Ο 20ος αιώνας, οπότε ο πλανήτης βίωσε την μεγαλύτερη αύξηση πληθυσμού στα χρονικά, φαντάζει δημογραφικά ήδη μακρινός.
Από 1,6 δισεκατομμύρια κάτοικοι που ζούσαν στη Γη το 1900, έφτασαν το 2000 να αριθμούν 6 δισεκατομμύρια, χάρη στην οικονομική ανάπτυξη και στην εξέλιξη της ιατρικής, που αύξησε το προσδόκιμο ζωής και μείωσε την παιδική θνησιμότητα.
Όμως στο 21ο αιώνα, όπου η ψηφιακή επανάσταση κάνει άλματα και η επιστήμη θαύματα, η τάση αυτή δείχνει πια να αντιστρέφεται.
Οι περισσότερες χώρες, και δη οι πιο ανεπτυγμένες, ρέπουν προς μία μεσοπρόθεσμη πληθυσμιακή στασιμότητα, με μείωση των γεννήσεων και αύξηση του ποσοστού του γηρασμένου πληθυσμού.
Το κατέδειξαν οι πρόσφατες απογραφές στις ΗΠΑ και στην Κίνα, με τους πληθυσμούς αμφότερων να καταγράφουν τους πιο αργούς ρυθμούς αύξησης εδώ και δεκαετίες.
Ακόμη και σε χώρες που παρουσίαζαν εδώ και πολλά χρόνια ταχεία πληθυσμιακή ανάπτυξη, όπως η Ινδία και το Μεξικό, ο μέσος δείκτης γονιμότητας (*) πλησιάζει ή είναι ήδη κάτω από το όριο αντικατάστασης γενεών, το οποίο ορίζεται στα 2,1 παιδιά ανά οικογένεια.
Κι αν και ορισμένες άλλες χώρες, κυρίως στην Αφρική, ακολουθούν αντίστροφη πορεία -με ορισμένες εκτιμήσεις να τοποθετούν τη Νιγηρία δεύτερη στη λίστα των πολυπληθέστερων χωρών έως το 2100- οι δημογραφικές τάσεις, σε παγκόσμιο επίπεδο, δεν δείχνουν να αλλάζουν.
Κάπως έτσι, λοιπόν, οι επιστήμονες προβλέπουν ότι ο παγκόσμιος πληθυσμός θα κορυφωθεί στα 9,7 δισεκατομμύρια άτομα έως το 2060 και μετά θα μειωθεί σημαντικά, πέφτοντας στα 8,8 δισεκατομμύρια ανθρώπους στα τέλη αυτού του αιώνα.
Αίτια και αιτιατά
Οι αιτίες του φαινομένου, πολλές.
Το μοντέλο της σύγχρονης κοινωνίας. Το αυξημένο κόστος ζωής και η έλλειψη επαρκών μέτρων στήριξης της οικογένειας σε πολλές χώρες.
Το ανταγωνιστικό τοπίο στην αγορά εργασίας, όπου οι γυναίκες αποτελούν πλέον σημαντικό κομμάτι του ανθρώπινου δυναμικού.
Η δημιουργία οικογένειας σε μεγαλύτερες ηλικίες, από επιλογή ή λόγω συνθηκών.
Απέναντι πάντως στο φαινόμενο επιβράδυνσης των ρυθμών αύξησης και -μακροπρόθεσμα- μείωσης του πληθυσμού, οι γνώμες των ειδικών διίστανται ως προς το πώς θα πρέπει αυτό να απαντηθεί.
«Είναι αλήθεια ότι η ταχεία αρνητική ανάπτυξη μπορεί να επιβαρύνει τις κυβερνήσεις, καθώς σημαίνει αυξημένο κόστος για τη φροντίδα των ηλικιωμένων», παρατηρεί η Αμερικανίδα δημογράφος Λέσλι Ρουτ.
Από την άλλη, όμως, «η γρήγορη θετική ανάπτυξη τείνει να επιβαρύνει τις οικογένειες, οι οποίες επωμίζονται το μεγαλύτερο μέρος του κόστους της φροντίδας των παιδιών».
