Ξεχνιέται ένα έγκλημα; Πόσο αποτελεσματικά μπορείς να σβήσεις τις κραυγές των επιζώντων;
Μια νύχτα, οι πορείες δύο τραίνων γίνονται η τελευταία διαδρομή για δεκάδες ανθρώπους, σέρνοντας μαζί ζωές, όνειρα, οικογένειες. Το δυστύχημα στα Τέμπη είναι μια στιγμή που η χώρα παγώνει. Ο θόρυβος της σύγκρουσης δεν μπορεί να καλύψει τη σιωπή της επόμενης μέρας.
Όμως, κανείς δεν τιμωρείται, οι υπεύθυνοι εξαφανίζονται σαν να μην υπήρξαν ποτέ και η συλλογική μνήμη λειτουργεί σαν λασπωμένος δρόμος: ό,τι πέσει μέσα της, σύντομα εξαφανίζεται. Κανείς δεν φταίει, οι απολογίες εκφωνούνται σαν να έχουν ειπωθεί ξανά και ξανά, κάποιοι δηλώνουν συγκλονισμένοι, άλλοι θυμωμένοι, μα κανείς δεν αναλαμβάνει την ευθύνη, τα συντρίμμια μαζεύονται, ο δημόσιος λόγος φροντίζει να καθοδηγήσει τις αναμνήσεις. Και τα δεδομένα δείχνουν πως δεν ήταν δυστύχημα, μα έγκλημα.
Ξεχνιέται ένα έγκλημα; Πόσο αποτελεσματικά μπορείς να σβήσεις τις κραυγές των επιζώντων; Η αλήθεια χάνεται σε πολυάριθμες εκδοχές, φιλτραρισμένες από δηλώσεις, έγγραφα και διαψεύσεις, υπαινιγμοί πως ένα αόρατο χέρι που προστατεύει τους υπεύθυνους αιωρούνται, όπως πάντα, σαν ανομολόγητη αλήθεια.
Την ίδια ώρα, άνθρωποι που σχετίζονται άμεσα ή έμμεσα με την υπόθεση πέφτουν νεκροί με τρόπο που θυμίζει σενάριο μαφιόζικης ταινίας. Οι φωνές των οικογενειών σβήνουν μπροστά στη δύναμη μιας αόρατης μηχανής που ξέρει να καθαρίζει τα ίχνη της και οι δολοφονίες διαδέχονται η μία την άλλη, μα η κοινή γνώμη προχωρά σαν να μη συμβαίνει τίποτα. Τώρα, κάποιος σκοτώνεται για ένα βλέμμα που παρερμηνεύτηκε, κάποιος άλλος για μια προτεραιότητα στον δρόμο, ένας τρίτος γιατί βρέθηκε σε λάθος γειτονιά, τη λάθος ώρα.
Αυτά τα εγκλήματα δεν ταράζουν πλέον την κοινή γνώμη, γιατί έχουν γίνει οικεία. Όταν ένας νεαρός όμως, γιος εισαγγελέως, μιας συγκεκριμένης εισαγγελέως, βρίσκεται νεκρός, με χτύπημα στο κεφάλι, κάτω από αδιευκρίνιστες συνθήκες στη μέση του πουθενά και κάθε απάντηση γεννά νέα ερωτήματα, η υπόθεση γίνεται ένας ψίθυρος που όλοι ακούνε, αλλά κανείς δεν θέλει να μιλήσει γι’ αυτόν. Πώς μπορεί κάποιος να πεθάνει ξαφνικά, δίχως μια λογική εξήγηση; Μια υπενθύμιση πως ακόμα και οι πιο «θωρακισμένοι» δεν είναι ασφαλείς και τα ίδια τα θεμέλια του συστήματος τρίζουν. Μια γρήγορη αναφορά στα δελτία ειδήσεων, ένα «τραγικό περιστατικό» στα ρεπορτάζ και ακολουθεί η πρόγνωση του καιρού.
Η αλήθεια κρύβεται κάτω από στρώματα υπαινιγμών, νομικών κενών και επίσημων δηλώσεων που δεν λένε τίποτα, οι έρευνες γίνονται με ρυθμούς χελώνας, σαν να ελπίζουν οι αρχές ότι ο χρόνος θα ξεθωριάσει τη μνήμη, όπως γίνεται πάντα και το σκοτάδι καταπίνει τους πάντες, χωρίς διακρίσεις. Πώς μπορεί να πιστεύει ένας απλός πολίτης να βρει δικαιοσύνη σχετικά με το οτιδήποτε λοιπόν; Και η παράσταση συνεχίζεται.
