτικές και ακραίες σκοπιμότητες στην όλη διαδικασία ομαλής ενσωμάτωσης[2] (αλλιώς θα φτάσουμε σε σημείο ανάπτυξης μεγαλύτερων πολιτικών ανακατατάξεων στη Μέση Ανατολή και την Ευρώπη).  

 

 Στην Ελλάδα οι απόψεις συγκρούονται σχετικά με το αν πρέπει να επιτραπεί η είσοδος στη χώρα και σε άλλους μουσουλμάνους μετανάστες- εφόσον ειδικά αντιμετωπίζουμε σοβαρά οικονομικά προβλήματα και οι δυνατότητες στέγασης, σίτισης κ.τ.λ. είναι κατ’ ανάγκη περιορισμένες- και κατά πόσο πρέπει να διευκολυνθεί η παραμονή των ήδη διαβιούντων εδώ ως προς την παραχώρηση χώρου προσευχής στην πρωτεύουσα για τις λατρευτικές τους ανάγκες[3], την ελευθερία χρήσης της ισλαμικής μαντίλας, την συμμετοχή μουσουλμανοπαίδων στις εθνικές παρελάσεις ως σημαιοφόροι, την παραχώρηση ίσων εκπαιδευτικών-επαγγελματικών δικαιωμάτων κ.α. Χωρίς να παραβλέπεται το εθνικό συναίσθημα, οφείλουμε να αναλογιστούμε πως σε μια ελεύθερη και δημοκρατική χώρα με υποχρεώσεις απέναντι στους πολίτες της πρέπει να δίνονται ίσες ευκαιρίες σε όλους για μια έντιμη και άνευ διακρίσεων διαβίωση.

 

Το να μην δέχεται ένας δημοκρατικός πολίτης το «ξένο» και το διαφορετικό αποδεικνύει απλά το πολιτιστικό του επίπεδο και την έλλειψη κατανόησης, ευαισθησίας και ανοχής, ενώ παράλληλα βρίσκεται συνήθως ταμπουρωμένος πίσω από ακραία εθνικιστικά συνθήματα που μόνο βλάπτουν την εικόνα της χώρας. Οι λεπτομέρειες που σηματοδοτούν μια κουλτούρα (όπως για παράδειγμα οι ενδυματολογικές[4]) εκφράζουν την ψυχή ενός λαού και την προσωπικότητα και ευαισθησίες του ατόμου και το να μην επιδεικνύεται η κατάλληλη αποδοχή των επιλογών που κάνει ο καθένας ως προς τον εθνικό ή θρησκευτικό αυτοπροσδιορισμό του αποτελεί στοιχείο που οδηγεί στην ταπείνωση και τον κοινωνικό αποκλεισμό με παράπλευρες συνέπειες στη ζωή του τόπου. Ας μην ξεχνάμε εξάλλου ότι η ίδια η φονταμεταλιστική- και εν προκειμένω η ισλαμική- ιδεολογία αναπτύσσεται σε περιβάλλοντα έντονων πολιτισμικών/κοινωνικών διακρίσεων όπου ζει και το περιθωριοποιημένο «έμψυχο» υλικό που πολλές φορές αδημονεί να εκδικηθεί αυτόν που θεωρεί ότι ευθύνεται για την προσωπική του κοινωνική και οικονομική κατάσταση (όπως και της χώρας καταγωγής του) με τα θύματα πολλές φορές να είναι οι αθώοι.

 

 Αυτό νομίζω στο οποίο πρέπει να προβεί ο καθένας είναι η ανάπτυξη της πολιτιστικής του καλλιέργειας και η αυτομόρφωση ώστε να ξεφύγει από ξενοφοβικές τοποθετήσεις (και να κατανοήσει ότι δεν είναι όλοι οι μουσουλμάνοι Τουρκικής καταγωγής, ούτε νέο-οθωμανικής ιδεολογίας η οποία αντιστρατεύεται τα εθνικά δίκαια της χώρας), με το κράτος να προσπαθεί να βοηθήσει στο μέτρο που μπορεί και αξιοπρεπώς εκείνους που τρέχουν να σωθούν από την βία του πολέμου και της θάλασσας. Σαφώς, επειδή οι σχέσεις που θα αναδυθούν θα είναι αμφίδρομες, από την πλευρά τους οι πρόσφυγες θα πρέπει να φανούν δεκτικοί και ευπροσάρμοστοι απέναντι στις αξίες του Δυτικού πολιτισμού και να σεβαστούν την ιστορία και τις ιδιαιτερότητες του τόπου στον οποίο ήρθαν να ζήσουν, ακόμα και αν το Ισλάμ αποτελεί ένα ξεχωριστό νομικό σύστημα με την δική του νοοτροπία, πολιτιστική έκφραση, τρόπο ζωής κ.τ.λ.[5].

