Το κλίμα έκτακτης ανάγκης που έχει εδραιωθεί κοινωνικά ελεώ κορονοϊου έχει φέρει μαζί του και μια ιδιότυπη πολιτική ανακωχή γύρω από μια σειρά ζητημάτων που στις «κανονικές μέρες» αποτελούν μόνιμη θεματολογία όσον αφορά τους διαξιφισμούς των διαφορετικών τάσεων που εμπλέκονται στην ενεργή πολιτική.
Για παράδειγμα, σε άλλες συνθήκες -και αν αυτός ο ιός δεν ήταν τόσο δυνατός που καταλήγει να γίνει η αφορμή για να παραλύσουν τα πάντα- σήμερα η κυβέρνηση θα έπρεπε να βρίσκεται προ των ευθυνών της για το γεγονός ότι έχει καθυστερήσει τραγικά να δρομολογήσει τις 5000 προσλήψεις στα δημόσια νοσοκομεία, που είχαν προγραμματιστεί να γίνουν από το 2019.
Αν αυτές οι προσλήψεις ήταν σήμερα πραγματικότητα, όπως θα όφειλε να ισχύει, τότε οι 2000 έκτακτες προσλήψεις που εξήγγειλε ο Βασίλης Κικίλιας θα ήταν μια ακόμα μεγαλύτερη ανάσα σε ένα σύστημα υγείας που έτσι κι αλλιώς θα βγάλει ασθμαίνοντας την περίοδο της έξαρσης του κορονοϊού, κυρίως χάρη στις προσπάθειες των γιατρών και των νοσηλευτών που κυριολεκτικά βρίσκονται στα όριά τους.
Γενικά, παρά την προαναφερθείσα πολιτική ανακωχή, υπάρχει ένα συμπέρασμα που προκύπτει αβίαστα και είναι αδύνατο να μην αναφερθεί: η διαρκής υποτίμηση του δημόσιου συστήματος υγείας, γυρίζει μπούμερανγκ. Και μάλιστα στα μούτρα όλων, όχι μόνο εκείνων που το απαξίωσαν. Γιατί πίσω απ’ το δημόσιο σύστημα υγείας δεν υπάρχουν μόνο νούμερα και αριθμοί λογιστηρίου! Υπάρχουν άνθρωποι και ζωές που κινδυνεύουν να χαθούν…
Δεν πρέπει να ξεχνάει κανείς ότι τα προηγούμενα χρόνια η Νέα Δημοκρατία έλεγε πως μπορεί να μην γίνουν απολύσεις στο δημόσιο αλλά ταυτόχρονα, για κάθε πέντε αποχωρήσεις από αυτό (λόγω συντάξεων), θα προσλαμβάνεται ένας δημόσιος υπάλληλος. Η επιχείρηση μείωσης του δημοσίου συνεπικουρούταν και από διάφορους δημοσιολόγους υποστηρικτές της ΝΔ, οι οποίοι κραύγαζαν για το «τέρας του δημοσίου», που επιτέλους πρέπει να μειωθεί. Χωρίς διακρίσεις, όλοι, καλοί και κακοί έμπαιναν στο ίδιο τσουβάλι της απαξίωσης…
Δεν έχει συμπληρωθεί καν ένας χρόνος από την ανάληψη των καθηκόντων μιας κυβέρνησης που βρίσκεται σε ανοιχτό ιδεολογικό πόλεμο με την ίδια την έννοια του δημοσίου και η ζωή τα φέρνει έτσι που η διαχείριση μιας ολόκληρης πανδημίας δεν μπορεί να γίνει χωρίς την αξιοποίηση του υπάρχοντος δημοσίου αλλά και την ταυτόχρονη ενίσχυσή του – αυτό που η ίδια κυβέρνηση κάποτε θα όριζε ως αδικαιολόγητη υπερφόρτωσή του.
Ούτε λόγος για τα ιδιωτικά νοσοκομεία σε αυτή τη φάση – καλές άλλωστε οι κουταμάρες, αρκεί να μην καίγεται ο κόσμος. Το να αντιμετωπίζεις την υγεία ως εμπόρευμα και όχι ως δημόσιο αγαθό είναι μια ωραία υπόθεση αρκεί όλα να κυλούν ξέγνοιαστα.
Στην πρώτη γραμμή της αντιμετώπισης μιας μεγάλης κρίσης ωστόσο στοιβάζονται άνθρωποι λοιδορούμενοι από τους θιασώτες της ιδιωτικής πρωτοβουλίας. Εν τέλει η απάντηση είναι σχετικά αυτονόητη: αυτοί οι συκοφαντημένοι θα βγάλουν το φίδι από την τρύπα.
Ποιος ξέρει; Ίσως μέσα από αυτή την πρωτόγνωρη συνθήκη να ηττηθούν για τα καλά και ορισμένα ιδεολογήματα που υπάρχουν για να εξυπηρετούν τους λίγους και να απαξιώνουν τους πολλούς. Ίσως αυτή η παρένθεση στην καθημερινότητά μας, να μας οδηγήσει σε χρήσιμα συμπεράσματα. Όπως για παράδειγμα, ότι το να παγώνουν προσλήψεις στα δημόσια νοσοκομεία για να ενισχύεται η πολιτική της καταστολής είναι ένα τζούφιο αλλά ακριβό επικοινωνιακό τέχνασμα, που ενδέχεται να πληρωθεί με τόκο. Ή όπως ότι το να λέμε ελαφρά τη καρδία πως οι εργαζόμενοι του δημοσίου είναι «βολεψάκηδες» (τσουβαλιάζοντας τους πάντες και όχι μόνο τους αργόμισθους) και άλλα τέτοια αποτελεί έναν κανιβαλισμό χωρίς καμία προοπτική.
Ευτυχώς, που σήμερα υπάρχουν αυτοί οι βολεψάκηδες. Αν δεν υπήρχαν, (με μέσο μισθό 1200 ευρώ και χωρίς να κοιτούν ωράρια και ρεπό) η κατάσταση θα ήταν μη αναστρέψιμη. Αλήθεια θα τους ζητήσει κανείς συγγνώμη;