Και φτάναμε στην νύχτα της Ανάστασης! Στην μαγική! Σ' αυτήν, που μπορούσα επιτέλους να φορέσω τα καινούργια μου παπούτσια και τη φούστα μου που άνοιγε σαν ακορντεόν και το σακάκι μου που έμοιαζε «σαν μεγαλίστικο» και εγώ γινόμουν μαγική ηλικία «σαν μεγάλη!»
Γράφει η Ρέα Βιτάλη
Εκείνα τα παπούτσια ήταν μαγικά! Και εύθραυστα χειρότερα και από αβγό. Γιατί με το που σ’ έβλεπε να ξεμυτάς να τα φορέσεις, σου έλεγε με μάτι όλο τρόμο «Μηηηη! Θα τα χαλάσεις. Είναι για την Ανάσταση».
Σ’ εκείνα τα παπούτσια ξελιγωθήκαμε τη λαχτάρα, εκπαιδευτήκαμε την υπομονή, ξεσαλώσαμε τη χαρά!… Τι χαρά με το που τα φορούσες! Εκείνα τα χρόνια, που για όλα κάναμε χαρά!…Κι ένα τραγούδι! Μα πόσο εύκολα τραγουδούσαμε! Θυμάμαι κι άλλα μαγικά. Όπως για παράδειγμα, την είσοδό μας στην κωμόπολη του πατέρα μου και της μάνας μου. Μετά από μια απέραντη διαδρομή όλο στροφές και ένα σωρό «ζαλίζομαι» και «θα κάνω εμετό!» και «Κώστα μην τρέχεις» και μια φωτογραφία απαραιτήτως κάτω από τους όρχεις του Λεωνίδα στις Θερμοπύλες «κάντε ότι γελάτε!» και ένα γαλακτομπούρεκο στα Καμένα Βούρλα και δώστου στροφές και δώστου χιλιόμετρα και δώστου…
Αλλά με το που φτάναμε… Με κόρνες έμπαινε ο μπαμπάς μου. Άστραφτε παιδική χαρά το πρόσωπό του! Για δυο τρεις μέρες το πολύ. Γιατί μετά, ένοιωθε σαν χαμένο χρόνο τον χρόνο του και ζούσε για να φύγουμε. Αλλά για όσο μέναμε… Αυτό ήταν το μαγικό! Ήμασταν αίφνης δυο κόσμοι. Εμείς που ερχόμασταν από την πρωτεύουσα και θα γινόμασταν για λίγο η «τηλεόρασή» τους και είχαμε ιερό καθήκον να φύγουμε…
Γι’ αυτό και η ερώτηση ήταν διπλή «Πότε ήρθατ’; Πότε θα φύβγετ’;»… Κι εκείνοι, που όφειλαν να στέκονται ακίνητοι φρουροί των αναμνήσεών μας και δεν έπρεπε ν΄αλλάξουν τίποτα. Μεγάλη υπόθεση να έχεις κάποιον να σου φυλάει τις αναμνήσεις σου! Και ξανά έβλεπα τον «θείο» Θανάση, το κεφαλάκι του δηλαδή, ποτέ ολόκληρον δεν τον είδα, πίσω από την κορνίζα-παραθυράκι του περιπτέρου του. Ν’ αλλάζουν οι μάρκες των τσιγάρων του, με μεγαλύτερη ταχύτητα από τη ζωή του… Sante, Δελφοί, Βύρων, Rex, Malboro… Και πιο κάτω τον άλλον περιπτερά, τον κύριο Γιώργο τον κουτσό, που έκανε πάντα έξι βήματα δεξιά και έξι αριστερά του περιπτέρου του.
Και την κομμώτρια την Ασπασία που είχε χτένισμα «λάχανο» και έκτιζε κούτσους «για το Πάσχα» και τους πάστωνε με λακ «για να κρατήσουν». Και τον ιατρό κύριο Τσακατάρα που καθότι σπουδαγμένος μιλούσε άλλη γλώσσα «επιστρέφων από επίσκεψη ασθενούς, αγαπητέ». Και τον ταξιτζή τον Καλταμπάνη που είχε κόρνα τραγούδι και που μου έλεγε πάντα την ίδια ατάκα χιούμορ «καλέ Ρέα πώς σε λένε;» και γελούσε ο ίδιος. Και τον «Βιετκόνγκ» που δεν έμαθα ποτέ το αληθινό του όνομα γιατί για όλους ήταν ο Βιετκόνγκ. Και τον Χριστόδουλο τον ζαχαροπλάστη που ήταν σαν αφηρημένη έννοια, γιατί γευόμουν τα κοκ του, έβλεπα το μαγαζί του αλλά ποτέ εκείνον «που ήταν κάπου μέσα και έφτιαχνε κοκ». Και τον Ανδρέα τον Καρκανιά που εγώ τον φοβόμουν και οι ντόπιοι τον περιγελούσαν, γιατί είχε τον ρόλο-αποστολή να είναι το μέτρο σύγκρισης μυαλού. Δηλαδή πάνω στο δικό του, να ζυγίζουν οι ντόπιοι το δικό τους και να καμαρώνονται πανέξυπνοι! Κάθε χωριό βλέπεις, είχε τον δυστυχή τρελό του.
Και κυλούσαν οι μέρες και απαντούσα εκατό φορές στην ερώτηση «ποιανού ίσι συ, καλέ;» και καμάρωνα για τον πατέρα μου στο σχόλιό τους «τ’ Κώστα; Τ’ Κώστα είσι συ! Δεν υπάρχνε παιδιά σαν τον πατέρας. Να το ξερς»… Έτσι είναι. Μπορεί να σε δοξάσει ο «πλανήτης» της Πρωτεύουσας αλλά ταμείο κλείνει ο Έλληνας στο χωριό του.
Και κυλούσαν οι μέρες και φτάναμε στην νύχτα της Ανάστασης! Στην μαγική! Σ’ αυτήν, που μπορούσα επιτέλους να φορέσω τα καινούργια μου παπούτσια και τη φούστα μου που άνοιγε σαν ακορντεόν και το σακάκι μου που έμοιαζε «σαν μεγαλίστικο» και εγώ γινόμουν μαγική ηλικία «σαν μεγάλη!». Και η μαμά μου φορούσε το καινούργιο της μαντό και ο μπαμπάς μου το κοστούμι του και το ανοιξιάτικο παλτό του (ήταν άρχοντες στο ντύσιμο ο Κώστας και η Βέττα). Και άρχιζε η πασαρέλα… Από το σπίτι ως την Αγία Παρασκευή. Και μελετούσα τα πόδια μου με τα καινούργια μου παπούτσια. Κι έβλεπα το δεξί μου να βγαίνει μπροστά και μετά το αριστερό να βγαίνει μπροστά από το δεξί και κάποτε σκόνταφτα και λίγο. Και η μάνα μου έλεγε «κοίτα παιδί μου μπροστά! Τι κοιτάζεις κάτω;». Τι κοιτάζω κάτω; Τα καινούργια μου παπούτσια! Τα λουστρίνια. Από του Μούγερ! Τα μαγικά! Σε αυτά που ξελιγώθηκα τη λαχτάρα, εκπαιδεύτηκα στην υπομονή, ξεσάλωσα τη χαρά! Εκείνα τα χρόνια, που για όλα κάναμε χαρά! Καλή Ανάσταση, πατριώτες. Και χαρές. Μπορεί να είναι μπροστά στα μάτια μας. Μπορεί να τις φοράμε.