Το…χάσμα των γενεών ανάμεσα σε διδάσκοντες και διδασκόμενους στην ελληνική δημόσια εκπαίδευση είναι πια το μεγαλύτερο που έχει καταγραφεί ιστορικά, ιδιαίτερα αν μιλάμε για την εποχή από τη μεταπολίτευση και μετά. Όμως, αυτό το απολύτως σοβαρό πρόβλημα δεν δείχνει να απασχολεί κανέναν, εκτός από τους ίδιους τους εκπαιδευτικούς που πλέον αργούν χαρακτηριστικά να μπουν στο δημόσιο σύστημα και αποχωρούν σε προχωρημένη ηλικία, ακόμα και 67 ετών!
Τι κοινό μπορεί να έχει όμως ένας 65άρης μ’ έναν 15χρονο της Α’ Λυκείου ή ακόμα περισσότερο μ’ έναν 11χρονο της Ε’ Δημοτικού; Το κενό μοιάζει και είναι πολύ μεγάλο, οι προσλαμβάνουσες των παιδιών σήμερα, σε μία απολύτως ψηφιακή εποχή, δεν έχουν καμία σχέση με τις προσλαμβάνουσες των εκπαιδευτικών, ακόμα και η υπομονή των τελευταίων είναι φυσιολογικό να μειώνεται μετά τα 50-55 χρόνια, γεγονός σημαντικό για τη λειτουργία μίας τάξης η οποία έχει συχνά περισσότερα από 25 παιδιά.
Στοιχεία που είδαν πρόσφατα το φως της δημοσιότητας από τον εκπαιδευτικό ιστότοπο Alfavita αποδεικνύουν του λόγου το αληθές. Η συντριπτική πλειοψηφία των καθηγητών της δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης, το 66,4%, είναι από 50 ετών και πάνω. Το 25% έχει ξεπεράσει ήδη τα 60 και βαδίζει προς τη συνταξιοδότηση η οποία, ανάλογα με τα χρόνια υπηρεσίας, έρχεται μέχρι τα 67 χρόνια. Μεταξύ 40-49 ετών είναι το 27% των εκπαιδευτικών ενώ μεταξύ 30-39 ετών είναι μόλις το 6,5% του πλήθους των διδασκόντων!
Μέσα στη σχολική χρονιά που διανύουμε αναμένεται ακόμα 513 καθηγητές να συνταξιοδοτηθούν. Πέρυσι, τέλος, δήλωσαν για διάφορους λόγους παραίτηση 1783 εκπαιδευτικοί. Η πιο συνηθισμένη από τις αιτίες που αναγκάζουν τους εκπαιδευτικούς να δηλώνουν παραίτηση είναι οι χαμηλές αποδοχές σε συνδυασμό με το υψηλό κόστος ζωής που γι’ αυτούς που υπηρετούν μακριά από τον τόπο της μόνιμης κατοικίας τους γίνεται βραχνάς.
Περιμένοντας την πρόσληψη στα… 45
Η κατάσταση, όπως τα νούμερα καταδεικνύουν, είναι σχεδόν απελπιστική. Οι εκπαιδευτικοί περιμένουν μέχρι τα δεύτερα άντα για να πάρουν την πολυπόθηση πρόσληψη η οποία συνήθως έρχεται μετά από έναν πολύ σκληρό ανταγωνισμό για απόκτηση μεταπτυχιακών τίτλων σπουδών που αυξάνουν τη μοριοδότηση. Η συγκεκριμένη “φάμπρικα” είναι πια τόσο διαδεδομένη που καθίσταται απολύτως απαραίτητη για την πρόσληψη.
- “Οι διορισμοί” ανέφερε συνδικαλιστική εκπαιδευτική πηγή, “είναι ακόμη περιορισμένες. Τα κενά, κακά τα ψέματα, δεν καλύπτονται. Οι θέσεις που ανοιγουν είναι λιγότερες, γι’αυτό προκύπτει αυτού του είδους ο ανταγωνισμός για μεταπτυχιακούς τίτλους σπουδών που αποκτούνται καθαρά για την ενίσχυση της μοριοδότησης”.
“Εχουμε προτείνει” τονίζει η ίδια πηγή, “η κάνουλα των διορισμών να ανοίξει σιγά-σιγά έτσι ώστε να πάψουν να καταγράφονται και κενά. Σε διαφορετική περίπτωση ο μέσος όρος της ηλικίας των εκπαιδευτικών δεν θα πέσει ποτέ, αντίθετα μπορεί να ανέβει και άλλο”.