 

Επίλογος

 

 Αν και στον δυτικό νομικό πολιτισμό δεν υπάρχουν εμπόδια ελευθερίας ως προς την θρησκευτική έκφραση και υπάρχει ο ανάλογος σεβασμός, γενικότερα οι αφορμές για μια πολιτισμική-θρησκευτική σύγκρουση δεν έχουν αλλάξει στον κόσμο[6]. Αυτό που έχει αλλάξει και ασκεί μεγάλη επιρροή σε κάθε λαό είναι η τεχνολογία με την αλματώδη πρόοδό της και η επικοινωνία που έχει εκμηδενίσει τις αποστάσεις συμβάλλοντας έτσι στην παγκοσμιοποίηση του κόσμου με ποικίλες θετικές και αρνητικές συνέπειες. Παρ’ όλα αυτά, η παιδεία, η θρησκευτική πίστη και οι θεσμοί εξακολουθούν να έχουν τεράστια σπουδαιότητα για την αντιμετώπιση της τρομοκρατίας. Ο διαθρησκευτικός διάλογος, κάποιες πολιτικές υποχωρήσεις προς εκτόνωση έντονων καταστάσεων (π.χ. η λύση του παλαιστινιακού προβλήματος που αποτελεί ευσεβή πόθο κάθε μουσουλμάνου και εβραίου) και η σημασία που πρέπει να δοθεί στην πνευματική καλλιέργεια του ανθρώπου αποτελούν απαντήσεις που φέρνουν πιο κοντά τους ποικίλους πολιτισμούς τον ένα στον άλλο και βοηθούν ώστε να γίνουν πιο κατανοητά τα παγκόσμια κοινωνικά και όχι μόνο προβλήματα αμβλύνοντας τις όποιες διαφορές και εντάσεις. Η σιωπή δεν είναι προτιμότερη από την επαφή και πολλά από αυτά που θα ειπωθούν σε διακρατικές και διαπολιτισμικές συναντήσεις έχουν την δική τους ξεχωριστή εμβέλεια και σημασία που είναι δυνατό να αποσοβεί κινδύνους[7].

 

 Η αστυνόμευση των πόλεων μπορεί να περιορίσει αλλά δεν πρόκειται να λύσει το πρόβλημα της τυφλής τρομοκρατίας. Μόνο αν εκλείψουν οι ιδεολογικοί παράγοντες και οι αφορμές που τροφοδοτούν μια συγκρουσιακή πορεία και υπάρξουν οι κατάλληλες πολιτικές πρωτοβουλίες θα πάψει ο ισλαμικός κόσμος να θεωρεί «μάρτυρες» τους βομβιστές αυτοκτονίας και θα λήξει ο ιδιότυπος αυτός πόλεμος που κοστίζει χιλιάδες ζωές αθώων κάθε χρόνο και από τις δύο πλευρές.  

