Οπως γνωρίζετε, ο Ιωάννης Καποδίστριας έφτασε στο Ναύπλιο τον Ιανουάριο του 1828, πάνω στο βρετανικό δίκροτο πολεμικό πλοίο Warspite. Είχε εκλεγεί Κυβερνήτης της Ελλάδος τον Απρίλιο του 1827, από την Γ΄ Εθνοσυνέλευση της Τροιζήνας και είχε αποδεχθεί την εκλογή του τον Αύγουστο. Άργησε να έρθει στην Ελλάδα γιατί επισκέφτηκε πρώτα τις Αυλές των μεγάλων ευρωπαϊκών δυνάμεων για να εξασφαλίσει τη στήριξή τους.
Λίγο μετά την εκλογή του, τον Μάιο του 1827, η Εθνοσυνέλευση ψήφισε το τρίτο επαναστατικό Σύνταγμα που «υπερέβαινε όλα τα ευρωπαϊκά Συντάγματα της εποχής του ως προς την εφαρμογή των δημοκρατικών και φιλελεύθερων ιδεωδών», σύμφωνα με τον Αριστόβουλο Μάνεση. Το οποίο όμως δεν επρόκειτο να εφαρμοσθεί. Γιατί ο Καποδίστριας, μόλις έφτασε, έθεσε βέτο. Αν η Εθνοσυνέλευση δεν ανέστελλε την ισχύ του Συντάγματος, θα παραιτούνταν και θα έφευγε από την Ελλάδα.
Τα μέλη της Εθνοσυνέλευσης αναγκάστηκαν να ικανοποιήσουν την απαίτησή του. Ίσως και με κάποια ανακούφιση. Ήταν οι Έλληνες ώριμοι για ένα τόσο ριζοσπαστικά φιλελεύθερο και δημοκρατικό Σύνταγμα; Δεν θα ήταν καλύτερα να αφεθούν στα έμπειρα χέρια του πρώην υπουργού Εξωτερικών του Τσάρου που ήταν επιπλέον τίμιος; Για τον ίδιο τον Καποδίστρια αυτό το τόσο φιλελεύθερο και δημοκρατικό Σύνταγμα ήταν σαν «ξυράφι στα χέρια μικρού παιδιού».
Ας δούμε πώς περιγράφει το γεγονός ο Μακρυγιάννης που δεν του πολυάρεσε αυτό που έγινε:
«Σε δυο τρεις ημέρες ήρθε ο Κυβερνήτης. Πήγε εις τ’ Ανάπλι, περίλαβε τα κάστρα, ήρθε εις την Αίγινα, ορκίστη με μεγάλη παράταξιν να φυλάξη τους νόμους της πατρίδος και μ᾿ αυτούς να μας κυβερνήση. […] Φωνάζει τους βουλευτάς και τους λέγει να διαλυθούν δια το παρόν και ύστερα προσκαλεί την Συνέλεψη την Εθνική και γίνεται το Βουλευτικόν σώμα. Οι βουλευταί δεν μπορούσαν να κάμουν αλλοιώς, διαλύθηκαν κατά τον λόγο του Κυβερνήτη. […] [Ο]ρκίστη κι᾿ αυτός να κυβερνήση εφτά χρόνια. Δεν θυμήθη ο Κυβερνήτης· όταν ορκίστη δια εφτά χρόνια, ορκίστη στο σύνταμα – κι᾿ αυτός ευτύς το χάλασε.»
Αν και η διακυβέρνησή του Καποδίστρια, στην αρχή, ήταν ηπίως αυταρχική, δεχόταν ισχυρές πιέσεις να αποκαταστήσει τη δημοκρατική ομαλότητα. Αλλά δεν το έκανε. Αποφάσισε όμως να προκηρύξει εκλογές για Δ΄ Εθνοσυνέλευση το καλοκαίρι του 1829 και επειδή ήταν δημοφιλής ήταν βέβαιος πώς θα έλεγχε το αποτέλεσμα. Αυτό και έγινε. Μάλιστα έκανε και μια δίμηνη προεκλογική περιοδεία τον Μάρτιο και τον Απρίλιο που ενίσχυσε τη δημοτικότητά του αλλά και τον βοήθησε να γνωρίσει καλύτερα τον τόπο που κυβερνούσε. Σ’ αυτήν την περιοδεία τον συνόδευε ο Μακρυγιάννης. Ας δούμε πώς περιγράφει αυτές τις πρώτες, «κανονικές», ας πούμε, και άμεσες εκλογές, πριν ακριβώς 190 χρόνια, ο αγωνιστής με το μοναδικό γλαφυρό ύφος:
«Αφού είδαν ο κόσμος ότι ο Κυβερνήτης κυβερνούσε του κεφαλιού του, τότε άρχισαν να του γυρεύουν Εθνική Συνέλεψη. Οδήγησε παντού τους διοικητάς και συντρόφους του, έδωσε και τα μέσα τα χρηματικά να κάμουν τις εκλογές των πληρεξουσίων με το πνεύμα του και να εκλένε αυτόν πληρεξούσιον και ό,τι να τους λέγη εκείνο να κάνουν. Αφού τελείωσε αυτό παντού, πήρε τον Κολοκοτρώνη και Νικήτα κι᾿ εμένα ως Γενικόν Αρχηγόν της εκτελεστικής δύναμης και πήγαμε γύρα την Πελοπόννησο ως την Πάτρα. Έβγαιναν οι άνθρωποι και τον προϋπαντούσαν μίαν ώραν δυό μακρυά και το ῾στρωναν δάφνες. Δεν τον είχε νοιώση ακόμα ο μικρός λαός. Τους σύναζε όλους κι᾿ έκανε με τα λόγια τους φτωχούς πλούσιους. Τον καθέναν τον ανάπευε εις την αίτησίν του και κατάιφερε τον κόσμο, όταν έγιναν οι εκλογές, να τον κάμουν οι περισσότερες επαρχίες αυτοπληρεξούσιον και ό,τι λέγη αυτός εκείνο να κάνουν οι πληρεξούσιοί τους.»
