Η Βουλή χρησιµοποιεί τη νοµοθετική της εξουσία για να ξεπλένει διεφθαρµένους και κάθε λογής εγκληµατίες, ακόµη και παιδόφιλους.
Παλιά µου τέχνη κόσκινο. Στις ελάχιστες φορές που µια υπόθεση διαφθοράς µε ισχυρούς πρωταγωνιστές βρίσκεται απέναντι στη ∆ικαιοσύνη, παρεµβαίνει η κυβέρνηση για να νοµοθετήσει µε τρόπο που να µην υπάρχει τιµωρία. Με ένα άρθρο και ένα νόµο το αδίκηµα παύει να υπάρχει και οι ένοχοι παύουν να είναι ένοχοι. Η Βουλή χρησιµοποιεί τη νοµοθετική της εξουσία για να ξεπλένει διεφθαρµένους και κάθε λογής εγκληµατίες, ακόµη και παιδόφιλους. ∆εν πρόκειται για κάποια ρουσφέτια και εξυπηρετήσεις. Ολόκληρες ορδές νοµοµαθών και καθηγητάδων που απαρτίζουν τις νοµοπαρασκευαστικές επιτροπές είναι στην πραγµατικότητα εργολάβοι που εκτελούν συµβόλαια απαλλαγής σε τιµές που δεν µπορεί να φανταστεί και να αντέξει ο απλός πολίτης. Οποτε δε τύχει να εκτεθούν από κάποια διαρροή στον Τύπο σε σχέση µε ποιους πάνε να απαλλάξουν, η µόνιµη επωδός στα υπουργικά χείλη είναι µία: «Μα τον νόµο αυτό έχουν προτείνει οι έντιµοι και άξιοι καθηγητές κ. Τάδε και κ. ∆είνα, δεν είναι επιλογή της κυβέρνησης».
Από το 2019 έως σήµερα οι δικηγόροι υπολογίζουν (αλλά δεν παίρνουν και όρκο, γιατί έχουν χάσει το µέτρηµα) ότι οι Ποινικοί Κώδικες και οι Κώδικες Ποινικής ∆ικονοµίας έχουν αλλάξει πάνω από δέκα φορές. Τι είναι αυτό που οδηγεί στις αλλαγές; Μα οι απαλλαγές που απαιτούνται για κάποιους. Πολλές φορές γίνεται το εξής προκλητικό: ένας νόµος µπορεί να αλλάξει για µερικές µέρες και στη συνέχεια επανέρχεται στην πρώτη του µορφή. Στο µεσοδιάστηµα έχουν επωφεληθεί οι «πελάτες». Η Βουλή έχει εκφυλιστεί σε νονό των παρανόµων διά αυτών των ίδιων των νόµων.
Οταν στο όχι και τόσο µακρινό 1996 ανέλαβε υπουργός ∆ικαιοσύνης ο Ευάγγελος Βενιζέλος ένα από τα πρώτα νοµοθετήµατά του ήταν να αλλάξει τα άρθρα 242 και 216 του Ποινικού Κώδικα και µόνο, τα οποία αφορούσαν τα αδικήµατα της ψευδούς βεβαίωσης και της πλαστογραφίας. Στην πραγµατικότητα άλλαξε µόλις έντεκα λέξεις. Οπως είχε καταγγείλει τότε σε επιστηµονικό συνέδριο ο νυν αντεισαγγελέας του Αρειου Πάγου και αδελφός του νυν υπουργού ∆ικαιοσύνης Βασίλης Φλωρίδης, η αλλαγή αυτών των λέξεων πέταξε στα σκουπίδια δεκάδες δικογραφίες που αφορούσαν το σκάνδαλο µεταγραφών στο ΑΠΘ από βαλκανικές χώρες µε χρήση πλαστών ιατρικών εγγράφων. Επώνυµοι Θεσσαλονικείς, δικηγόροι, επιχειρηµατίες ακόµη και στρατηγοί της αστυνοµίας είχαν µεταγράψει τα παιδιά τους, που τα είχαν στείλει (άνευ πανελλήνιων εξετάσεων) για σπουδές σε Βουλγαρία και Ρουµανία, στα ελληνικά πανεπιστήµια εµφανίζοντάς τα ως σοβαρά νοσούντα. Με την αποκάλυψη του σκανδάλου αντιµετώπιζαν ποινές φυλάκισης έως και δέκα χρόνια, αλλά δεν δικάστηκαν ποτέ λόγω της χειρουργικής αλλαγής του κώδικα.