 

 

ΠΗΓΕΣ

 

Αρχιεπίσκοπος Τιράνων, Δυρραχίου και πάσης Αλβανίας Αναστάσιος, Συνύπαρξη: Ειρήνη, Φύση, Φτώχεια, Τρομοκρατία, Αξίες, εκδ. ΑΡΜΟΣ, 2016,

 

Σταύρος Λυγερός, Η ισλαμική τρομοκρατία, εκδ. Πατάκης, 2016, ΑΘΗΝΑ 

 

 


[1] Προσωπικά νομίζω ότι δεν ταιριάζουν θρησκευτικοί όροι σε έννοιες που σχετίζονται με πολιτικά οφέλη ειδικά από τη στιγμή που κάποιοι εκμεταλλεύονται το θρησκευτικό αίσθημα των ανθρώπων για ιδιοτελείς πολιτικούς και οικονομικούς σκοπούς

[2] Είναι καλό να σημειωθεί πως σήμερα πολιτισμός δεν νοείται μόνο το υλικό τεκμήριο που αξίζει καλλιτεχνικά, αισθητικά, ιστορικά κ.τ.λ., αλλά και η συμπεριφορά ενός οργανωμένου συνόλου απέναντι στο ξένο και διαφορετικό. Η αναγνώριση και η ίση μεταχείριση διαφορετικών θρησκευτικών, πολιτιστικών, σεξουαλικού προσανατολισμού κ.τ.λ. κοινοτήτων αποτελεί ύψιστη μορφή πολιτισμικής έκφρασης και ανθρωπιστικού επιπέδου

[3] Για το θέμα ανέγερσης ισλαμικού τεμένους, προκειμένου να μετριαστούν οι διάφορες ενστάσεις, νομίζω ότι θα μπορούσε να βρεθεί μια λύση με όρους όπως χρηματοδότηση ανέγερσής του από μουσουλμανικές πετρελαιοφόρες χώρες και όχι από το Ελληνικό κράτος, χτίσιμο σε απομονωμένη περιοχή ώστε να μην υπάρχουν αντιδράσεις από κατοίκους, μουσουλμανικό κήρυγμα στα αραβικά με παράλληλη μετάφραση στα ελληνικά προς αποφυγή ακραίων θρησκευτικών τοποθετήσεων, διορισμός μουσουλμάνου θρησκευτικού λειτουργού από το Ελληνικό κράτος κ.τ.λ. Το ότι επίσης κάποιο ισλαμικό τέμενος παρακολουθείται από τις αρχές δεν σημαίνει ότι περνάει στην ανυπαρξία και ο κίνδυνος προσηλυτισμού και δημιουργίας φυτώριου εκπαιδευόμενων τρομοκρατών καθώς εκεί μπορεί κάποιος να έρθει σε γνωριμία και επικοινωνία με εκφραστές του ακραίου Ισλάμ. Ο έλεγχος αποτελεί υποχρέωση του κράτους επομένως

[4] Ως προς το θέμα της μαντίλας και την πολιτισμική της όψη, αξίζει να σημειωθεί ότι προσέλαβε ιδιαίτερο πολιτισμικό χαρακτήρα αυτοέκφρασης των μουσουλμάνων γυναικών από τη στιγμή που οι μουσουλμανικοί λαοί άρχισαν να υιοθετούν δυτικά πρότυπα ένδυσης, νομοθεσίας, κοινωνικής-πολιτικής οργάνωσης κ.τ.λ.

[5] Για τον μετριοπαθή μουσουλμάνο το δίλημμα το οποίο τίθεται είναι εάν θα πρέπει να υπακούσει στις επιταγές της θρησκείας του ή να συμβιβαστεί με τις φιλελεύθερες αξίες του δυτικού πολιτισμού. Για τον ακραίο μουσουλμάνο εννοείται πως δεν υφίσταται καν το ερώτημα

[6] Το πρόβλημα για τον ακραίο μουσουλμάνο δεν έγκειται στην ελευθερία λατρείας, αλλά στην ασυμβατότητα του δυτικού τρόπου ζωής με τον ισλαμικό νόμο. Εκεί θα πρέπει να βρεθεί μια μέση λύση όπως η σύζευξη του Ισλάμ με τις δυτικές αξίες και το πλάσιμο μιας ιδιότυπης ισλαμικής δημοκρατίας

[7] Ο διάλογος μεταξύ διαφορετικών θρησκευτικών ταγών δεν οδηγεί στον αποχρωματισμό της ιδιαιτερότητας καμίας θρησκείας ή άλλης μορφής πίστης, αλλά στην καλύτερη κατανόηση του άγνωστου και την βαθύτερη γνώση της πολιτιστικής ταυτότητάς μας