Ήταν ένας από τους κολλητούς φίλους του Άκη Πάνου αλλά μετά τον θάνατό του σταμάτησε να μιλάει γι’αυτόν. Ο δημοσιογράφος Σπύρος Μπουλής αφηγείται τη σχέση του με τον μεγάλο λαϊκό συνθέτη και στιχουργό, με αφορμή τη συμπλήρωση των 25 χρόνων από τον θάνατο του, την Δευτέρα 7 Απριλίου.
Ποιους αγαπούσε, ποιους δεν άντεχε, πώς έγραφε, γιατί έκλαιγε, με ποιους ήθελε να συνεργαστεί και δεν έκατσε, τι διάβαζε στη φυλακή, ποια ήταν η δική του εκδοχή της ιστορίας του εγκλήματος.
Ο Πάνου ήταν μοναδική περίπτωση στον χώρο του λαϊκού τραγουδιού. Ταλαντούχος στιχουργός αλλά και συνθέτης, με αναγνωρίσιμο ύφος και μεγάλη γκάμα, εμπότιζε το τραγούδι του με τις δεκάδες αντιφάσεις του χαρακτήρα του, την αφοπλιστική ειλικρίνεια του, το αιρετικό του βλέμμα και την ανάγκη του να εμβαθύνει και να φιλοσοφεί.
Συνεργάστηκε με τα πιο λαμπρά ονόματα του αθηναϊκού πάλκου, κι έγραψε ιστορία στο λαϊκό τραγούδι με τον Καζαντζίδη (Η ζωή μου όλη), τον Μητσιά (Ο Τρελός), τον Νταλάρα (Θέλω να τα πω), τη Μοσχολιού (Θα κλείσω τα μάτια) κ.α.
Καταδικάστηκε για τη δολοφονία του Γιαλαμά, συντρόφου της κόρης του Ελευθερίας, παραδόθηκε αμέσως και φυλακίστηκε χωρίς να του αναγνωριστεί κανένα ελαφρυντικό, κάτι που τον πλήγωσε, όπως λέει στη συνέντευξη που ακολουθεί, ο στενός του φίλος και δημοσιογράφος Σπύρος Μπουλής.
Μετά την καταδίκη του, ο Άκης Πάνου μεταφέρθηκε στις φυλακές Κομοτηνής. Λίγους μήνες αργότερα, όμως, διαγνώστηκε με καρκίνο σε τελικό στάδιο και στις 7 Απριλίου του 1999 το Α’ Τριμελές Πλημμελειοδικείο Πειραιά διέταξε την αναστολή της ποινής του, εξαιτίας της επιδείνωσης της υγείας του.
Ακριβώς ένα χρόνο μετά, στις 7 Απριλίου 2000 άφησε την τελευταία του πνοή σε ηλικία 67 ετών στο Ευγενίδειο Θεραπευτήριο.
Σπύρο, πότε γνωριστήκατε με τον Άκη Πάνου;
Γνωριστήκαμε το 1989, τότε δούλευα στο Κανάλι 15. Κάποια στιγμή με βλέπει ο Θοδωρής ο Μανίκας που ήταν εκτός από φίλος και κουμπάρος του Άκη Πάνου. Είχε βαφτίσει τον μεγάλο του γιο τον μακαρίτη τον Στέφανο και ο πατέρας του είχε βαφτίσει ένα από τα δίδυμα.
Είχε ξεκινήσει τις παραστάσεις ο Άκης Πάνου με τον Ρασούλη στο «Επειγόντως», τον έπεισε και εμφανίστηκε μετά από 31 χρόνια στο πάλκο. Μου λέει ο Μανίκας, έχεις βίντεο; Λέω ναι. Λέει πάμε να δούμε τα γυρίσματα που έκανε ο Πανουσόπουλος, αλλά δεν μπορούμε να τα δούμε γιατί ο Άκης δεν έχει συσκευή.
Μου λέει ο Θοδωρής ότι μένει στην οδό Περδικάρη στα Πατήσια. Πάω εγώ με το παπάκι και σε μια σακούλα σούπερ μάρκετ βάζω το βίντεο με τα καλώδια. Ο πρώτος που γνώρισα στο σπίτι ήταν ο Σαραβάκος, ο σκύλος του. Έρχεται ο Άκης, μας συστήνει ο Μανίκας έρχεται και μια γυναίκα, μου λένε από δω η Δήμητρα, η κυρία Πάνου.
Βλέπουμε το βίντεο το οποίο είναι φανταστικό. Μιλάμε για τέσσερα φοβερά μπουζούκια, ο Κώστας ο Παπαδόπουλος κι ο γιος του, ο Θοδωρής ο Παπαδόπουλος, κιθάρα-τραγούδι ο Μάριος Κώστογλου κλπ. Έτσι γνωριστήκαμε. Εγώ μέχρι τότε, ήξερα το μεγαλύτερο μέρος της δουλειάς του και πόσο σημαντικός ήταν.