«Αντί να πανικοβαλόμαστε ή να προσπαθήσουμε να αποτρέψουμε το φαινόμενο», τονίζει, «πρέπει να σκεφτόμαστε τι θα σημαίνει αυτή η μετάβαση παγκοσμίως -τόσο για τις πλούσιες, όσο και για τις φτωχές χώρες, που θα επιβαρυνθούν πολύ περισσότερο από τη γήρανση του πληθυσμού».
Νέες προκλήσεις
Μέχρι σήμερα, περιοχές όπως η Ευρώπη, οι ΗΠΑ, ο Καναδάς και η Αυστραλία -όπου ο δείκτης γονιμότητας κυμαίνεται μεταξύ 1,5 και 2- στηρίζονται σε μεγάλο βαθμό στη μετανάστευση (κυρίως στο εξειδικευμένο εργατικό δυναμικό) για να αντισταθμίσουν τις δημογραφικές πιέσεις στο εσωτερικό τους.
Παραμένει, ωστόσο, ερώτημα εάν αυτή μπορεί να αποτελέσει μακροπρόθεσμη στρατηγική, ενόψει της συρρίκνωσης του πληθυσμού στις περισσότερες χώρες του πλανήτη.
Παράλληλα, διάφορες κυβερνήσεις λαμβάνουν μέτρα στήριξης, όπως παροχή οικονομικών κινήτρων σε γονείς, αύξηση της άδειας μητρότητας και θέσπιση της άδειας πατρότητας, ενίσχυση των βρεφονηπιακών σταθμών κ.α., χωρίς ωστόσο να έχουν να επιδείξουν θεαματικά αποτελέσματα.
«Είναι απαραίτητη μία αλλαγή προτύπων», λέει στους New York Times ο Δρ. Φρανκ Σβιάτσνι, ανώτερος ερευνητικός συνεργάτης στο Ομοσπονδιακό Ινστιτούτο Έρευνας Πληθυσμού στη Γερμανία και μέχρι πρότινος επικεφαλής του Τμήματος Πληθυσμιακών Τάσεων και Ανάλυσης των Ηνωμένων Εθνών.
«Οι χώρες», τονίζει, «πρέπει να μάθουν να ζουν και να προσαρμόζονται στη μείωση» και στα νέα δεδομένα.
Αυτό ακριβώς έχουν αρχίσει να κάνουν ήδη αρκετές χώρες, γράφει η αμερικανική εφημερίδα, με ποικίλους τρόπους και αμφιλεγόμενη προοπτική.
Η Νότια Κορέα -που έχει τον χαμηλότερο δείκτη γονιμότητας στον ανεπτυγμένο κόσμο- πιέζει για τη συγχώνευση εκπαιδευτικών ιδρυμάτων, καθώς ορισμένα μετά βίας πια γεμίζουν με μαθητές και φοιτητές.
Στην Ιαπωνία -όπου οι πωλήσεις σε πάνες για ηλικιωμένους είναι πια περισσότερες αυτές σε πάνες για μωρά- γίνονται συγχωνεύσεις δήμων, καθώς οι πληθυσμοί τους γερνούν και συρρικνώνονται.
Στη Σουηδία, οι αρχές σε ορισμένες πόλεις αναδιανέμουν πόρους από σχολεία σε κέντρα φροντίδας ηλικιωμένων.
Και σε ολοένα και περισσότερα κράτη, οι κυβερνήσεις αυξάνουν σταδιακά τα ηλικιακά όρια συνταξιοδότησης, σε άνδρες και σε γυναίκες.
Στη Γερμανία, μάλιστα, η Κεντρική Τράπεζα έχει εδώ και καιρό ζητήσει να αυξηθεί το ηλικιακό όριο στα 69 έτη μέχρι το 2060.
Σε διαφορετική περίπτωση, προειδοποίησε, θα απειληθεί η βιωσιμότητα του συνταξιοδοτικού συστήματος στη μεγαλύτερη οικονομία της Ευρώπης.