Η είδηση αυτού του θανάτου συγκλόνισε την κοινή γνώμη. Τι σημαίνει, άραγε, όταν ακόμα και οι οικογένειες εκείνων που υποτίθεται ότι προστατεύουν τη δικαιοσύνη δεν είναι ασφαλείς; Μετά το τραγικό συμβάν στα Τέμπη, το έγκλημα που κόστισε τη ζωή σε δεκάδες ανθρώπους, αφήνοντας πίσω του πόνο και οργή και που παρά τις υποσχέσεις για απόδοση ευθυνών, ο χρόνος περνά και κανείς δεν φαίνεται να φταίει, οι ένοχοι παραμένουν στις σκιές, προστατευμένοι από ένα κάτι που φαίνεται να ενδιαφέρεται περισσότερο για την εικόνα παρά για την ουσία.
Στην κοινωνία αυτή, όπου οι σκιές παίζουν με το φως και οι ψίθυροι των δρόμων αφηγούνται ιστορίες ανείπωτες, η πραγματικότητα μοιάζει με σκηνή βγαλμένη από αστυνομικό θρίλερ, σε αυτή την κοινωνία όπου οι μαριονέτες κινούνται με αόρατα νήματα και οι μαέστροι της ορχήστρας παραμένουν κρυμμένοι πίσω από βαριές κουρτίνες, κάθε μέρα, οι ειδήσεις γεμίζουν με αναφορές για ζωές που χάθηκαν άδικα, άνθρωποι πέφτουν νεκροί για ασήμαντες αφορμές, θύματα μιας βίας που έχει γίνει τόσο συνηθισμένη, ώστε πλέον περνά απαρατήρητη, όμως, οι δολοφονίες αυτές δεν είναι μεμονωμένα περιστατικά, αλλά κομμάτια ενός μεγαλύτερου παζλ.
Τα θύματα της καθημερινής βίας περνούν από τις οθόνες μας τόσο γρήγορα, που σχεδόν δεν προλαβαίνουμε να θυμηθούμε τα ονόματά τους κι ο λογαριασμός ανεβαίνει, σαν μενού εστιατορίου όπου σερβίρονται ιστορίες χαμένων ανθρώπων. Η οργή του κόσμου, όμως, ξεχείλισε, δεκάδες χιλιάδες βγήκαν στους δρόμους, γέμισαν τις πλατείες, φώναξαν, απαίτησαν δικαιοσύνη. Όμως, στα δελτία ειδήσεων, αυτή η οργή κόπηκε με ψαλίδι, με μικρές αναφορές, αποσπασματικές εικόνες, εκτιμήσεις για «λίγες χιλιάδες διαδηλωτών». Η πραγματικότητα μπήκε σε καλούπια, γιατί η εικόνα μιας κοινωνίας που ξεσηκώνεται δεν ταιριάζει στο αφήγημα.
Σε λίγο δεν θα θυμόμαστε ούτε από ποια πλευρά βγαίνει ο ήλιος. Οι λέξεις μας αλλάζουν, οι αναμνήσεις θολώνουν, οι ειδήσεις ξαναγράφονται μέχρι να βολέψουν. Η προπαγάνδα δεν μας επιβάλλεται πια με τη βία, αλλά με έναν χαλαρό, σχεδόν νανουριστικό ρυθμό. Δεν θυμόμαστε τι έγινε χθες, ούτε ποιος είπε τι. Το σημαντικό είναι να συνεχίσουμε να καταναλώνουμε, να υπακούμε, να πιστεύουμε αυτά που μας σερβίρουν. Η σιωπή είναι το νέο νόμισμα, το πιο ακριβό εμπόρευμα. Αν τολμήσεις να μιλήσεις, να αναρωτηθείς, να αμφισβητήσεις, γίνεσαι ενοχλητικός, περιττός. Ένας αριθμός στη στατιστική, ένα σχόλιο που σβήστηκε, μια φωνή που χάθηκε στο χάος. Η αλήθεια, αν υπήρξε ποτέ, έχει γίνει μια ακαθόριστη, εύπλαστη μάζα. Η κοινωνία δεν εξεγείρεται, γιατί η οργή της δεν έχει πια σημείο αναφοράς.
Ο ήλιος συνεχίζει να ανατέλλει, αλλά ποιος τον βλέπει; Όλοι κοιτούν τις οθόνες.