Μετά από λίγες μέρες, μου τηλεφωνεί πάλι ο Μανίκας. Έλα λέει στη Γλυφάδα να αράξουμε με τον Άκη. Μου γνωρίζει πάλι ο Θοδωρής μια γυναίκα, λέγοντας μου από δω η κ. Πάνου. Κόκκαλο εγώ, καθώς πριν λίγες μέρες είχα γνωρίσει μία άλλη κ. Πάνου (την κ. Δήμητρα).
Κάποια στιγμή ξεμοναχιάζω τον Θοδωρή, του λέω τι γίνεται εδώ; Αν θυμάμαι καλά ήταν άλλη… ναι μου λέει. Και καταλαβαίνω ότι και στην οικογενειακή πλευρά του είναι κάπως αλλιώς από τους άλλους.
Πώς εξελίχθηκε η σχέση σας;
Έγινε καθοριστικό πρόσωπο στη ζωή μου, με έχει επηρεάσει βαθύτατα και ευεργετικά. Ήταν ο φίλος μου, αδερφός, πατέρας, δάσκαλος. Αν τον έλεγες δάσκαλο θα σου έβαζε και χέρι. Φίλος γιατί περνάγαμε πάρα πολλές ώρες μαζί στα Πατήσια. Δεν ήθελε να βγαίνει από το σπίτι. Έχω μια φωτογραφία σπίτι μου από τα «9/8» και τα παιδιά μου τον έχουν μάθει σαν πολύ δικό μας άνθρωπο.
Η αλήθεια είναι όσο ζούσε, όπου είχα βήμα, στις ραδιοφωνικές εκπομπές μου κυρίως, μιλούσα συνέχεια για τον Άκη. Από τότε που έφυγε 25 χρόνια τώρα, δεν μιλάω γι΄αυτόν ιδιαίτερα, δημόσια εννοώ.
Με έχουν καλέσει σε διάφορα αφιερώματα αλλά δεν ήθελα να μιλήσω. Έλεγα «παρουσιάστε το έργο του, τα τραγούδια του, τις συνεντεύξεις του και αν νιώσετε ότι το έχετε εξαντλήσει και υπάρχουν σημεία, απορίες κλπ, τότε να πούμε κι άλλες ιστορίες. Ο Άκης είναι το θέμα».
Μέσα στο χάος των social media μπορείς να πέσεις στην παγίδα να μπεις σε άκυρες συζητήσεις. Ο Άκης πρέπει να καταλάβει κάποιος ότι ήταν εκτός πλαισίων. Ο κόσμος μιλάει με συμβατικούς όρους, π.χ. αριστεράς – δεξιάς…ισμοί…ιμπεριαλισμοί… ο ΄Άκης ήταν τελείως αλλού. Οι κουβέντες του ήταν πολλές φορές προβοκατόρικες για να αναδείξει την υποκρισία.
Εννοείς ότι μια έλεγε ότι ήταν βασιλικός την άλλη έγραφε ότι ήταν αναρχικός;
Ναι. Το ότι τον παρουσιάζουν ως βασιλόφρονα ας πούμε κάποιοι, δείχνει ότι δεν κατάλαβαν τίποτα από όσα ήταν. Ο Άκης μεγάλωσε στο παλάτι, γιατί ο πατέρας του ήταν γραμματέας εκεί. Έπαιζε και μπάσκετ με τον Κωνσταντίνο. Όμως, έλεγε σ’ μένα, «Σπύρε ο βασιλιάς μου είναι ο Όμηρος, ο Τσιφόρος, ο Σουρής, ο Μάρκος»…. Μπορεί, έλεγε να διώξαμε τους κηφήνες που τους ταΐζαμε και ταΐζουμε άλλους τώρα πολύ περισσότερους.
Κάποιοι φίλοι του ήταν αριστεροί, ο Ρασούλης π.χ. ήταν Τροτσκιστής. Τον αγαπούσε πολύ και του άρεσε να τον πειράζει. Δεν είχαν κάνει τραγούδια μαζί αλλά είχαν κι οι δύο κάποιες κοινές αξίες. Είναι ψέμα ότι δεν παραδεχόταν κανέναν. Κάποιους δεν τους πήγαινε αλλά είχε επιχειρήματα.
Είτε συμφωνούσες είτε διαφωνούσες, κατάφερνε με επιχειρήματα να σε φέρει στα όρια σου και να αμφισβητήσεις ίσως αυτό που πιστεύεις.
Δεν τον ενδιέφερε να αρέσει, δεν έκανε πολιτική. Δεν αυτολογοκρινόταν, ότι ήθελε το έλεγε. Κι αυτό υπάρχει και στα τραγούδια του.