Για τραγική ειρωνεία, 28 χρόνια µετά ο αδελφός του καταγγέλλοντος τότε Β. Φλωρίδη, υπουργός ∆ικαιοσύνης Γιώργος Φλωρίδης, έκανε τη δική του επέµβαση στον κώδικα αλλάζοντας 57 λέξεις. Με τον τρόπο αυτό αποκαλύπτονται τα ονόµατα των προστατευόµενων µαρτύρων στο σκάνδαλο της Novartis. Αυτήν τη φορά το «πείραγµα» του κώδικα δεν είχε σκοπό να αποµακρύνει από την τιµωρία κάποια µέλη της επιχειρηµατικής ελίτ, όπως έγινε µε την τροπολογία που αµνήστευσε τους τραπεζίτες εγκληµατίες. Το ζητούµενο ήταν να αποκαλυφθούν και να τιµωρηθούν επιδεικτικά και παραδειγµατικά όσοι τόλµησαν να καταγγείλουν πράξεις διαφθοράς. Να δοθεί το µήνυµα ότι όποιος τολµήσει στο µέλλον να καταγγείλει µεγάλη υπόθεση διαφθοράς θα γλιστρήσει στον (Αρειο) πάγο της ∆ικαιοσύνης και θα καταστραφεί.
Η Ελλάδα είναι η µοναδική χώρα που στρέφεται ενάντια σε προστατευόµενους µάρτυρες, παραβιάζοντας το κράτος δικαίου και όσα προβλέπει ο ΟΟΣΑ για τους προστατευόµενους µάρτυρες και την αντιµετώπιση της διαφθοράς. ∆ηλαδή η ∆ικαιοσύνη η οποία κάλυψε πράξεις διαφθοράς χαρακτηρίζοντάς τις «αδιευκρίνιστες», αντί να απολογηθεί γι’ αυτό, θα χρησιµοποιήσει τις σκανδαλώδεις αποφάσεις της για να εµφανιστεί τιµωρός αλλά προς την άλλη πλευρά.
Ο ∆ηµήτρης Αβραµόπουλος, του οποίου η πεθερά κατέθετε δεσµίδες µε πεντακοσάευρα στον λογαριασµό του, µπορεί να µηνύσει τους µάρτυρες, γιατί η ελληνική ∆ικαιοσύνη αποφάσισε ότι τα χρήµατα αυτά δεν προέρχονταν από πράξεις διαφθοράς αλλά είναι «αδιευκρίνιστα». Η κοινωνία παρακολουθεί αυτό τον βιασµό της λογικής και της δικαιοσύνης σαν να παρακολουθεί ταινία, έχοντας απλώς περιέργεια ποιο θα είναι το τέλος.
Ο Γιώργος Φλωρίδης δηµοσίευσε σε ΦΕΚ το τερατούργηµά του στις 23 Φεβρουαρίου 2024. Θα περίµενε κάποιος ότι τα πολιτικά κόµµατα της κεντροαριστεράς, αλλά πολύ περισσότερο οι πρώην υπουργοί ∆ικαιοσύνης του ΣΥΡΙΖΑ, τους οποίους η Ν∆ είχε κατηγορήσει ότι νοµοθέτησαν για να ευνοήσουν το έγκληµα, θα κατήγγελλαν τη µεθόδευση αποκάλυψης των µαρτύρων. ∆εν το έκαναν. Αντιθέτως, λίγες µέρες αργότερα, στις 3 Μαρτίου, ο πρώην πρωθυπουργός Αλέξης Τσίπρας µιλώντας σε συνέδριο της «Καθηµερινής» χαρακτήρισε ατυχείς τους χειρισµούς στην υπόθεση της Novartis σε σχέση µε τις παραποµπές των πολιτικών προσώπων. Η δήλωσή του δεν είχε κάποια σχέση µε την επικαιρότητα και γι’ αυτό ακριβώς εκλήφθηκε ως η συγγνώµη του για όσα έγιναν. Γνώριζε ότι έτσι τουλάχιστον θα εµφανιστεί από τον φιλοκυβερνητικό Τύπο. Σε κάθε περίπτωση, δηµιούργησε το κατάλληλο πολιτικό περιβάλλον όχι για να καταγγελθεί αυτό που γίνεται µε τους προστατευόµενους µάρτυρες, αλλά για να δηµιουργηθεί η πεποίθηση σήµερα ότι πράγµατι κάτι έτρεχε µε αυτούς.
