Μια υπόθεση που απασχόλησε όσο καμία άλλη τόσο τη δημόσια συζήτηση στο εσωτερικό, όσο όμως και τα διεθνή ΜΜΕ, τα οποία επιφύλαξαν πολύ αιχμηρές κριτικές σε βάρος της κυβέρνησης για την ποιότητα του κράτους δικαίου στη χώρα μας, έκλεισε όπως ακριβώς το επιθυμούσε η κυβέρνηση.
Χωρίς να διαπιστωθεί από τη Δικαιοσύνη καμία ευθύνη για κανένα πολιτικό πρόσωπο.
Άλλο ένα αποδεδειγμένο σκάνδαλο διαφθοράς της κυβέρνησης της ΝΔ, με την έννοια ότι οι παρακολουθήσεις έχουν επιβεβαιωθεί, κλείνει κατά τρόπο που αθωώνει τα πολιτικά πρόσωπα που εμπλέκονταν σε αυτήν.
Όπως, άλλωστε, έκλεισε, χωρίς να βρεθούν ευθύνες πολιτικών προσώπων και το σκάνδαλο Novartis, στο οποίο είχε και πάλι επιβεβαιωθεί ο χρηματισμός «government officials» στην Ελλάδα, κυβερνητικών αξιωματούχων, δηλαδή, σύμφωνα με την Αμερικανική κυβέρνηση.
Οι εκ συστήματος παρακολουθήσεις λοιπόν υπουργών της κυβέρνησης και πολιτικών προσώπων της αντιπολίτευσης, αλλά και δικαστικών και επιχειρηματιών και στρατιωτικών και δημοσιογράφων ήταν όλες, σύμφωνα με το πόρισμα της Δικαιοσύνης, απολύτως νόμιμες, δικαιολογημένες και θεμιτές.
Ένα σκάνδαλο, όμως, που απασχολεί έντονα τον δημόσιο διάλογο ως υπόθεση παραβίασης του κράτους δικαίου και άρα ως υπόθεση αποδυνάμωσης της Δημοκρατίας στη χώρα μας, καθώς αναφέρεται στην καταπάτηση θεμελιωδών ατομικών ελευθεριών και δικαιωμάτων, δεν κλείνει ως προς το πολιτικό του σκέλος, αν δεν δοθούν πειστικές απαντήσεις σε όλα τα ερωτήματα.
Το πρώτο ερώτημα που παραμένει αναπάντητο αφορά στους ανεξακρίβωτους, ακόμη, λόγους για τους οποίους παρακολουθούνταν όλα αυτά τα δημόσια πρόσωπα.
Με δεδομένο ότι η ΕΥΠ δεν είναι εταιρεία ιδιωτικών αστυνομικών που εκτελεί παραγγελίες του εκάστοτε πελάτη της, αλλά η Εθνική Υπηρεσία Πληροφοριών της χώρας, οι παρακολουθήσεις που διεξάγει δεν αρκεί να είναι τυπικά νομιμοποιημένες. Πρέπει να είναι και απολύτως δικαιολογημένες, σύμφωνα με όσα οι νόμοι ορίζουν.
Δεν μπορεί, για παράδειγμα, ο εκάστοτε πρωθυπουργός ή έστω ο διευθυντής του γραφείου του, να παραγγέλλουν την παρακολούθηση υπουργών ή στελεχών της αντιπολίτευσης ή της Δικαιοσύνης ή του Στρατού για λόγους προσωπικούς, χωρίς να συντρέχουν εθνικοί λόγοι ή λόγοι εμπλοκής των παρακολουθούμενων σε ποινικές υποθέσεις.
Για να παρακολουθείται, δηλαδή, κάποιος πολίτης, πολλώ δε μάλλον κάποιο δημόσιο πρόσωπο, πρέπει να συντρέχουν λόγοι εθνικής ασφάλειας ή να υπάρχουν ενδείξεις εμπλοκής του σε ποινική υπόθεση.
Στην προκειμένη περίπτωση, όμως, που η υπόθεση έκλεισε χωρίς να αναγνωριστεί κανένα αδίκημα κανενός πολιτικού προσώπου, ουδέν έγινε γνωστό σχετικά με τη δικαιολόγηση των αιτίων που οδήγησαν στις παρακολουθήσεις.
Το γεγονός, μάλιστα, ότι οι παρακολουθούμενοι υπουργοί, δικαστικοί και ανώτατοι στρατιωτικοί παραμένουν στις θέσεις τους, που σημαίνει ότι συνεχίζουν να απολαμβάνουν την εμπιστοσύνη της κυβέρνησης και του πρωθυπουργού, αποδεικνύει ότι σε καμία περίπτωση οι υποκλοπές δεν δικαιώθηκαν.
Το ερώτημα που πλανάται, λοιπόν, είναι πως γίνεται και ανάμεσα σε τόσες νόμιμες και δικαιολογημένες υποκλοπές, να μην έχει προκύψει τίποτε μεμπτό για κανέναν από τους παρακολουθούμενους;
Η μόνη λογική εξήγηση είναι ότι οι παρακολουθήσεις γίνονταν για προληπτικούς λόγους, χωρίς, δηλαδή, να υπάρχουν εκ των προτέρων ενδείξεις λόγων εθνικής ασφάλειας ή αιτίες ποινικών αδικημάτων.
