- Και που λες Ευτυχία.
- Τι έγινε πάλι;
- Τι θες να έγινε; Καταρχάς, ευτυχία δεν βρήκαμε. Και όσα μόνο στοιχεία ευτυχίας χαρήκαμε, τι να καλλιάσουν; Αλλο όμως ήθελα να πω: Θυμάσαι που σαν σε είδα στην επαρχία και μου είπες δειλά πως σε λεν «Ευτυχία», κι αν θυμάμαι καλά, είπα -έτσι, στ’ αστεία- πως μου τάζει πολλά τ’ όνομα «Ευτυχία», γύρισες και μου ’πες πως όλο ίδια και τα ίδια, του μυαλού μου ροκανίδια;
- Ναι, και; Παρακάτω... Πας, όμως, και θυμάσαι κάτι πράγματα. Προπεθαμένος άνθρωπος, ακόμα δεν ξεκούτιανες;
- Είναι φανερό πως ευτυχία δεν, αλλά από αγάπη άλλο τίποτα!
- Μμμμμ...
- Θυμήθηκα που λες τα τότες, τώρα, που τον είδα. Πήγε στην Κέρκυρα, εκεί κοντά που σε γνώρισα. Του μίλησε η Ματίνα. Τη θυμάσαι τη Ματίνα;
- Ποια λες; Τη γειτόνισσα της ξαδέρφης;
- Ναι, αυτή. Που όποτε τη βλέπαμε όλο έλεγε «απ’ τα ψηλά στα χαμηλά κι απ’ τα πολλά στα λίγα. Αχ, πώς κατάντησα στη ζωή, κι από το πρώτο το σκαλί, στο τελευταίο πήγα»;
- Καλέ, αυτοί είχαν τη μισή Σπιανάδα! Με τους Αγγλους έκανε δουλειές ο παππούς της, καλοζωισμένοι ήτανε κι όλο κλαίγονταν. Ωραία κοπέλα ήταν όμως. Ολες τη ζηλεύαμε. Είχε και προίκα - όποιον ήθελε είχε. Εσύ πώς στραβώθηκες και πήρες εμένα;
- Αχ, κορίτσι μου... Αφού το ξέρεις: Δικά σου της ψυχής μου τ’ αφανέρωτα. Τα έκρυψα σε βράδια αξημέρωτα, κανένας μην τα δει, μονάχα εσύ!
- Βρε, δε λες που είχα χρόνο και κάθισα και σκέφτηκα και είδα ότι μ’ αγαπάς; Πού να ’ξερα βέβαια πως θα περνούσα τόσες ώρες στα νοσοκομεία; Και δεν έχουν και γιατρούς! Αχ, πάνε τα χρόνια, ωραία χρόνια, που ’χα λουλούδια μες στην καρδιά.
- Αφού, βρε μάτια μου, φυσούσε πολύ απ’ το σπασμένο μου το τζάμι. Πλευριτωνόμουν, τι να ’κανα;
- Paroles paroles paroles... Για τη Ματίνα θα μου πεις;
- Πήγε ο Μεγάλος στην Κέρκυρα περιοδεία κι έπεσε επάνω του.
- Θα τον περίμενε καραούλι. Αυτοί όλοι δεξιοί ήταν μια ζωή. Δίπλα στο κονοστάσι την εικόνα της Φρειδερίκης είχανε, στον Μητσοτάρχα δεν θα πήγαινε;
- Πήγε, αλλά καλύτερα να μην πήγαινε. Ρεζίλι τον έκανε. Του είπε πως παίρνει 440 ευρώ σύνταξη και δίνει 300 για ενοίκιο.
- Τα έχασαν τα σπίτια τους με την κρίση. Αλήθεια είναι. Χρώσταγαν, τα πήρε η τράπεζα. Και από τότε περνούν οι νύχτες, τα δευτερόλεπτα βαριά στους λεπτοδείκτες για τη Ματίνα. Αλλά εκεί αυτή - κορνίζα τη Δεξιά!
- Του τα είπε, σου λέω!
- Ε, και;
- Της είπε να πάει στην εκκλησία να ζητιανέψει. Και την ευχαρίστησε που πήγε. Το πιστεύεις; «Πεινάω» του είπε - έχει μπάσει η καψερή. Και της απαντάει: «Ευχαριστώ που ήρθατε»!
- Κάποτε θέλανε παλάτια κι αστέρια που τους χάριζε, τώρα μια μπουκιά ψωμί, γι’ αυτά τα ορφανά περιστέρια, δεν χαλάλισε. Ετσι είναι Ματινάκι: άπονη ζωή!
- Μα, να της πει «ευχαριστώ που ήρθατε»; Λες και έκανε επίδειξη τάπερ και ήτανε πελάτισσα;
- Τον ψήφισε, δεν τον ψήφισε; Ούτε ν’ ακούσει δεν ήθελε για Τσίπρα. Της είχαν κόψει ήδη τη σύνταξη 12 φορές, της πήρε ο Τσίπρας 20 ευρώ και δεν του το συγχώρεσε ποτέ! Τι κι αν πήγαινε δωρεάν στο νοσοκομείο κι όλες τις εξετάσεις τζάμπα έκανε και τα φάρμακά της όλα δωρεάν; Μόνο ασπιρίνες έχει το φαρμακείο τώρα. Ασε που ένα σπίτι που της είχε μείνει, το πούλησε κι αυτό για να σπουδάσει, λέει, το εγγόνι της. Τα δημόσια πανεπιστήμια δεν τους αρέσουν, βλέπεις...
- Μα, δεν είδε τον κόσμο να γκρεμίζεται μπροστά της, να γίνεται γιαπί η γειτονιά της; Τα όνειρα που έκανε να σβήνουν; Απορώ αληθινά δηλαδή!
- Της τα ’λεγα κι εγώ. Και ξέρεις τι μου απαντούσε;
- Τι;
- Για το καλό μας, Ευτυχία μου. Τα κάνουνε για το καλό μας.