Ποια ιστορία δεν θα ξεχάσεις και αξίζει να καταγραφεί;
Πολλές. Δεν ξέρω όμως ποιους θα ενδιαφέρουν…Εγώ ήμουν συνέχεια στις παραστάσεις του. Κάποια στιγμή έπαιζε στη Θεσσαλονίκη. Δεν θυμάμαι το όνομα του μαγαζιού ήταν μεγάλο… αμφιθεατρικό. Λέω ξαφνικά ένα Σάββατο πρωί στη γυναίκα μου και σ’ έναν ανιψιό μου, πάμε στη Σαλονίκη; Μέναμε στη Νέα Σμύρνη. Λένε ναι.
Πάμε στο μαγαζί. Εκείνη την περίοδο ο Άκης ξεκινούσε με ορχηστρικό το «Είδα τα μάτια σου κλεμμένα». Ξεκινάνε, πανδαισία! Ένα υπέροχο πράγμα. Τελειώνει. Πέφτει σιωπή για περίπου 5-10 δευτερόλεπτα και μετά ακούω το μεγαλύτερο χειροκρότημα που έχω ακούσει σε συναυλία. Μπορεί να ήταν 4-5 λεπτά χειροκρότημα δυνατό σαν έκρηξη. Έχει σηκωθεί όρθιος ο κόσμος, έχω πάθει πλάκα κι εγώ και όλοι.
Πώς ήταν στη δουλειά και στα καμαρίνια;
Ξεκίναγε 10 το πρόγραμμα. Ο Άκης έλεγε στο συγκρότημα, 10 ακριβώς πέφτει η πρώτη πενιά. Του έλεγε ο μαγαζάτορας: Άκη μου μήπως να περιμένουμε να δούμε τι ώρα θα έρθει ο κόσμος; Απαντούσε ο Άκης: εμείς γράφουμε στην αφίσα έναρξη 10! Ένας να είναι κάτω, αν δεν παίξω εγώ 10 η ώρα, είναι σαν να του λέω είσαι βλάκας που ήρθες στην ώρα σου. Αν παίξω σημαίνει ότι τον τιμάω κι αυτόν κι εμάς.
Σχετικά με τα πρώτα τραπέζια. Τα πρώτα τραπέζια συχνά τα έκλειναν διάσημοι, υπουργοί και άλλοι. Είχε δώσει σήμα ο Άκης, αν δεν είναι στην ώρα τους τα τραπέζια δίνονται στον απλό κόσμο.
Και δεν παρεξηγούνταν;
Είχαν γίνει κάτι ντράβαλα και με τον Τσοβόλα και άλλους. Αλλά ήταν ανένδοτος. Δεν πάει να ήταν κι ο Βαρδινογιάννης. Έπαιζε 7 μέρες τη βδομάδα.
Δεν ήταν ιδιαίτερα κοινωνικός και δεν του άρεσε να βγαίνει από ότι έχει ειπωθεί. Σωστά;
Έβγαινε σπάνια από το σπίτι. Πάω ένα απόγευμα καλοκαιράκι και του λέω ντύσου θα βγούμε έξω. Ντύνεται και τον κατεβάζω στον Κορυδαλλό. Είχα δει στα ψιλά στην Ελευθεροτυπία ότι έπαιζε κάπου ο Στέλιος ο Βαμβακάρης. Η σχέση του Άκη με την οικογένεια Βαμβακάρη είναι γνωστή. Είχε λατρεία στον Μάρκο και ο Μάρκος τον είχε ξεχωρίσει λέγοντας «Αυτός ναι , γράφει λαϊκά τραγούδια».
Πάμε λοιπόν σε έναν θερινό εκεί έπαιζε ο Στέλιος. Είχε ξεκινήσει, βρίσκουμε δυο θέσεις και καθόμαστε. Μου σφίγγει το χέρι ο Άκης γιατί κατάλαβε. Ήταν πολύ δυνατό γιατί έβλεπες τον Άκη να μου λέει, μαγκιά, καλά έκανες και με έβγαλες.
Γιατί το λέω; Τον χρόνο του και το πως θα τον διαθέσει ήταν αυστηρός.
Ήταν αυστηρός και σαν χαρακτήρας όμως. Τον βλέπατε πχ συχνά να συγκινείται ;
Όσο είχα δει τον Άκη Πάνου να κλαίει δεν είχα δει κανέναν.
Γιατί έκλαιγε;
Γενικά δυσκολευόταν. Ήταν πικραμένος άνθρωπος. Θεωρούσε τον εαυτό του ριγμένο, δεν γούσταρε τη δισκογραφία. Δεν μπορούσε να διανοηθεί ότι το cd κοστίζει τόσο κι αυτός να παίρνει ψίχουλα 2-3 %. Με τις εταιρείες δεν μπορούσε να τα βρει. Ήταν και αυστηρός με τον εαυτό του.