Ο ΣΥΡΙΖΑ διαχειρίστηκε την υπόθεση του σκανδάλου Novartis µε τρόπο που δηµιουργεί σοβαρά ερωτήµατα. Στην ελληνική ∆ικαιοσύνη υπήρχαν στοιχεία πλήρως διευκρινισµένα την εποχή που ήταν κυβέρνηση. Αντί να δηµιουργήσει πλαίσιο ασφάλειας και εγγυήσεων στους εισαγγελείς που έκαναν την έρευνα, αντί να ζητήσει δηµόσιες εξηγήσεις για ένα προς ένα τα καταγγελλόµενα (Harvard Project, υπερτιµολογήσεις συγκεκριµένων φαρµάκων, δραστηριότητα υπουργών κ.λπ.), βρέθηκε απολογούµενος για «σκευωρία». Την ώρα που στις ΗΠΑ υπέγραφαν τις επιταγές για να αποζηµιωθούν από τη Novartis µε βάση όσα ακριβώς είχαν καταθέσει οι προστατευόµενοι µάρτυρες, στην Ελλάδα υπουργοί και στελέχη του ΣΥΡΙΖΑ έκαναν φοβικές και αστήρικτες εµφανίσεις στα κανάλια.
Οι διεφθαρµένοι στη ∆ικαιοσύνη δεν είχαν να φοβηθούν τίποτε από µια κυβέρνηση αοριστολογικής ανησυχίας χωρίς καµία πυγµή και σθένος. Η πολιτική του ΣΥΡΙΖΑ για να καταδείξει το σκάνδαλο ήταν αποκλειστικά ανακοινώσεις για πλευρές του σκανδάλου που αποκάλυπταν τα ΜΜΕ. Τµήµα δε του ΣΥΡΙΖΑ χαρακτήριζε σκανδαλολογία τα δηµοσιεύµατα (φυσικά πρώτα και κύρια του Documento). Είναι στελέχη που σήµερα ιδιωτεύουν σε τράπεζες και επιχειρήσεις, προφανώς γιατί εκτιµήθηκε η τότε προσφορά τους.
Τι να έκανε ο ΣΥΡΙΖΑ που δεν είχε ΜΜΕ στη διάθεσή του, θα αναρωτηθούν µερικοί. Είχε τον κόσµο που επί δεκαετίες βλέπει να είναι ατιµώρητη η διαφθορά. Στον κόσµο αυτό δεν απευθύνθηκε. Οι «σύντροφοι» ήταν έτοιµοι να χαλάσουν τον κόσµο γιατί εκλάµβαναν ως σεξιστική µια δήλωση κάποιου στελέχους της Ν∆, αλλά όχι και να κατέβουν στον δρόµο για ένα σκάνδαλο εκατοντάδων εκατοµµυρίων. Ο ΣΥΡΙΖΑ τότε δεν µπορούσε να τιµωρήσει κανέναν. Ηταν αυτοενοχοποιηµένος, φοβικός και η σχέση του µε την πολιτική είχε εκφυλιστεί σε ρηχό τακτικισµό της διατήρησης και στη συνέχεια της επαναφοράς στην εξουσία. Απλώς έξυνε την πλάτη του Μητσοτάκη θεωρώντας ότι τον ενοχλεί. Επιπλέον κάθε κίνηση προς τη σωστή κατεύθυνση λίγο µετά είχε µια νέα αναδροµολόγηση προς τα πίσω µε υποβολέα την ανασφάλεια και την αναποτελεσµατικότητα που βαφτίζονταν κοµψά µετριοπάθεια.
Ο ΣΥΡΙΖΑ έχασε ακριβώς για όσα δεν έκανε, ενώ εισαγγελείς, δηµοσιογράφοι και τώρα οι προστατευόµενοι µάρτυρες βρέθηκαν µπροστά στην απειλή της φυλακής. Ισως όλοι µαζί πρέπει να δηµιουργήσουν ένα ινστιτούτο. Ινστιτούτο για τη µελέτη του φαινοµένου της ισχύος που έχουν τελικώς η διαφθορά και η απάτη στην Ελλάδα.