Αυτό όμως είναι παράνομο και καταχρηστικό, γιατί προσβάλλει θεμελιώδη συνταγματικά δικαιώματα των παρακολουθούμενων πολιτών.
Το δεύτερο ερώτημα που παραμένει αναπάντητο σχετίζεται με το πρώτο, μια και αφορά στο κατά πόσον οι παρακολουθήσεις ήταν νόμιμες και δικαιολογημένες.
Σύμφωνα με το νόμο οι παρακολουθούμενοι, όταν ολοκληρωθεί η παρακολούθησή τους, έχουν δικαίωμα να γνωρίσουν τις αιτίες για τις οποίες βρέθηκαν υπό παρακολούθηση.
Πως γίνεται, λοιπόν και στην περίπτωση τουλάχιστον του Νίκου Ανδρουλάκη, που υπέβαλε σχετικό αίτημα, δεν του επιτράπηκε να ενημερωθεί για τους λόγους για τους οποίους παρακολουθούνταν;
Το ίδιο, ασφαλώς, ισχύει και για τους άλλους παρακολουθούμενους, ιδίως για τους υπουργούς οι οποίοι, όμως, αν και δημόσια πρόσωπα, ούτε καν ενδιαφέρθηκαν να ενημερωθούν για τους λόγους της παρακολούθησής τους.
Το τρίτο στη σειρά αναπάντητο ερώτημα έχει να κάνει με τη χρήση του Predator, του κακόβουλου και παράνομου λογισμικού, το οποίο χρησιμοποιήθηκε συγχρόνως με τα συμβατικά μέσα σε κάποιες από τις παρακολουθήσεις.
Συγκεκριμένα, κάποιοι εκ των παρακολουθούμενων διαπιστώθηκε ότι παρακολουθούνταν εκτός από τα συμβατικά μέσα που χρησιμοποιεί η ΕΥΠ και μέσω του συγκεκριμένου παράνομου λογισμικού. Παρόλα αυτά, δεν διαπιστώθηκε από τη Δικαιοσύνη καμία παράνομη πράξη για πολιτικά πρόσωπα, γιατί την ευθύνη της παρακολούθησης των συγκεκριμένων προσώπων με το Predator την φέρουν ιδιώτες.
Λες και η ΕΥΠ δεν μπορούσε να συνάψει μυστική συμφωνία με ιδιωτικές εταιρείες που κατείχαν το συγκεκριμένο λογισμικό, προκειμένου να αποκτήσει, μέσω αυτού και χωρίς να παραβιάζει τη νομιμότητα, επιπλέον πληροφορίες…
Το ερώτημα, πάντως, που πλανάται και παραμένει αναπάντητο είναι, πόσο λογικό ακούγεται οι ίδιοι άνθρωποι και μάλιστα και κατά το ίδιο διάστημα, να παρακολουθούνταν για λόγους εθνικούς ή ποινικούς από την ΕΥΠ και συγχρόνως να παρακολουθούνταν και από ιδιώτες, αλλά για εντελώς διαφορετικούς και ανεξάρτητους λόγους;
Το τέταρτο ερώτημα έχει να κάνει με το γεγονός ότι ο σημερινός πρωθυπουργός ήταν ο πρώτος πρωθυπουργός στην πολιτική ιστορία του τόπου που μετέφερε την ευθύνη της ΕΥΠ στη δική του, προσωπική αρμοδιότητα.
Πόσο σύμπτωση είναι, λοιπόν, ότι το σκάνδαλο των υποκλοπών συνέπεσε με την ανάληψη από τον ίδιο της σχετικής ευθύνης;
Ο πρωθυπουργός, άλλωστε, αναγνώρισε την εμπλοκή του ανεψιού του στην υπόθεση των υποκλοπών και γι’ αυτό και τον απομάκρυνε αμέσως από την ευαίσθητη θέση του διευθυντή του γραφείου του. Που σημαίνει ότι πολιτικά, τουλάχιστον, αναγνώρισε κάποια ευθύνη.
Κι ακόμη, ο ίδιος ο πρωθυπουργός, αναφερόμενος στην παρακολούθηση Ανδρουλάκη, τη χαρακτήρισε ως «λάθος».
Πως γίνεται, λοιπόν, ο πρωθυπουργός να αναγνωρίζει πολιτικές ευθύνες στον τομέα της αρμοδιότητάς του, τις οποίες όμως να μην αναλαμβάνει;
Και πόσο λογικό είναι, ο πρωθυπουργός και πολιτικός προϊστάμενος της ΕΥΠ να αναγνωρίζει πολιτικές ευθύνες στην υπόθεση, οι οποίες ασφαλώς και οδηγούν και σε ποινικές ευθύνες, τις οποίες όμως η Δικαιοσύνη δεν διαπιστώνει;