Ήταν μια εποχή που είχε περίπου 600 τραγούδια στο συρτάρι. Δεν τα έδινε. Θα μπορούσε να βγάλει πολλά λεφτά αν τα έδινε, αλλά θεωρούσε ότι τον έριχναν και δεν τα έδινε.
Μια μέρα έκλαψε, όταν μου διηγήθηκε πως όταν άκουσε η μητέρα του τα τραγούδια από το «Παρόν» του είπε: Γιατί τέτοια πίκρα γιε μου; Έκλαιγε και για τα παιδιά του.
Με ποιες αφορμές;
Αυτός δεν μπορούσε να υποχωρήσει από τις αρχές του κι αυτό δημιουργούσε θέματα. Αυτός ο άνθρωπος δεν μπορούσε να είναι ο κλασικός πατέρας, που θα πάρει και θα φέρει τα παιδιά του π.χ. από το σχολείο, που θα είναι συνέχεια δίπλα τους, όχι.
Δεν είναι και θέμα χαρακτήρα αυτό; Με την έννοια υπάρχουν σπουδαίοι καλλιτέχνες που ήταν και γονείς παρόντες. Ο Πάνου συγκαταλέγεται μάλλον στους πιο εγωκεντρικούς. Όχι;
Ήταν με έναν τρόπο, αλλά κατά τη γνώμη μου δεν ήταν για οικογένεια αρχής εξαρχής.
Η σχέση του με τα υλικά αγαθά;
Δεν είχε καμία αίσθηση του χρήματος. Πηγαίναμε στα Δειλινά στον Θωμά Μιχαϊλίδη τον μαγαζάτορα. Τότε έπαιζαν εκεί Μαρίνος, Γαλάνη, Λιδάκης, Αρβανιτάκη, Μητροπάνος… τέτοιο σχήμα. Είχε ένα τσαντάκι πάντα πάνω του -κάποιοι βλάκες είπαν αργότερα ότι κουβαλούσε όπλο, τέτοιες ψευτιές γράφτηκαν. Τι είχε εκεί στο τσαντάκι του πάντα; Διαβατήριο, ταυτότητα, τον παλιό του αναπτήρα, δύο πακέτα Rothmans και τα λεφτά του. Από ψιλά μέχρι 20.000 ας πούμε.
Φτάνουμε στην είσοδο λοιπόν του μαγαζιού, ο μετρ τον καλωσορίζει. Αν δεν του κράταγα εγώ το χέρι θα έδινε 4.000 στον πορτιέρη. Μπορεί να είχε προβλήματα οικονομικά σοβαρά και να έβγαινε έξω και να μοίραζε τα λεφτά, όσα είχε.
Δεν είχε προσωπικά έξοδα εντωμεταξύ. Τα λεφτά του πήγαιναν στην Ξάνθη που ζούσε η Άννα με τα παιδιά. Έδινε και στην κ. Δήμητρα που είχε τις αιμοκαθάρσεις της.
Πώς έγραφε;
Δεν είχε ωράριο. Του ερχόταν, έγραφε. Ένα απόγευμα μες το καλοκαίρι πάω να τον δω με ένα παγωμένο καρπούζι. Μου ανοίγει η κ. Δήμητρα. Έφτιαχνε ένα ακροκέραμο στο υπόγειο ο Άκης. Και ξαφνικά μου λέει, πετάξου φέρε μου ένα στυλό, κι έκατσε κι έγραψε ένα στιχάκι που του ήρθε.
Όταν έγραφε κάτι μετά το πέρναγε στη γραφομηχανή. Έλεγε ότι όταν ολοκλήρωνε τον στίχο είχε τελειώσει το τραγούδι. Όταν τον πίεζα να δισκογραφήσει μου έβγαζε έναν πάκο με χαρτιά κι έλεγε τράβα ένα. Ωραία του λέω και η μουσική; Εδώ είναι μου λέει, μες τον στίχο είναι η μουσική.
Θεωρούσε ότι το βασικό ήταν ο λόγος κι ότι ο στίχος έκρυβε μέσα τη μουσική του. Γι’αυτόν ήταν απλό να προχωρήσει μετά στη μουσική. Παρά το γεγονός ότι ήταν κι οι μουσικές του πολλοί εμπνευσμένες.
Έλεγε ότι κάνει το λαϊκό χρονογράφημα της εποχής του. Για μένα το «Παρόν» είναι η επιτομή αυτού. Υπάρχει εκεί ένα τραγούδι που ένας δημοσιογράφος το παρουσίασε ως το πιο ερωτικό τραγούδι.
