Η νίκη του Ντόναλντ Τραμπ στις εκλογές της περασμένης Τρίτης συνιστά μια από τις πιο εντυπωσιακές περιπτώσεις πολιτικής νεκρανάστασης στη σύγχρονη εποχή. Αναρίθμητες πολιτικές νεκρολογίες του γράφτηκαν την επαύριον της 6ης Ιανουαρίου του 2021, όταν ο απερχόμενος πρόεδρος που δεν αναγνώριζε την ήττα του από τον Τζο Μπάιντεν κηλιδώθηκε ανεξίτηλα από την αιματηρή έφοδο των φασιστοειδών τύπου Proud Boys και Oath Keepers στο Καπιτώλιο, την οποία ο ίδιος είχε υποκινήσει. Κάτι λιγότερο από τέσσερα χρόνια αργότερα, είναι έτοιμος να επιστρέψει στην εξουσία ύστερα από μια πολύ καθαρή νίκη, που ξεπέρασε όλες τις προβλέψεις.
Σε αντίθεση με το 2016, όπου, παρά τη δύσκολη νίκη του στο Κολλέγιο των Εκλεκτόρων που αναδεικνύει τον πρόεδρο, είχε υστερήσει της Χίλαρι Κλίντον στη λαϊκή ψήφο κατά τρία εκατομμύρια, αυτή τη φορά εξασφάλισε 4,5 εκατομμύρια ψήφους περισσότερους από την Κάμαλα Χάρις. Επωφελούμενοι από το ρεύμα Τραμπ, οι Ρεπουμπλικανοί πήραν τη Γερουσία από τους Δημοκρατικούς και κατά πάσα πιθανότητα θα διατηρήσουν τον έλεγχο της Βουλής των Αντιπροσώπων. Έχοντας ήδη, από την πρώτη θητεία Τραμπ, εξασφαλίσει μια συντηρητική πλειοψηφία και στο Ανώτατο Δικαστήριο, η παράταξη του 45ου και 47ου προέδρου θα έχει, τουλάχιστον για τα επόμενα δύο χρόνια, στα χέρια της όλους τους ανώτατους θεσμούς της πολιτικής και δικαστικής εξουσίας.
Για μία ακόμη φορά έπεσαν έξω, στη συντριπτική τους πλειοψηφία, οι δημοσκοπήσεις που προέβλεπαν μια εντελώς οριακή αναμέτρηση, μάλιστα το τελευταίο 48ωρο προτού κλείσουν οι κάλπες μάλλον έγερναν προς το ενδεχόμενη της νίκης Χάρις. Η επικράτηση του Τραμπ γίνεται ακόμη πιο καταθλιπτική για τους αντιπάλους του αν παρθεί υπόψη ότι η Χάρις υπερτερούσε συντριπτικά ως προς την υποστήριξη των μεγάλων συγκροτημάτων του Τύπου και των ισχυρότερων ολιγαρχών. Αξίζει να επιμείνουμε στο τελευταίο γιατί η εικόνα που σχημάτισε, στην Ελλάδα και στο εξωτερικό, ο περισσότερος κόσμος ήταν ότι το μεγάλο κεφάλαιο υποστήριξε κατά κύριο λόγο τον Τραμπ. Αυτό έγινε γιατί τα περισσότερα μίντια εστίαζαν στην υποστήριξη που εξασφάλισε ο Ρεπουμπλικανός υποψήφιος από τον Έλον Μασκ, παραγνωρίζοντας ότι στο πλευρό της Χάρις στρατεύθηκαν οι Τζορτζ Σόρος, Μπιλ Γκέιτς, Μάικλ Μπλούμπεργκ και ένα σωρό άλλοι.
