Ως πότε θα μας ενώνουν οι νεκροί;..... Αντώνης Μπατζιάς

 

Στις 28 του Φεβρουαρίου, οι δρόμοι μίλησαν. Τα πόδια των ανθρώπων πάτησαν το πεζοδρόμιο σαν να ήθελαν να το σπάσουν, να το αναγκάσουν να αποτυπώσει τη μνήμη τους

 

Ήταν μια πορεία από αυτούς που έμειναν πίσω, μια υπενθύμιση ότι οι σκιές των χαμένων συνεχίζουν να περπατούν ανάμεσά μας. Σήμερα, λίγες μέρες μετά και με τις σερπαντίνες απ’ τα καρναβάλια αμάζευτες ακόμα, η αίσθηση διατηρείται ακόμη χωρίς να ξεθωριάζει και να χάνεται στα φώτα της καθημερινότητας.

 

Τα δελτία ειδήσεων όμως αναφέρονται στις νέες συγκεντρώσεις με τις κρύες, αδιάφορες λέξεις των αριθμών: «Χιλιάδες διαδηλωτές», σα να μετρούν κάτι στατιστικό, όχι μια ζωντανή, παλλόμενη κραυγή. Τα μέσα ενημέρωσης καλύπτουν τις πορείες επιφανειακά, σαν να είναι ένα ακόμη συμβάν, ένα ακόμη γεγονός που σύντομα θα αντικατασταθεί από την επόμενη είδηση, αφού στην εποχή της φευγαλέας προσοχής, ακόμη και η οργή έχει ημερομηνία λήξης. Οι λέξεις που κάποτε έκαιγαν, τώρα ψιθυρίζονται στο κενό και κάποιοι προσπαθούν να παρουσιάσουν τις φωνές να χαμηλώνουν:

 

  • Μέσα ενημέρωσης: Σύμφωνα με πρόσφατες αναφορές, η κάλυψη των συγκεντρώσεων ήταν περιορισμένη και επιφανειακή, με τις περισσότερες ειδήσεις να επικεντρώνονται στις κυκλοφοριακές ρυθμίσεις και όχι στο μήνυμα των διαδηλωτών.
  • Ωχαδερφισμός: Δεν είναι λίγοι αυτοί που ενώ συμμερίζονται την οργή, παραμένουν σιωπηλοί, πιστεύοντας ότι «δεν αλλάζει τίποτα».
  • Τrends στα social media: Hashtags όπως #Τέμπη και #Δικαιοσύνη εξαφανίζονται πιο γρήγορα από ό,τι εμφανίστηκαν, καταπίνονται από την ασταμάτητη ροή των ειδήσεων, προσπαθώντας να κάνουν τη σιωπή της μνήμης μια εκκωφαντική λήθη.

 

Όταν η ενσυναίσθηση έρχεται πολύ αργά

 

Ένας ατελείωτος κύκλος χαμένων ζωών και στιγμών που δεν έπρεπε να έχουν χαθεί, σε μια χώρα που δείχνει ανθρωπιά μόνο μπροστά σε φέρετρα, που θυμάται να σταθεί στον διπλανό της μόνο όταν η καταστροφή έχει ήδη συμβεί και η αλληλεγγύη εδώ ανθίζει στο αίμα, σαν λουλούδι που ξεφυτρώνει ανάμεσα στα χαλάσματα.

 

Πριν από αυτό που συνέβη στα Τέμπη ήταν ο Γρηγορόπουλος, ο Φύσσας, το Μάτι, πριν από αυτούς ήταν άλλοι που σκοτώθηκαν για να ενώσουν απλό κόσμο, χωρίς κομματικές ταυτότητες, σε μια κραυγή ενάντια στην αδικία. Κι όλα δείχνουν πώς περιμένουμε τους επόμενους… Ας μην ξεχνάμε πως ανακοινώθηκε, ότι ο στόχος είναι να έχουμε ασφαλή τρένα το 2027. Μέχρι τότε ξανά «πάμε κι όπου βγει»... Γιατί μόνο τότε; Γιατί η οργή έρχεται πάντα δεύτερη, πίσω από το μοιρολόι; Αδιαφορούμε. Όχι από κακία, αλλά από συνήθεια.

 

Κλείνουμε τα μάτια στις προειδοποιήσεις, προσπερνάμε τις σπασμένες ράγες, ακούμε για ελλείψεις ασφαλείας και λέμε “δεν είναι δική μου δουλειά. Κι όταν έρχεται το μοιραίο, τρέχουμε στους δρόμους, αγανακτούμε, ορκιζόμαστε να μην ξεχάσουμε. Μέχρι την επόμενη φορά. Άραγε, θα αφήσουμε και τώρα να συμβεί το ίδιο; Γιατί περιμένουμε να συμβεί η ανείπωτη καταστροφή για να θυμηθούμε πως είμαστε άνθρωποι, πως οι ζωές μας συνδέονται άρρηκτα; Γιατί επιλέγουμε τη σιωπή μέχρι να γίνει κραυγή; Γιατί η ενσυναίσθηση να είναι μια πράξη θρήνου κι όχι μια καθημερινή μας στάση;