Ποιο ήταν;
Το «Ζωή μου»
Τι να πω και να μην είναι λίγο
Πώς να πω
το πόσο σ’ αγαπώ
Σ’ αγαπώ
Μα τρέμω και σε πνίγω
Και σε τραβώ
Σε κόσμο γκριζωπό
Όσο ζω, τον ήλιο και τον τρύγο
τις χαρές του κόσμου αντηχώ
Μα όταν δω πως πρέπει πια να φύγω
το τραγούδι γίνεται ρηχό….
Ε, αυτό το είχε γράψει για τον πατέρα του. Ήταν στο νοσοκομείο τότε ο πατέρας του και ο Άκης του έλεγε να μην τα παρατήσει.
Η σχέση με τους γονείς του ποια ήταν;
Μια από τις πληγές της ζωής του, ήταν το ότι τον αδερφό του τον πάτησε το τραμ μετά την κατοχή. Έγραψε γι’αυτόν το «Φέρτε το παιδί του χάρου» το έχει πει ο Διονυσίου.
Ο πατέρας του ήταν ο Ευάγγελος Πάνου η μάνα του η κ. Ελευθερία, από την οποία έμαθε τα ρεμπέτικα γιατί ήταν Πειραιώτισα. Μιλούσε και στους δύο στον πληθυντικό. Από τότε που σκοτώθηκε ο αδερφός του ήθελε να φύγει από το σπίτι. Από τις αδερφές του γνώρισα τη Μίνα.
Έφυγε μικρός από το πατρικό και τι έκανε μετά;
Έκανε πολλές δουλειές για να επιβιώσει όπως τις υδρομετρήσεις στην Κρήτη. Σε τυπογραφείο είχε δουλέψει, σε πατάρια ως μουσικός, αλλά διέπρεψε ως οργανοποιός.
Ποιους καλλιτέχνες θαύμαζε;
Μάρκο Βαμβακάρη, Μητσάκη, που έλεγε πως είχε ευγένεια στον στίχο, τον Ζαμπέτα που είχε και ιδιαίτερη φιλία. Τον Τσιτσάνη τον θεωρούσε την πιο γλυκιά πενιά. Δεν εκτιμούσε όμως πολύ τη στάση του στο τραγούδι και του είχε γράψει ένα αφιερωμένο «Το παράκανες Βασίλη στο κυνήγι της δραχμής».
Ήταν και διευθυντής στην Κολούμπια τότε ο Τσιτσάνης. Βέβαια τον μπαγλαμά του τον έστειλε στην κηδεία του.
Αναγνώριζε αυτόν που είχε αξία. Πχ, για τον Παπάζογλου έλεγε, από την πρώτη νότα τον αναγνωρίζεις έχει δικό του ήχο, δικό του μοναδικό ύφος. Μπορεί να του την έσπαγε λίγο το μπαγλαμαδάκι στ αυτί του Παπάζογλου, αλλά τον παραδεχόταν. Μου έλεγε άκου τι κάνουν οι άλλοι για να μην κάνεις το ίδιο.
Τον Χατζιδάκι και τον Θεοδωράκη;
Με τον Χατζηδάκι συνεργάστηκαν. Πήγαν στο σπίτι του με τον Μανίκα, για να συζητήσουν την έκδοση από το «Σείριο» της ζωντανής ηχογράφησης από το «Επειγόντως» και του είπε ο Χατζιδάκις: Κύριε Πάνου εγώ δεν μπορώ να σας δώσω τα χρήματα που αξίζετε και ο Άκης του είπε δεν πειράζει και την έκαναν τη δουλειά. Τον Θεοδωράκη δεν τον γούσταρε. Έλεγε ότι είχε την αβάντα μιας ολόκληρης παράταξης και ήταν αθέμιτος ανταγωνισμός.
Γούσταρε αρκετά τραγούδια του, αλλά πίστευε ότι αυτοί οι δύο κι ο Ξαρχάκος άθελα τους χαντάκωσαν άλλους, γιατί η δισκογραφία έπεσε πάνω τους και τους έδινε περισσότερες ώρες στούντιο και προβολή, ενώ έγιναν φίρμες με τα λαϊκά τραγούδια και μετά έκαναν τα άλλα.
Πώς αυτοαποκαλούταν ;
Τροβαδούρος.
Από τραγουδιστές;
Ο Καζαντζίδης. Μου έλεγε ότι όταν γράφει σκέφτεται μόνο τη φωνή του. Είχε σημασία να είναι και ερμηνευτής. Ήταν οι φωνές που γούσταρε και οι φωνές που παραδεχότανε. Η Μπέλλου (την λάτρευε), η Πόλυ Πάνου, η Μοσχολιού. Από την άλλη τη Μαρινέλλα την παραδεχόταν, τη σεβόταν πάρα πολύ, ενώ δεν ήταν του γούστου του.