Το σοκ της περασμένης Τρίτης άνοιξε, όπως ήταν φυσικό, ζωηρές συζητήσεις στον χώρο των Δημοκρατικών, αλλά και ανάμεσα στους προοδευτικούς ανθρώπους όλου του κόσμου για τα αίτια και τους υπαιτίους. Η πιο απλή και πιο ανώδυνη, για το κατεστημένο του φιλελεύθερου κοσμοπολιτισμού, απάντηση ήταν εκείνη που έδωσε η πρώην πρόεδρος της αμερικανικής Βουλής των Αντιπροσώπων, Νάνσι Πελόζι, κατά την οποία έφταιξε η ισχυρογνωμοσύνη του Μπάιντεν, ο οποίος έπρεπε να έχει αποσυρθεί πολύ νωρίτερα από την κούρσα, αφού ήταν φανερό ότι λόγω βιολογικής φθοράς δεν τράβαγε. Αλλά η Χάρις δεν χαντακώθηκε επειδή «δεν είχε πολύ χρόνο» να δείξει την αξία της στους ψηφοφόρους- αντίθετα, όσο πέρναγε ο χρόνος από τη στιγμή που παρέλαβε τη σκυτάλη, δηλαδή όσο περισσότερο την έβλεπε, την άκουγε και την αξιολογούσε ο κόσμος, τα ποσοστά της έπεφταν.
Σε αυτό συνέβαλε το γεγονός ότι η Χάρις διεξήγαγε μια εκστρατεία απολύτως ταυτισμένη με τη γραμμή του φιλελεύθερου κατεστημένου, πιο δεξιά και από την καμπάνια του Μπάιντεν, το 2020. Ακόμη και ένα νεοφιλελεύθερο έντυπο υπεράνω πάσης κρυπτοσοσιαλιστικής υποψίας, που υποστήριζε τη Χάρις, όπως ο Economist, διεκτραγωδούσε στο κύριο άρθρο του, δύο εβδομάδες πριν από τις εκλογές, την «Τραμποποίηση της πολιτικής στις ΗΠΑ». Το κεντρικό του συμπέρασμα ήταν ότι, είτε νικούσε είτε έχανε, ο Τραμπ ήταν ήδη ο ιδεολογικός νικητής της αναμέτρησης, καθώς είχε επιβάλει στη Χάρις σημαντικό μέρος των επιλογών του, όπως έδειξε η δεξιά μετατόπιση της Δημοκρατικής υποψήφιας σε καίρια θέματα όπως το μεταναστευτικό, οι εμπορικοί πόλεμοι με την Κίνα, η πράσινη ατζέντα και πολλά άλλα. Στη γραμμή της Χίλαρι Κλίντον, που δοκιμάστηκε και απέτυχε το 2016, η Χάρις απευθύνθηκε κυρίως στους μετριοπαθείς Ρεπουμπλικανούς, απογοητεύοντας τους προοδευτικούς Δημοκρατικούς. Κυνηγούσε το φάντασμα του «κεντρώου χώρου» και της «μεσαίας τάξης»- όπως κάνουν ηγέτες και ηγετίσκοι της ευρωπαϊκής Κεντροαριστεράς και «Αριστεράς», με τα γνωστά, αξιοθρήνητα αποτελέσματα. Τελικά, οι κυνηγοί της «μεσαίας τάξης» κατατροπώθηκαν από τον Τραμπ, ο οποίος δεν ήταν παρά το υψωμένο, μεσαίο δάχτυλο των λαϊκών τάξεων για την περιφρόνηση που αισθάνονται ότι υφίστανται από τους πολιτικούς και μιντιακούς εκπροσώπους του κατεστημένου.