Είναι φανερό ότι όλα περνούν από τη χρηματοδότηση που πάντως παραμένει σε επίπεδα κάτω του μέσου όρου των χωρών της Ευρωπαϊκής Ενωσης (στα κονδύλια για την εκπαίδευση). Το Υπουργείο Παιδείας εφέτος υλοποίησε ένα πρόγραμμα διορισμών μεγαλύτερο από αυτών των τελευταίων χρόνων, χωρίς όμως να καταφέρει να καλύψει όλα τα κενά, που παραμένουν πολλά και σε κρίσιμες ειδικότητες. Επίσης το Υπουργείο δεν έχει μέχρι στιγμής αντιμετωπίσει αποτελεσματικά το μεγάλο πρόβλημα της στέγασης των εκπαιδευτικών, ιδιαίτερα σε μέρη αρκετά δημοφιλή τουριστικά όπως είναι για παράδειγμα τα νησιά των Κυκλάδων.
- Πέρα όμως όλων αυτών, ο μεγάλος μέσος όρος της ηλικίας των εκπαιδευτικών εγκυμονεί κινδύνους και για την ποιότητα της παρεχόμενης εκπαίδευσης. Ο 67άρης καθηγητής έχει μισό αιώνα ηλικιακή διαφορά από τα παιδιά της Γ’ Λυκείου. ως “καθαρή τρέλα τόσο για μας όσο και για τα παιδιά”.
Στη θεωρία εκπαιδευτικοί μεγαλύτεροι των 60 ετών θα έπρεπε να καταπιάνονται περισσότερο με δουλειές γραφείου (είναι τεράστιος, άλλωστε, ο όγκος δουλειάς που υποχρεούνται να βγάζουν τα σχολεία σ’ αυτό το κομμάτι) και να μην έχουν την υποχρέωση να μπαίνουν στις αίθουσες για να καλύπτουν κενά. Έτσι και αλλιώς οι κατά τόπους διευθύνσεις δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης δεν κάνουν πολλά πράγματα για τη βελτίωση των προσόντων τους, για την ενημέρωσή τους πάνω στις εξελίξεις στο γνωστικό τους αντικείμενο, ούτε καν για την απόκτηση ψηφιακών δεξιοτήτων που μετά την πανδημία έγιναν άκρως απαραίτητες. Υπάρχουν εκπαιδευτικοί που δύσκολα χειρίζονται υπολογιστή, που δεν μπορούν να ανεβάσουν υλικό στο e-class κτλ. Εχουν μείνει πίσω αλλά κανείς δεν ασχολείται μ’ αυτό.
Χρειάζεται, συμπερασματικά, μία άλλη προσέγγιση. Και κυρίως χρειάζονται επενδύσεις στο ανθρώπινο δυναμικό. Περισσότερες προσλήψεις θα απορροφήσουν περισσότερο κόσμο, υψηλών, μάλιστα, ακαδημαϊκών προσόντων. Ο μέσος όρος ηλικίας θα αρχίσει σιγά-σιγά να πέφτει και οι πιο ηλικιωμένοι θα έχουν την πολυτέλεια να ασχολούνται με το διοικητικό και όχι το καθαρά εκπαιδευτικό έργο. Θα σταματήσει έτσι και αυτή η σκληρότατη μάχη για την απόκτηση μεταπτυχιακών τίτλων που συχνά έρχονται σε αντικείμενα άσχετα με την εκπαίδευση.
Το κυριότερο: Δεν μπορεί ένας εκπαιδευτικός να περιμένει μέχρι τα 45 ή και τα 50 του για να προσληφθεί. Η υπομονή του κάμπτεται και οι αντιστάσεις μειώνονται. Ενας άνθρωπος στα 45 χρόνια του πρέπει να έχει βάλει ήδη σε ράγες την προσωπική και την οικογενειακή (αν υπάρχει) ζωή του και όχι να αρχίζει πάλι από την αρχή υπηρετώντας μάλιστα σε ακριτικά νησιά και στην παραμεθόριο με χαμηλές αποδοχές (λιγότερα τα 800 ευρώ τα καθαρά για τους νεοπροσλαμβανόμενους) και τα ενοίκια στα ύψη. Χρόνια τώρα η εκπαιδευτική κοινότητα εκμπέμπει SOS αλλά κανείς δεν ακούει…
Νίκος Γιαννόπουλος