Με τον Καζαντζίδη έχει συμβεί το φοβερό. Προβάρανε τα έξι τραγούδια, κάνανε ατέλειωτα βραδινά πάνω κάτω με τη μερσεντές του Στέλιου ακούγοντας τα. Χάνονται και μετά από αρκετό καιρό έρχεται ο Καζαντζίδη και του λέει, πάμε να τα γράψουμε όπως μου τα έπαιξες στην αρχή. Γι’ αυτό έλεγε πως ήταν ο καλύτερος μαθητής.
Του άρεσε η Γαλάνη, η Αλεξίου… Αλλά αυτή όμως που τον συγκλόνιζε ήταν η Βιτάλη. Άκουγε και ξανά άκουγε το «Έλα λίγο» του Σπανουδάκη.
Δεν έκαναν δίσκο ποτέ
Ήταν να συνεργαστούν. Όμως επειδή η εταιρεία δεν έδινε στον Άκη τα χρήματα που έπρεπε η Βιτάλη αρνήθηκε να κάνουν τον δίσκο, δεν ήθελε να τον ρίξουν.
Εκτιμούσε πολύ ο Άκης επίσης τον Γιάννη Σπανό. Κάποια στιγμή λοιπόν μου δίνει 24 στιχουργήματα και τα κατοχυρώνω στην Εθνική Βιβλιοθήκη, γιατί ήθελε να τα κάνει για την Χριστιάνα με τη μουσική του Σπανού. Το είχαν κανονίσει.
Γιατί δεν έγινε;
Όλο κάτι γινόταν, όλο κάποιοι έμπλεκαν μια οι εταιρείες … δεν γινόταν.
Με ποιον άλλον ήθελε να συνεργαστεί και δεν έγινε;
Με τον Βασίλη Παϊτέρη. Του άρεσε η φωνή του κι έπαιζε κιθάρες και τα έλεγε. Άλλη μια δουλειά που σκάλωσε ήταν με τον Βοσκόπουλο. Μαζί με τον γιατρό του τον μακαρίτη τον Λευτέρη Δούκα τους έχουμε κάνει ψηστήρι να συνεργαστούν.
Ο Άκης είχε μια ζοχάδα γενικά με τους τραγουδιστές, γιατί θεωρούσε ότι δεν ξηγιόντουσαν καλά. Εγώ του έλεγα ότι έτσι είναι το σύστημα, να παίρνουν τη μερίδα του λέοντος. Ο Άκης ήταν αυστηρός όμως με τις εταιρείες, ήξερε την εμπορική αξία του και τους έβαζε πλαφόν, πληρωμή για 100.000 δίσκους, ώστε να τους αναγκάσει να «τρέξουν» το δίσκο.
Επίσης τρελαινόταν και δεν ήθελε για κάποια χρόνια να παίρνουν τραγούδια από ένα LP του και να τα βάζουν σε συλλογές (όπως έγινε με τον «Τρελό» από το «Παρόν», ή το «Θέλω να τα πω» και το «Εφτά νομά σ΄ένα δωμά»), γιατί έτσι χαντάκωναν τα υπόλοιπα τραγούδια και του μείωναν τα ποσοστά.
Επίσης με την Χαρούλα που του άρεσε πολύ, ήθελε να κάνει δίσκο και δεν έγινε. Η Αλεξίου κάποτε έπαιζε με τον Σπάθα και τον Τουρκογιώργη. Κάποιος είπε στον Άκη Πάνου ότι δεν είχε επιτυχία και τσαντίστηκε αυτός, στεναχωρήθηκε. Μου λέει πήγαινε βρες την. Εκείνη μου είπε ότι την συμβουλεύουν να μην μπλέξει με τον Πάνου γιατί θα ταλαιπωρηθεί.
Πού στράβωσε με τον Βοσκόπουλο;
Πήγαμε ένα βράδυ να τον δούμε (υπάρχει στο you tube το ντοκουμέντο), τα είπαν μια χαρά αλλά στην πορεία θεώρησε ότι τον έριχνε, δεν τον σεβάστηκε.
Εγώ τον πίεζα να βγάζει τραγούδια, αλλά εκείνον δεν τον ευχαριστούσε η ιδέα να μπλέκεται με τη δισκογραφία.
Στη μουσική του ήταν απρόβλεπτος και δεν επαναλαμβανόταν. Ούτε καν μες το ίδιο το τραγούδι. Πώς το έβλεπαν αυτό οι ομότεχνοι του;
Ο Καλδάρας του έλεγε: «Σε έπιασαν κορόιδο Άκη, τους έδωσες πάλι 3 τραγούδια σε ένα». Του το είπε για το «Είδα τα μάτια σου κλαμμένα». Είναι δύσκολα τα τραγούδια του. Στο στούντιο ο τελευταίος δίσκος που έγραψε ήταν το «Καζίνο». Ενώ τον είχε ολοκληρώσει μου έλεγε πάμε στούντιο. Και πήγαινε κι έριχνε τρία κεντηματάκια από δω με το μπουζούκι, τρία από κει με την κιθάρα… Του έλεγα άσε είναι μια χαρά, αλλά αυτός ήξερε.