Είναι εντυπωσιακό ότι οι Δημοκρατικοί κατάφεραν να χάσουν παρά το γεγονός ότι υπερτερούσαν σημαντικά στο μισό (και κάτι παραπάνω) από το εκλογικό σώμα, τις γυναίκες, όπου η Χάρις πήρε το 53% των ψήφων έναντι 45% του Τραμπ. Το γεγονός αυτό αντικατοπτρίζει μια γενικότερη τάση στον Δυτικό κόσμο όπου, σε αντίθεση με ό,τι συνέβαινε σε προηγούμενες δεκαετίες, οι γυναίκες ψηφίζουν πιο αριστερά από τους άνδρες. Ωστόσο στις ΗΠΑ απέκτησε ιδιαίτερη οξύτητα ύστερα από την απόφαση του Ανώτατου Δικαστηρίου που ήρε προηγούμενη απόφασή του, η οποία νομιμοποιούσε τις αμβλώσεις σε ομοσπονδιακό επίπεδο. Ο βασικός λόγος της αποτυχίας τους ήταν ότι πίστεψαν πως μπορούσαν να κερδίσουν τις εκλογές ποντάροντας σχεδόν αποκλειστικά στο δικαίωμα των γυναικών να κάνουν κουμάντο στο σώμα τους και γενικά σε θέματα ατομικών δικαιωμάτων, εγκαταλείποντας το κεντρικό πεδίο που έκρινε την αναμέτρηση, εκείνο της ακρίβειας και ευρύτερα των καυτών οικονομικών και κοινωνικών προβλημάτων που βασανίζουν την εργατική και τις άλλες λαϊκές τάξεις.
Οι έρευνες που έκαναν οι εταιρείες δημοσκοπήσεων παράλληλα με τα exit polls έδειξαν ότι τα δύο τρίτα των Αμερικανών και των Αμερικανίδων τάσσονταν υπέρ της νομιμότητας των αμβλώσεων σε ομοσπονδιακό επίπεδο, αλλά μόνο το 10-15% από αυτούς και από αυτές το αναδείκνυαν ως βασικό κριτήριο της ψήφου τους. Με άλλα λόγια, σκέφτονταν με έναν τρόπο που αδυνατούν να καταλάβουν οι μεταμοντέρνοι αριστεροί της εποχής μας: ότι ναι, θέλουν ατομικά δικαιώματα, αλλά θέλουν και τα οικονομικά και κοινωνικά δικαιώματα που τους στέρησαν, ότι σκέφτονται, ψηφίζουν και δρουν όχι μόνο ως γυναίκα, μετανάστης, ΛΟΑΤΚΙ ή οτιδήποτε άλλο, αλλά και ως εργαζόμενοι, άνθρωποι που πασχίζουν σκληρά να εξοφλήσουν τους λογαριασμούς, να σπουδάσουν τα παιδιά τους, να πληρώσουν το νοίκι ή το στεγαστικό δάνειο, να εξασφαλίσουν σύνταξη και περίθαλψη στα γεράματα.
Υπό το ίδιο πρίσμα πρέπει να εξηγήσουμε και έναν άλλο γρίφο αυτών των εκλογών, το γεγονός δηλαδή ότι ο ρατσιστής Τραμπ, που υποσχέθηκε ότι θα διώξει όλους τους παράτυπους μετανάστες με στρατιωτικού τύπου επιχειρήσεις, κατηγορώντας τους ότι τρώνε τους σκύλους και τις γάτες των νοικοκυραίων γιατί έχουν κακά γονίδια, σημείωσε σημαντικά κέρδη στις κοινότητες των μαύρων και των ισπανόφωνων. Στους μαύρους η διείσδυσή του ήταν μικρή (έχασε με 85%-13% από τη Χάρις, ενώ είχε χάσει με 87% έναντι 12% από τον Μπάιντεν), αλλά στους ισπανόφωνους η πρόοδός του ήταν εντυπωσιακή: από το 65%-32% του 2020, πήγε φέτος στο 52%- 46%, ένα βήμα δηλαδή πριν από την ισοδυναμία. Οδυνηρή ψυχρολουσία για τους Δημοκρατικούς που είχαν πιστέψει ότι οι δημογραφικές αλλαγές που πάνε να κάνουν μειοψηφία τους WASP (Λευκοί- Αγγλοσάξωνες- Προτεστάντες) θα τους εξασφάλιζαν αιώνια ηγεμονία.