 

Από το πένθος στην αλλαγή

 

Το έγκλημα στα Τέμπη είναι ένα από εκείνα που δεν έχουν τέλος, δεν γράφεται το τελευταίο κεφάλαιο, δεν μπαίνει τελεία. Μένει μια ανοιχτή πληγή που αιμορραγεί στις σελίδες των εφημερίδων, στις αναρτήσεις των κοινωνικών δικτύων, στα μάτια εκείνων που ακόμη περιμένουν απαντήσεις.​ Οι φωνές που προσπαθούν να μας πείσουν ότι χάθηκαν, δεν χάνονται πραγματικά.

 

Συνεχίζουν να ψιθυρίζουν στα αυτιά όσων αρνούνται να ξεχάσουν, είναι εκεί όταν κοιτάζουμε άδεια καθίσματα, όταν βλέπουμε τρένα να περνούν, όταν ακούμε τις ειδήσεις να μιλούν για «ανθρώπινο λάθος» με τόση ψυχρότητα, λες και η ανθρώπινη ζωή μπορεί να συνοψιστεί σε ένα στιγμιαίο σφάλμα. ​Δεν μπορούμε να περιμένουμε από τους ίδιους μηχανισμούς που προκάλεσαν αυτή την καταστροφή να τη διορθώσουν. Δεν μπορούμε να εμπιστευτούμε την αυτορρύθμιση ενός συστήματος που εδώ και δεκαετίες αποδεικνύει πως όταν έχει να επιλέξει ανάμεσα στο κέρδος και τη ζωή, επιλέγει το πρώτο. Μέχρι όντως να πάρουν το μήνυμα…

 

Η αλλαγή έρχεται μέσα από την καθημερινή μας στάση απέναντι στον κόσμο που ζούμε. Να μη γυρίζουμε το βλέμμα αλλού, να υψώνουμε τη φωνή μας για εκείνους που δεν έχουν φωνή. Να απαιτούμε λογοδοσία, να μη δεχόμαστε το ‘έτσι είναι τα πράγματα’, να στηρίζουμε όσους αγωνίζονται για ένα δίκαιο αύριο. Να διεκδικούμε αξιοπρέπεια, ασφάλεια, σεβασμό, όχι μόνο για εμάς, αλλά για όλους. Να μην περιμένουμε να θρηνήσουμε, αλλά να προστατεύσουμε. Αν υπάρχει μια ελπίδα, είναι αυτή: να μην μείνει η οργή άκαρπη, να μη γίνει απλώς άλλη μια θλιβερή σελίδα στο βιβλίο της συλλογικής μας αμνησίας. Πρέπει να γίνει δύναμη, να γίνει φλόγα που δεν σβήνει. Όχι για να δικαιώσει τους 57 νεκρούς, τίποτα δεν μπορεί να τους φέρει πίσω, αλλά για να προστατέψει τους ζωντανούς.​

 

Το «αύριο» που ξημερώνει

 

Οι πορείες είναι αναγκαίες, αλλά δεν πρέπει να γίνονται μόνο για να τιμήσουμε τους νεκρούς, δεν πρόκειται για κάποιου είδους μνημόσυνο. Πρέπει να γίνονται για να διασφαλίσουμε ότι δεν θα υπάρξουν άλλοι. Το πένθος πρέπει να μετατραπεί σε δράση, η λύπη σε διεκδίκηση.​ Δεν πρέπει να μάθουμε να ζούμε με τη σκιά αυτών των εγκλημάτων σαν να είναι φυσικό μέρος της ζωής μας. Δεν πρέπει να συνηθίσουμε τον παραλογισμό του «έτσι είναι τα πράγματα». Γιατί τίποτα δεν είναι αναπόφευκτο. Όλα αλλάζουν όταν υπάρχει βούληση, όταν υπάρχει απόφαση να μην επιτρέψουμε την επανάληψη.

 

​ Οι νεκροί δεν μας χρειάζονται. Είναι εμείς που χρειαζόμαστε αυτούς. Για να μας θυμίζουν πως το αίμα που χύθηκε δεν πρέπει να γίνει απλώς μια θλιβερή ανάμνηση, αλλά το θεμέλιο μιας νέας, δικαιότερης κοινωνίας. Και αυτό, δεν θα το κατακτήσουμε μόνο με πορείες, αλλά με καθημερινές πράξεις. Η κοινωνία αλλάζει μέσα από τις μικρές, αδιάκοπες πράξεις ευθύνης. Η αλλαγή είναι επίμονη, καθημερινή και δεν επιτρέπει στη λήθη να βολευτεί στις συνειδήσεις μας. Δεν είναι η κραυγή μετά την τραγωδία που φέρνει τη διαφορά, αλλά το ανάστημα που υψώνεται πριν αυτή συμβεί.