Από τους λαϊκούς της γενιάς του πρέπει να ήταν και ο πιο αφαιρετικός όμως
Ναι ήταν. Για το τραγούδι «Η ζωή μου όλη» π.χ. είχε 34 στιχάκια, αλλά τα έκοψε για να βγει περιεκτικό. Είχε έναν στίχο που έλεγε «Η ζωή μου όλη είναι ένα καπέλο/ που μου το φορέσαν δίχως να το θέλω».
Του άρεσε το πάλκο;
Του άρεσε όταν γινόταν όπως ήθελε. Ευτυχώς που ο Ρασούλης τον έπεισε το 1989 και κατέβηκε να παίξει στο «Επειγόντως» και ξαναβγήκε στη σκηνή και είδε ο κόσμος, είδαν μια άλλη λογική, με τα όργανα μπροστά και τους τραγουδιστές πίσω.
Τον έλεγαν παράξενο που δεν άφηνε μπροστά του τον χορό. Ο Άκης δεν είχε πρόβλημα να χορέψεις. Αλλά σου λέει δεν γίνεται ανάμεσα σε μένα και το κοινό να παρεμβάλλονται άλλοι, να βλέπεις ξαφνικά έναν πισινό… Πες του τώρα ότι είχε άδικο.
Ήταν εξομολογητικός ή είχε μυστικά;
Ήταν κυνικά ειλικρινής, οπότε δεν σου έδινε την εντύπωση ότι είχε μυστικά. Ώρες ώρες σε σόκαρε και σε έφερνε στα όρια σου γιατί ήταν εκτός πλαισίου. Όταν αντιλαμβανόσουν ότι είχε έναν τρόπο σκέψης με επιχειρήματα, το σεβόσουν.
Ήσουν φίλος του έως το τέλος. Γιατί έχουν δημιουργηθεί τόσοι μύθοι γύρω από αυτό το έγκλημα;
Έγινε σαπουνόπερα στην τηλεόραση αυτή η ιστορία. Ο Άκης μέσα στη φυλακή έγραψε έναν στίχο: «Ο Ταψής (Καψής) κι ο Βαγγελάτος (Ευαγγελάτος) καταλύσανε το κράτος». Έγινε σαπουνόπερα γιατί πουλούσε η είδηση.
Τι σου είχε πει για την ιστορία; Ποια ήταν η αλήθεια του;
Ήμουν ο πρώτος που τον επισκέφθηκε στην φυλακή, μαζί με την φίλη μου τραγουδίστρια Κική Λουκά, φίλη και συνεργάτη του. Πάμε στις φυλακές στην Κομοτηνή. Αφού αγκαλιαστήκαμε του λέω: Με έχει στεναχωρήσει πολύ το πως πιάστηκες τέτοιο κορόιδο κι έκανες τέτοιο πράγμα. Πώς γίνεται να βλέπεις 100 χρόνια μπροστά και έκανες αυτό το πράγμα;
Λοιπόν, εγώ πιστεύω αυτό που μου είπε ο Άκης Πάνου, ότι λένε οι άλλοι δεν με ενδιαφέρει καθόλου. Ο Άκης ανέβηκε στην Ξάνθη να ρυθμίσει οικογενειακά θέματα με τη σύζυγό του. Είχε κάνει μια εγχείρηση κι ήταν έτοιμος να κάνει συναυλίες, με τον Στέλιο Ελληνιάδη, είχε πειστεί από τη Βάσω Παπανδρέου την υπουργό να κάνει συναυλίες σε στρατώνες.
Δεν πήγε εκεί που μένανε αλλά σε ένα σπίτι που είχε φτιάξει για να αφήσει μετά στα παιδιά του. Ενώ λοιπόν είχε δηλώσει πως δεν ήθελε να έχει καμία σχέση με την Ελευθερία, γιατί είχε βγει στην τηλεόραση κι έλεγε ότι δεν θέλει να λέγεται Πάνου, ξυπνάει και βλέπει μπροστά του την Ελευθερία και το μακαρίτη το Γιαλαμά.
Δεν το είχε πάει αυτός εκεί το όπλο και δεν οπλοφορούσε ΠΟΤΕ, όπως έλεγαν. Δεν είχε τσέπες καν σε κανένα παντελόνι του.
Πυροβολούσε στον αέρα να τον τρομάξει να φύγει κι έγινε το κακό. Ο Άκης λοιπόν υπήρξε φονιάς, κάθε άνθρωπος υπό συνθήκες μπορεί να το κάνει. Δεν ήταν δολοφόνος όμως. Δεν γίνεται να προσπαθείς να ακυρώσεις αυτόν τον άνθρωπο.