Αν κατάφερε αυτό το «θαύμα» ο Τραμπ, είναι γιατί απευθύνθηκε στους μαύρους και τους ισπανόφωνους όχι ως μαύρους ή ισπανόφωνους, αλλά ως εργαζόμενους, παραγωγούς και καταναλωτές. Τους έλεγε ότι οι παράνομοι μετανάστες θα κλέψουν θέσεις εργασίας μαύρων ή ισπανόφωνων και έπεισε πολλούς από αυτούς που αισθάνονταν ότι οι κατά κανόνα χαμηλά αμειβόμενες δουλειές τους ήταν εκείνες που απειλούνταν κυρίως από τα μεταναστευτικά κύματα. Άλλωστε ξέρουμε και από την Ελλάδα και από την ειδική εκστρατεία της Χρυσής Αυγής προς τους Αλβανούς ότι δεν είναι παράξενο ένα τμήμα μεταναστευτικής προέλευσης εργατών, που έχουν ενσωματωθεί σε μια κοινωνία, να στρέφονται εναντίον των «καινούργιων», κάτι σαν το σύνδρομο του λεωφορείου (εμείς μπήκαμε, αλλά να μην μπουν άλλοι γιατί θα στριμωχτούμε). Τέτοιου είδους φαινόμενα μας τα έχει περιγράψει πολύ γλαφυρά ο Δημήτρης Χατζής στο «Διπλό Βιβλίο» και είναι πολύ κοινά στην Αμερική όπου η μυθολογία του melting pot, του μεγάλου χωνευτηριού μεταναστών, κρύβει την πολύ συχνή τάση μεγάλο μέρος κάθε γενιάς από αυτούς να στρέφεται εναντίον της επόμενης.
Μαζί με την επαγγελία ενός «ρατσιστικού κοινωνικού κράτους», όπου η απαλλαγή από το βάρος των παράτυπων μεταναστών θα απελευθερώσει, υποτίθεται, κοινωνικούς πόρους για τους μη προνομιούχους, η ρητορική του Τραμπ εναντίον της Κίνας, της παγκοσμιοποίησης και των θέσεων εργασίας που χάνονται εξαιτίας τους, τον βοήθησε να κερδίσει εργατικά στρώματα στις βιομηχανικές Πολιτείες των Μεγάλων Λιμνών (Πενσιλβάνια, Ουισκόνσιν, Μίσιγκαν) που ήταν καθοριστικές για την έκβαση της αναμέτρησης. Στους Αμερικανούς και τις Αμερικανίδες χωρίς πτυχίο, οι οποίοι κατά κανόνα ανήκουν σε εργατικά ή άλλα λαϊκά στρώματα, ο Τραμπ υπερίσχυσε με 55%-42%. Αντίθετα, η Χάρις νίκησε τον Τραμπ με 51%-46% στους ψηφοφόρους με ατομικό εισόδημα άνω των 100.000 δολαρίων και στους πτυχιούχους ΑΕΙ με ποσοστό 55%-42%. Άλλη μια θεαματική επιβεβαίωση της τάσης να μετατρέπεται η Κεντροαριστερά (και μια ορισμένη Αριστερά) σε παράταξη των πτυχιούχων και των βολεμένων, εισπράττοντας την τιμωρία της από τις λαϊκές τάξεις που η ίδια εγκατέλειψε.