Δηλαδή πολλές επαρχίες ψήφιζαν τον ίδιο τον Καποδίστρια ως πληρεξούσιό τους. Ήταν δημοφιλής αλλά χρησιμοποίησε τον διοικητικό μηχανισμό και τα κυβερνητικά κονδύλια για να πετύχει τους στόχους του. Όπως μας λέει ο Βλαχογιάννης, τα πληρεξούσια που τον όριζαν εκπρόσωπο ήταν όλα πανομοιότυπα, φασόν. Αλλά ο Καποδίστριας έλεγχε και άλλους πληρεξούσιους. Η περίπτωση του ίδιου του Μακρυγιάννη έχει ενδιαφέρον, είναι ενδεικτική αλλά και διασκεδαστική. Ο Μακρυγιάννης εξελέγη «με το ζόρι» (τραβάτε με κι ας κλαίω) πληρεξούσιος Άρτας. Ο ίδιος ισχυρίζεται ότι δεν ήθελε αν και τον πίεζε αφόρητα και ο Καποδίστριας που τον θεωρούσε δικό του άνθρωπο. Τον εξέλεξαν, λοιπόν, οι Αρτινοί χωρίς να δεχτεί να είναι υποψήφιος – όπως καταλαβαίνετε έπεσε γραμμή. Διαβάστε πώς έγινε και κυρίως προσέξτε τι έγινε, αφού εξελέγη:
«Στην Πάτρα ήταν κι᾿ όλοι οι Αρτηνοί συνασμένοι και ήρθαν εις το κονάκι μου να με κάνουν πληρεξούσιόν τους. Δεν ήθελα. Το μαθαίνει ο Κυβερνήτης, με βιάζει να δεχτώ. Του λέγω· «Δεν έχω ικανότη και δεν απατώ τους ανθρώπους». Μ᾿ έβγιασε πολύ· το άφησα, χωρίς να το δεχτώ. Εις τ᾿ Άργος εδώ μό ῾στειλαν το πληρεξούσιον και το δέχτηκα. […] Σάν έμαθε οπού μου ῾ρθε το πληρεξούσιον των Αρτηνών, με φώναξε, με διάταξε, μό ῾δωσε και πεντακόσια γρόσια διά χαρτζιλίκι. Τα πήρα δια να του δείξω ότι οι Έλληνες είναι φτωχοί, διά να φάνε κομμάτι ψωμί, οπού μείναν δυστυχείς· αλλά την πατρίδα τους την φυλάνε ως πατρίδα.»
Πάντως, ο Μακρυγιάννης, 14 χρόνια αργότερα, την 3η Σεπτεμβρίου του 1843, θα πρωταγωνιστήσει στο κίνημα για την παραχώρηση Συντάγματος από τον Όθωνα. Όταν, εκείνο το βράδυ, μαζεύτηκαν οι κινηματίες μπροστά από τα Ανάκτορα, στη σημερινή Πλατεία Συντάγματος, ο Μακρυγιάννης τους είπε, μεταξύ των άλλων, και τα εξής:
«Εμείς θέλομεν να μας δώσει ο Βασιλέας μας εκείνο οπού αποχτήσαμεν με το αίμα μας και θυσίες μας, οπού το καταπάτησε κι ο Καποδίστριας». Ήταν τόσο σημαντικό το Σύνταγμα γι’ αυτόν; «Δεν ήθελα χρήματα και βιο, ήθελα σύνταμα δια την πατρίδα μου, να κυβερνηθή με νόμους κι᾿ όχι με το ‘έτζι θέλω’». Θα ήταν, άραγε, ικανοποιημένος σήμερα;
[Τα αποσπάσματα προέρχονται από το δεύτερο βιβλίο των Απομνημονευμάτων, όπως τα εξέδωσε ο Γιάννης Βλαχογιάννης το 1907]
Protagon.gr