Εννοείς ότι προσπάθησαν να τον ακυρώσουν και καλλιτεχνικά;
Αυτός ο πρόεδρος του δικαστηρίου ένας Μπατζαλέξης… που έχω μάθει φοβερά πράγματα γι’ αυτόν.. ήταν περίπτωση. Εγώ κάλυπτα μεν τη δίκη για το Flash το ραδιόφωνο, αλλά πήγα εκεί ως φίλος του Άκη μαζί με άλλους.
Στην εξέλιξη της δίκης είχες την αίσθηση ότι ο πρόεδρος ήταν αναφανδόν υπέρ του Άκη. Κάποιοι ντόπιοι δικηγόροι μου έλεγαν… μην τσιμπάς. Βλέπω λοιπόν τον πρόεδρο στο ασανσέρ του ξενοδοχείου και λέει «έχουμε την απολογία σήμερα τι πιστεύετε»; Και του λέω «ίσως για πρώτη φορά στη ζωή σας, θα δείτε έναν κατηγορούμενο που ό,τι πει θα είναι αυτό».
Και τελικά δεν του αναγνώρισαν κανένα ελαφρυντικό. Ούτε πρότερου έντιμου βίου, ούτε καλλιτεχνικής προσφοράς. Τον πείραξε πολύ. Ισόβια.
Στην φυλακή τον επισκέφτηκες;
Ναι αρκετές φορές, ειδικά όταν ήρθε στον Κορυδαλλό, μιλάγαμε πολύ συχνά και στο τηλέφωνο. Μας έπαιρνε και μιλάγαμε για πολλή ώρα, πότε με εμένα, πότε με τη σύζυγό μου. Δεν ήταν καλά. Διάβαζε πολύ στη φυλακή.
Τι διάβαζε στη φυλακή;
Διάφορα, ήταν βιβλιοφάγος ο Άκης, στη φυλακή διάβασε το Κεφάλαιο του Μαρξ…. Ήταν του δημοτικού αλλά είχε χτίσει τον εαυτό του με πολύ διάβασμα.
Σε μια παραγωγή με τις Μεγάλες Επιτυχίες του Πάνου είχαμε γράψει από ένα σημείωμα εγώ κι ο Γιώργος Πανουσόπουλος.
Έγραφα ότι πίστευε στην παράδοση, με την έννοια όχι μόνο του τι βρήκαμε, αλλά και τι θα παραδώσουμε, στο να υπάρχει συνέχεια, αλλά δεν έμπαινε σε νόρμες. Τρελαινόταν με το παπαδαριό και το Βυζάντιο ας πούμε.
Είχε κάποια τραγούδια που αγαπούσε πιο πολύ;
Ο Καζαντζίδης έλεγε ότι το καλύτερο τραγούδι που είχε πει ήταν το «Η ζωή μου όλη». Όταν ρωτούσες τον Άκη ποιο είναι το τραγούδι σου που αγαπάς περισσότερο απαντούσε: ξέρω ’γώ;
Είχε κάνει ένα δισκάκι που του άρεσε. Μάλιστα ο Ρασούλης έλεγε ότι πρέπει να το δίνουμε σε κάθε τουρίστα που μπαίνει στη χώρα. Το έβγαλε σε 1000 αντίτυπα και το μοίρασε σε φίλους. Είχε στη μια μεριά το «Πες μου παππού» και στην άλλη τον «Αλ Καπόνε». Λοιπόν εκεί τα έκανε όλα εκτός από το βινύλιο. Έχει φτιάξει όλα τα όργανα και τα έχει παίξει όλα, έχει τραγουδήσει, έχει κάνει δεύτερες, έχει ηχογραφήσει, έχει κάνει ρεμίξ και έχει κάνει και το εξώφυλλο. Του έλεγα αυτό είναι για το Γκίνες.
Ο Άκης ήθελε να ξαναγράψει όλη τη δισκογραφία του για να φρεσκάρει τον ήχο του. Στο «Καζίνο» έχει επανεκτελέσεις, συν το ομώνυμο τραγούδι που περιέγραφε το πάθος του με τον τζόγο. Δούλευε πολύ στο στούντιο δεν ήταν της ξεπέτας.
Σαν φίλος πως ήταν;
Ο καλύτερος του κόσμου. Δεν θα σε πούλαγε ποτέ. Αισθάνομαι ευγνωμοσύνη. Είχε λίγους φίλους. Τον Πανουσόπουλου, το Νάτση από τη Λάρισα, το Σάββα που είχε το εστιατόριο «Ο γιατρός της πείνας» στη Θεσσαλονίκη, το Νίκο Τσαγκρή τον δημοσιογράφο, τον Θοδωρή Μανίκα, τον γιατρό του Λευτέρη Δούκα…
Φωτεινή Λαμπρίδη