Έχοντας περιβάλει τη σκληρά αντιδραστική πολιτική του με λαϊκό προσωπείο, ο δισεκατομμυριούχος Τραμπ, που ευνόησε στην πρώτη τετραετία τους ομοίους του με φοροαπαλλαγές, πρόβαλλε ως εχθρός του κατεστημένου σε μια Αμερική όπου μεγάλο μέρος του πληθυσμού μισεί το κατεστημένο και ποθεί την ανατροπή, με όποιο τρόπο κι αν τη φαντασιώνεται, προοδευτικό ή αντιδραστικό. Αυτό έδειξαν η νίκη του μαύρου Ομπάμα, από τους πρώτους αντιπάλους του πολέμου στο Ιράκ, το 2002, η παρολίγον επικράτηση του αριστερού Σάντερς εναντίον της Κλίντον το 2016 κι αυτό δείχνει, από διαμετρικά αντίθετη σκοπιά, η νίκη του Τραμπ εναντίον της Χάρις τώρα. Κάθε φορά που τον κατακεραύνωναν τα μίντια, ακόμη κι αν είχαν δίκιο, ο Τραμπ έβγαινε ενισχυμένος γιατί οι λαϊκές τάξεις έχουν μάθει να βλέπουν τους ολιγάρχες του Τύπου ως εχθρούς τους. Επιδεικνύοντας άριστα πολιτικά αντανακλαστικά στην πρώτη απόπειρα δολοφονίας του, στην Πενσυλβάνια, όταν σηκώθηκε ματωμένος με υψωμένη γροθιά και φώναξε στους οπαδούς του «Παλέψτε, Παλέψτε», ταυτίστηκε με ένα μεγάλο μέρος των λαϊκών στρωμάτων που αισθάνονται ότι υποχρεούνται να παλεύουν ολοένα και πιο σκληρά για να μη συνθλιβούν από αυτούς που ελέγχουν το παιχνίδι.
Στους παράγοντες που χαντάκωσαν τη Χάρις πρέπει να συμπεριλάβουμε την ταύτισή της με την πολιτική του πιο φιλοϊσραηλινού προέδρου στην Ιστορία των ΗΠΑ, του Τζο Μπάιντεν, ενός Αμερικανού σιωνιστή στην ουσία, με φόντο τη γενοκτονία στη Γάζα. Η φιλοϊσραηλινή στάση της δεν της κόστισε μόνο το Μίσιγκαν, μια Πολιτεία με μεγάλη αραβική κοινότητα, αλλά και πολύ σημαντική μερίδα νέων και αριστερών ψηφοφόρων, οι οποίοι είτε απείχαν είτε έδωσαν την ψήφο τους σε ανεξάρτητο υποψήφιο.
Τέλος ο Τραμπ ωφελήθηκε από το γεγονός ότι πρόβαλλε ως ο υποψήφιος που θα τελειώσει τον πόλεμο στην Ουκρανία και γενικότερα ως εκείνος που θα μειώσει την ανάμιξη των ΗΠΑ σε πολέμους που κοστίζουν πολύ σε χρήμα και ζωές. Από αυτή τη σκοπιά αντανακλά έναν ευρύτερο διχασμό των αμερικανικών ελίτ για τη διεθνή θέση της χώρας τους, που σιγοβράζει από το τέλος του Ψυχρού Πολέμου και την προσωρινή ανάδειξη των ΗΠΑ στη μοναδική υπερδύναμη. Η βαθμιαία ανάδειξη νέων ανταγωνιστών, με την ανόρθωση της Ρωσίας επί Πούτιν και την αλματώδη οικονομική άνοδο της Κίνας, η σχετική υποχώρηση της αμερικανικής οικονομικής και πολιτικής ισχύος διεθνώς και η εκτόξευση του αμερικανικού χρέους σε αστρονομικά ύψη έκαναν φανερό ότι οι ΗΠΑ υποφέρουν από την «ιμπεριαλιστική υπερεπέκταση» που έχει ιστορικά αποβεί μοιραία για