Ο φίλος μου ο Βαγγέλης απ’ τα Τρίκαλα, είναι το μάτι και το αυτί μου στην αγορά.
Στην κανονική αγορά, αυτή που αναστενάζει και βαρυγκωμά και κυνηγάει τον πελάτη όπως κάτι άλλοι κυνηγάνε τον κότσυφα.
Εκεί δεν θα δεις τούρτες με τον υπουργό ντυμένο Σούπερμαν, ούτε θ’ ακούσεις κάνα βζιιιιν μυστήριο τύπου Ellinikon.
Εκεί θ’ αντικρίσεις κατεβασμένες μούρες και υψωμένες μούντζες.
Εκεί, η ραχοκοκαλιά της γαλάζιας ψήφου ακούει Νέα Δημοκρατία και βγάζει όλες τις φλουμπέτες του κόσμου.
Ιδίως όταν ακούει Κωστή, είναι σα να τη βάρεσε ο σταφυλόκοκκος…
Οπότε μίλαγα με τον Βαγγέλη περί ανέμων και υδάτων (κάργα νερό στο νομό, όσο και να ήπιαν τα βαμπάκια) και πέταξε την παρόλα που μου σήκωσε την τρίχα κάγκελο:
Κλείνουν τα τσιπουράδικα στα Τρίκαλα!
Σάλταρα εγώ, άρχισα τα “ορίστε”, τα “δεν κατάλαβα” και τα “μα πως”, μόνο “τι εννοείς Βίρνα” δεν τον ρώτησα.
Για να μου εξηγήσει ο κολλητός ότι γνωστά και ιστορικά μαγαζιά κατεβάζουν ρολά το ένα μετά απ’ το άλλο, καθότι δεν μπαίνει κόσμος και όσοι μπαίνουν μετράνε και το εικοσάλεπτο.
Πάνε οι εποχές που τα καραφάκια κάνανε “τραινάκι” και τα πιατάκια απ’ τους μεζέδες ύψωναν βουνό, Τώρα γουλίτσα τη γουλίτσα και μπουκίτσα τη μπουκίτσα, μπας και φτουρήσουνε.
Και κλείνουν τα τσιπουράδικα…
Το οποίο στον μέσο Αθηνέζο που έχει μεγαλώσει με Goody’s και βρώμικο απ’ την καντίνα μπορεί να μη λέει και πολλά, αλλά για εμάς τα παιδιά της βαθιάς περιφέρειας είναι ο ορισμός της καταστροφής κυρία μου.
Γιατί τα τσιπουράδικα είναι για την επαρχία, ό,τι είναι η Ακρόπολη για την πρωτεύουσα:
Οι Παρθενώνες μας, είναι!
Μεγάλη κουβέντα το ξέρω, αλλά προσπάθησε εσύ να τη βγάλεις καθαρή και να πάρεις ανάσα στο περίκλειστο τοπίο της μουσκεμένης καταχνιάς κι έλα ύστερα να μου πεις το ποίημα.
Είναι κάτι μέρες που δεν βγαίνουν χωρίς τσίπουρα, που θα σημείωνε κι ο Χάντερ Τόμπσον…
Αλλά νο μάνυ, νο χάνυ. Κι αυτό από Αμερική είναι και περιγράφει σε τέσσερις λέξεις την κατάσταση της αγοράς.
Φύλλο δεν κουνιέται, ταμειακή δεν κουδουνάει, εμπόρευμα δεν φεύγει.
Κι άμα δεν βγάζει ο άλλος τα βασικά, όχι να κονομάει, τα βασικά να βγάζει, περιμένεις να επενδύσει σε μυοχαλαρωτικά και ψυχοδηλωτικά ποτά;
Σπίτι και πάλι σπίτι, καναπές και πάλι καναπές, μούχλα, μπούχλα και μουντρούχα.
Και λουκέτο επίσης…
Όπως μου (ξανα)είπε ο Βαγγέλης, κάτι που ξεκίνησε δειλά δειλά πέρυσι και ολίγον ως ανέκδοτο, πάει πλέον να γίνει καθεστώς. Αυτό που γράφω στον τίτλο:
Δύο μαγαζιά, ένα διαμέρισμα!
Σου δίνω δυο μαγαζιά εν ολίγοις, μου δίνεις ένα διαμέρισμα.
Χέρι με χέρι, λόγο στο λόγο, ούτε διαπραγματεύσεις, ούτε λεπτομέρειες, ούτε πέντε πάνω πέντε κάτω.
Πάρτα να φύγουν απ’ την καμπούρα μου, άλλο δεν μπορώ.
Πάρτα και κάνε τα ό,τι θες, ξέχασέ τα, δούλεψέ τα, φωτιά βάλε τους και κάψτα, μόνο να μην τα ξαναδώ μπροστά μου, έγκωσα.
Ως εδώ ήταν, μας νίκησε ο Πισσαρίδης…
Και για να μη μου τσαμπουνάτε ιστορίες περί αναπτύξεως και συγκλίσεως με τας Ευρώπας και Moody’s επενδυτική βαθμίδα, μου ‘βαλε ιδέες ένα τουί πρόσφατο για τις λιανικές πωλήσεις στην Ε.Ε. το δεύτερο εξάμηνο του 2024 και πήγα στην Eurostat που όσο να ‘ναι κομμουνιστική δεν τη λες και τι είδα ρε μπρο;
Είδα πτώση -5,4 % στον όγκο του λιανεμπόριου εν Ελλάδι τον περασμένο Δεκέμβριο, σε σχέση με τον ίδιο μήνα του 2023.
Τον Δεκέμβριο, που περιμένει ο καταστηματάρχης να διώξει τις αράχνες απ’ το ταμείο του!
Κι αν το ψάξει κανείς σε κύκλο εργασιών, μπορεί και να διπλασιάζεται το ποσοστό, μιας και όσοι αγόρασαν πήραν πιο φτηνά πράγματα…
Ζόφος με δυο λόγια, σκότος με δυο λόγια, κατάρα Θεού με δυο λόγια.
Συγγνώμη, αλλά αν αυτή είναι η Ελλάδα 2.0 που ηγείται της τέταρτης βιομηχανικής επαναστάσεως, χρειάζομαι τουλάχιστον μια νταμιτζάνα τσίπουρο για να την αντέξω…