Την Κυριακή το βράδυ, ψηφίζεται στη Βουλή ο νέος Προϋπολογισμός του κράτους για το 2025 και στην ευρύτερη αντιπολίτευση έχει ξεκινήσει μια συζήτηση για το αν θα πρέπει να ψηφιστούν ή όχι οι αμυντικές δαπάνες της χώρας, όπως τις έχει προϋπολογίσει η κυβέρνηση.
Στο παρελθόν, υπήρχε μια πρακτική στα αντιπολιτευτικά κόμματα -πλην ΚΚΕ-, να καταψηφίζουν τον Προϋπολογισμό αλλά να υπερψηφίζουν, κατ’ εξαίρεση, τις δαπάνες για την άμυνα, ώστε να υπάρχει ευρύτατη συναίνεση υπέρ ενός εθνικού θέματος: της ικανότητας των ενόπλων δυνάμεων να αποκρούσουν κάθε εχθρική επιβουλή.
Αν το θέμα ήταν τόσο απλό, πολύ δύσκολα θα μπορούσε κανείς να εγείρει διαφωνία. Αλλά δεν είναι. Κι αυτό γιατί οι αμυντικές δαπάνες που προβλέπει ο εκάστοτε προϋπολογισμός δεν αφορούν μόνο την αμυντική ικανότητα της χώρας αλλά και στις υποχρεώσεις που έχει, λόγω της συμμετοχής της στο ΝΑΤΟ.
Για να το πούμε πιο απλά, δεν αγοράζουμε τα όπλα που χρειαζόμαστε, για να αποκρούσουμε μια πιθανή τουρκική επίθεση. Αγοράζουμε εκείνα τα όπλα που μπορεί να είναι χρήσιμα σε ένα τέτοιο ενδεχόμενο, αλλά πρωτίστως είναι αναγκαία και χρήσιμα στη διάταξη των στρατιωτικών δυνάμεων του ΝΑΤΟ απέναντι στους εκάστοτε εχθρούς της συμμαχίας
Χθες, για παράδειγμα, ο ο επικεφαλής του ΝΑΤΟ, Μαρκ Ρούτε, ούτε λίγο ούτε πολύ, περιέγραψε έναν επερχόμενο πόλεμο της συμμαχίας με τη Ρωσία στα επόμενα τέσσερα με πέντε χρόνια. Και τόνισε: «Ηρθε η ώρα να στραφούμε προς μια νοοτροπία εν καιρώ πολέμου και να αυξήσουμε την αμυντική μας παραγωγή και τις αμυντικές μας δαπάνες».
Τι άλλο περισσότερο να πει, ώστε να γίνει κατανοητός για την άμεση τακτική και στρατηγική της ατλαντικής συμμαχίας και τις υποχρεώσεις που απορρέουν για τα μέλη της; Τι άλλο περισσότερο χρειάζονται τα κόμματα της αντιπολίτευσης για να καταλάβουν ότι δεν ψηφίζουν στον προϋπολογισμό τις αμυντικές δαπάνες της χώρας αλλά τη χρηματοδότηση των πολεμικών σχεδίων του ΝΑΤΟ;