Η Πέμπτη Γαλλική Δημοκρατία γεννήθηκε από ένα πραξικόπημα των στρατηγών στο Αλγέρι το 1958 ενάντια στον σχηματισμό μιας κυβέρνησης που θα διαπραγματευόταν με το Αλγερινό FLN, πραξικόπημα που έφερε τον Σαρλ Ντε Γκολ στην εξουσία και του επέτρεψε να επιβάλει τη δική του εκδοχή ισχυρής προεδρικής δημοκρατίας. Κατά μία παράξενη ιστορική ειρωνεία η μεγαλύτερη κρίση της Πέμπτης Γαλλικής Δημοκρατίας είναι το αποτέλεσμα ενός άλλου πραξικοπήματος, όχι στρατηγών αυτή τη φορά, αλλά του ίδιου του Γάλλου προέδρου Εμανουέλ Μακρόν που αρνήθηκε να δώσει την εντολή σχηματισμού κυβέρνησης στον κομματικό σχηματισμό που εξέλεξε τους περισσότερους βουλευτές στις πρόσφατες βουλευτικές εκλογές, το Νέο Λαϊκό Μέτωπο.
Ως γνωστόν αντιμέτωπος με την πρωτοφανή αποδοκιμασία της παράταξής του στις πρόσφατες Ευρωεκλογές και την εντυπωσιακή καταγραφή του ακροδεξιού Εθνικού Συναγερμού, ο Γάλλος Πρόεδρος πήρε την εμφανώς τυχοδιωκτική πρωτοβουλία να διαλύσει τη Βουλή και να προκηρύξει πρόωρες βουλευτικές εκλογές. Πυρήνας του τυχοδιωκτικού υπολογισμού η σκέψη ότι στο τέλος όλα αυτά θα αναδείκνυαν τη δική του παράταξη σε ρυθμιστή, ακόμη και στο ενδεχόμενο να ήταν πρώτη αλλά χωρίς πλειοψηφία η Ακροδεξιά. Ωστόσο, ο σχηματισμός του «Νέου Λαϊκού Μετώπου» από τις δυνάμεις της Αριστεράς ανέτρεψε τα σχέδιά του γιατί έδωσε μια διαφορετική δυναμική στις εκλογές. Το Νέο Λαϊκό Μέτωπο ήταν δεύτερο στον πρώτο γύρο και άρα ήταν η ισχυρότερη παράταξη των δυνάμεων του «δημοκρατικού τόξου», ενώ στον δεύτερο γύρο όχι μόνο επέβαλε και στην παράταξη Μακρόν τη γραμμή της απόσυρσης υποψηφίων εκεί όπου αυτό θα διακύβευε τη δυνατότητα να υπάρχει ισχυρή υποψηφιότητα απέναντι στην Ακροδεξιά, αλλά και κατάφερε συνολικά να είναι η πρώτη παράταξη ως προς το συνολικό αριθμό βουλευτών
Το γεγονός ότι το Νέο Λαϊκό Μέτωπο είχε τον μεγαλύτερο αριθμό βουλευτών ύστερα από την ολοκλήρωση των βουλευτικών εκλογών σήμαινε ότι με βάση τα κοινοβουλευτική ήθη της Γαλλίας θα έπρεπε να πάρει την εντολή σχηματισμού κυβέρνησης. Αυτή η διαδικασία δεν θα ήταν εύκολη καθώς στην πραγματικότητα θα σήμαινε ότι για να αποφευχθεί η διαρκής κρίση χρειαζόταν η παράταξη Μακρόν να δείξει ανοχή σε μια κυβέρνηση με σαφώς αριστερόστροφο πρόγραμμα. Δυσκολία υπήρχε και στο εσωτερικό του Νέου Λαϊκού Μετώπου καθώς έπρεπε οι συνιστώσες να συμφωνήσουν σε κοινή υποψηφιότητα για τη θέση του πρωθυπουργού, με δεδομένο ότι Σοσιαλιστές και Οικολόγοι είχαν επιφυλάξεις απέναντι στην Ανυπότακτη Γαλλία, που όμως ήταν η ισχυρότερη πτέρυγα. Εν τέλει όμως και αυτό ξεπεράστηκε με την υποψηφιότητα της Λουσί Καστέ.
Και εκεί ξεκίνησαν οι μεθοδεύσεις του Μακρόν που αρχικά κωλυσιεργούσε και μετά επικαλέστηκε τους Ολυμπιακούς Αγώνες για να «παγώσει» τη διαδικασία. Η επιδίωξη του ήταν εξαρχής σαφής: να φτιάξει μια κυβέρνηση με κέντρο τη δική του παράταξη με τη στήριξη της Δεξιάς και με πίεση σε Σοσιαλιστές και Οικολόγους επίσης να στηρίξουν αφήνοντας στο περιθώριο τα «άκρα», δηλαδή την Ανυπότακτη Γαλλία.
Το αποκορύφωμα όλων ήταν η ανακοίνωση της Γαλλικής Προεδρίας στις 26 Αυγούστου ότι αποφάσισε να μην δώσει εντολή σχηματισμού κυβέρνησης στο Νέο Λαϊκό Μέτωπο υποστηρίζοντας ότι αυτή θα καταψηφιζόταν και άρα θα υπήρχε πρόβλημα σταθερότητας. Βεβαίως εύλογα θα μπορούσε κανείς να υποστηρίξει ότι η δική του απόφαση επίσης συμβάλει στην αποσταθεροποίησης. Γιατί, για να χρησιμοποιήσουμε μια αναλογία από την ελληνική ιστορία ο Μακρόν αρνείται την «αρχή της δεδηλωμένης» και ουσιαστικά εκβιάζει να φτιαχτεί μια «ανακτορική» κυβέρνηση.
Και όλα αυτά τη στιγμή που ο Μακρόν και τις δύο φορές εξελέγη πρόεδρος όχι επειδή εκπροσωπούσε ένα πλειοψηφικό ρεύμα μέσα στη Γαλλική κοινωνία αλλά επειδή μπόρεσε να περάσει στον δεύτερο γύρο και άρα να είναι το «αντίπαλο δέος» στην Μαρίν Λεπέν. Και εάν στην πρώτη εκλογή του 2017 εξασφάλισε στη συνέχεια και κοινοβουλευτική πλειοψηφία, μετά την επανεκλογή του (με μικρότερο ποσοστό) το 2022, η παράταξή του ήταν κυβέρνηση μειοψηφίας με αποκορύφωμα τα αποτελέσματα στις φετινές εκλογές. Το αποτέλεσμα ήταν ότι η κυβέρνηση της Ελιζαμπέτ Μπορν να χρησιμοποιήσει 23 φορές μέσα σε 18 μήνες το άρθρο 49.3 του Γαλλικού Συντάγματος που επιτρέπει σε μια κυβέρνηση να περάσει έναν νόμο χωρίς αυτός να περάσει από τη Βουλή, υπό την προϋπόθεση ότι εάν τεθεί πρόταση δυσπιστίας αυτή δεν θα περάσει.
Με τις επιλογές του αυτές ο Εμανουέλ Μακρόν, που κάποτε θεωρήθηκε από αρκετούς η μεγάλη ελπίδα για την αναγέννηση του πολιτικού Κέντρου στη Γαλλία αναδεικνύεται σε κατεξοχήν εκπρόσωπο μιας αυταρχικής μεταδημοκρατίας, σύμπτωμα και αυτό μιας συνολικότερης κρίσης των δημοκρατικών θεσμών στην Ευρώπη.