Σαν συμπληγάδες..... Κώστας Καναβούρης

Και όλα γίνονται για ένα ποτήρι αδειανό. Για ένα λαμπύρισμα που μοιάζει με νερό αλλά δεν είναι.

 

Σαν συμπληγάδες είναι οι μέρες ανάμεσα στα Χριστούγεννα και στην Πρωτοχρονιά. Είναι οι μέρες που αγριεύει η λύπη των, έτσι κι αλλιώς, λυπημένων ανθρώπων. Δεν μπορείς να το πεις διαφορετικά. Είναι λες και ξεχειλίζει η λύπη από μέρες και μέρες κατάκοπης Ιστορίας στο μεροκάματο τόσων και τόσων λέξεων κατάκοπης αγωνίας. Κι αυτή η τόσο απαραίτητη χαρά της γιορτής πνίγεται μέσα σε μια αγριότητα που μήτε φοβάται, μήτε ντρέπεται, μήτε διστάζει να δείξει το πρόσωπό της. Είναι οι μέρες που επαναλαμβάνουν μεγεθύνοντας τη λύπη των ποιητών. Κι ίσως γι’ αυτό η ποίηση να είναι ένα καταφύγιο που το έχουμε απόλυτη ανάγκη. Όχι για να κρυφτούμε, όχι για να λησμονήσουμε, αλλά για να κοιτάξουμε κατάματα την ίδια μας τη λύπη και να την αφήσουμε να μας παρηγορήσει αυτή. Γιατί, αν αυτή δεν το καταφέρει, κανείς άλλος δεν μπορεί. Ας ακούσουμε τον Μίλτο Σαχτούρη να μας μιλά για «Τα λυπημένα Χριστούγεννα των ποιητών», δηλαδή για την κούραση του δικού μας «απανδόκευτου» δρόμου (ήδη από τον Δημόκριτο διατυπωμένη):

 

«Είναι τα λυπημένα Χριστούγεννα 1987 / είναι τα χαρούμενα Χριστούγεννα 1987 / ναι, τα χαρούμενα Χριστούγεννα 1987! /σκέπτομαι τόσα δυστυχισμένα Χριστούγεννα... / Α! Ναι είναι πάρα πολλά. / Πόσα δυστυχισμένα Χριστούγεννα πέρασε / ο Διονύσιος Σολωμός / πόσα δυστυχισμένα Χριστούγεννα πέρασε / ο Νίκος Εγγονόπουλος / πόσα δυστυχισμένα Χριστούγεννα πέρασε / ο Μπουζιάνης / πόσα ο Σκλάβος / πόσα ο Καρυωτάκης / πόσα δυστυχισμένα Χριστούγεννα / πέρασε ο Σκαλκώτας / πόσα / πόσα / Δυστυχισμένα Χριστούγεννα Ποιητών».

 

Δεν έχει άλλο. Το ποτήρι είναι στεγνό. Ούτε μισογεμάτο ούτε μισοάδειο. Στεγνό. Άδειο. Τοποθετημένο σ’ ένα ενάλιο καφενείο, ο φακός να ζουμάρει, πίσω η θάλασσα λαμπυρίζοντας, όλα να είναι έτοιμα για μια διαφήμιση ελπίδας. Πλην όμως, το ποτήρι είναι στεγνό. Αυτό το ποτήρι όπου είχαμε στηρίξει όλες μας τις ελπίδες. Ότι θα γέμιζε με τους κατάλληλους χειρισμούς της κάμερας και τα εμπνευσμένα ψυχότροπα των φωτισμών (βοηθούντος και ενός παραιτημένου ήλιου που έδυε σε παλιότερα «γυρίσματα»), μ’ ένα απαστράπτον οιονεί υλικό που θα έμοιαζε με ελπίδα μέθης. Όχι βέβαια μέθης κανονικής, κάτι τέτοιο θα ήταν αντιπαραγωγικό, ωστόσο τίποτα δεν έχει σημασία. Το ποτήρι είναι στεγνό. Ένα ποτήρι άνευ σημασίας. Ασήμαντο. Ούτε να το σπάσεις που λέει ο λόγος.

 

Ο λόγος; Ο λόγος. Δηλαδή το γεγονός των προσώπων που κάθε φορά ενδύεται την ευθύνη όλης της υποκειμενικότητας: της ικανότητας να βλέπει ότι το ποτήρι είναι στεγνό και ότι κανένας δεν θα σε σώσει από αυτό το βλέμμα. Το βλέμμα που σπάζει από τη συνείδηση της όρασης. Και το σπαράζει ο «Ανδαλουσιανός σκύλος». Αυτό το αδέσποτο σκυλί που φρίττει και αφηνιάζει από τα καθέκαστα και επιτίθεται. Στο μεταξύ, η κάμερα είναι σταθερά προσηλωμένη: το ποτήρι είναι κενό. Στεγνό. Έχει σκαλιά. Ένα κορίτσι κατεβαίνει τα σκαλιά. Σέρνει έναν χαρταετό από πέτρα. Ο χαρταετός κατοπτρίζεται στο πρόσωπο του κοριτσιού και συναισθάνεται πως είναι πέτρινης ευθύνης και δακρύζει. Βεβαίως, το δάκρυ πέφτει στον πάτο του στεγνού ποτηριού. Δεν συμβαίνει τίποτα. Το ποτήρι παραμένει στεγνό. Ανεόρταστο, αφού τίποτα δεν «διαμείβεται μεταξύ αυτού και των χειλιών μας» (Παλλαδάς).

 

Ετσι συμβαίνει με τη συνείδηση του υπάρχειν. Να είναι όλα έτοιμα και να λείπει η σταγόνα του υπάρχειν. Αυτός ο αόρατος αιθέρας μιας λύπης κουρασμένης τόσο όσο και τα γεράκια που ζυγιάζονται απάνω στους αιθέρες για ταπεινή τροφή.

 

Και όλα γίνονται για ένα ποτήρι αδειανό. Για ένα λαμπύρισμα που μοιάζει με νερό αλλά δεν είναι. Είναι το κρύσταλλο που το πουλήσανε και το ξαναπουλήσανε κι απ’ την πολλή την πώληση φτήνυνε, έγινε κρύσταλλο φτηνό, με τόσα χέρια που ανταλλάξανε τη σκοτεινή του αξιοπρέπεια με φράγκα και νομίσματα.

 

Λοιπόν, τώρα το ποτήρι είναι στεγνό. Το σπίτι είναι άδειο. Το σπίτι πρέπει να είναι άδειο. Από έπιπλα, από τα μέσα αφανή αγάλματα, άδειο κι από τη σιωπή του. Μονάχα μ’ ένα στεγνό ποτήρι.

 

Γιατί στο βάθος ακούγεται ήχος νερού.

 

Καλημέρα, σπίτι. Καληνύχτα, νερό. Κοιμήσου, ποτήρι. Κοιμήσου σαν έρημος που ποτέ δεν ξεδίψασε. Και του χρόνου.

 

Κώστας Καναβούρης: Η ποίηση δεν είναι γλυκασμός, αλλά η τέχνη της ...