όλες τις υπερδυνάμεις, από τη Ρώμη μέχρι τη Βρετανία. Ο Τζορτζ Μπους ο νεότερος, η Κλίντον και ο Μπάιντεν επέμειναν να διατηρήσουν την παγκόσμια αμερικανική ηγεμονία και να επιχειρήσουν δυναμικές αντεπιθέσεις εναντίον των ανταγωνιστών τους, με αμφίβολα αποτελέσματα. Αντίθετα, ο Ομπάμα, ο Σάντερς και ο Τραμπ, καθένας από πολύ διαφορετικά σκοπιά, προσπάθησαν να βρουν δρόμους για μια ομαλή προσγείωση του αμερικανικού αητού σε χαμηλότερα ύψη και να περιορίσουν τα πολεμικά μέτωπα, εστιάζοντας (ο πρώτος και ο τρίτος) στην αντιμετώπιση της Κίνας. Οι υποσχέσεις για απόσυρση από τους επικίνδυνους πολέμους στην Ουκρανία και τη Μέση Ανατολή έχουν μεγάλη απήχηση στα λαϊκά στρώματα, αν και ο εθνοκεντρικός ιμπεριαλισμός του Τραμπ συναντά ισχυρή αντίσταση από το βαθύ κράτος, που συνεχίζει να επενδύει στον κοσμοπολίτικο, διατλαντικό ατλαντισμό, ως πρώτη επιλογή των ΗΠΑ.
Θα ήταν μεγάλη αφέλεια να πιστέψει κανείς ότι ο Τραμπ είναι σε θέση να εκπληρώσει τις υποσχέσεις που τον έκαναν δημοφιλή. Οι ψηφοφόροι του από τις λαϊκές τάξεις και οι ηγέτες ανταγωνιστικών προς τις ΗΠΑ χωρών που περιμένουν, ίσως, ότι θα επωφεληθούν από την εκλογή του είναι καταδικασμένου να υποστούν οδυνηρές διαψεύσεις. Όπως και στην πρώτη τετραετία του, ο Τραμπ δεν πρόκειται να ωφελήσει τις λαϊκές τάξεις αλλά τη δική του, μεγαλοαστική τάξη- ήδη ο πλουσιότερος άνθρωπος του κόσμου, ο Έλον Μασκ, ετοιμάζεται να αναλάβει κατ’ εντολήν του Τραμπ κυβερνητικό πόστο με αποστολή τη δραστική περικοπή κρατικών δαπανών, κάτι που θα πλήξει κοινωνικές υποδομές και υπηρεσίες. Στο Ουκρανικό, το πολύ να οδηγηθεί όχι σε ειρήνευση, αλλά σε μια εκεχειρία που θα αφήνει άλυτα όλα τα θεμελιώδη προβλήματα με τη Ρωσία και θα εγκυμονεί τις επόμενες κρίσεις. Ο Τραμπ ενδέχεται να αποδειχθεί ακόμη πιο επικίνδυνος από τον Μπάιντεν απέναντι στην Κίνα και ακόμη πιο αφοσιωμένος στο Ισραήλ του Μπέντζαμιν Νετανιάχου, σε βάρος των Παλαιστινίων και του Ιράν- ήδη οι τελευταίες εικασίες περί απόπειρας δολοφονίας τους από Ιρανούς δεν προοιωνίζονται τίποτα το καθησυχαστικό.
Η νίκη του Τραμπ προσέφερε τον αδιαμφισβήτητο ηγέτη που αναζητούσε η «Διεθνής των εθνικιστών», οι ανερχόμενες σε διεθνή κλίμακα και ιδιαίτερα στην Ευρώπη δυνάμεις της Ακροδεξιάς. Τις συνέπειες θα τις δούμε σύντομα. Σε κάθε περίπτωση, η επικράτηση αυτού του ρεύματος καταδεικνύει με τον πιο κατηγορηματικό τρόπο τις τραγικές συνέπειες που έχει για τις κοινωνίες και τον πολιτισμό μας η έκλειψη της Αριστεράς ως πολιτικού εκπροσώπου των λαϊκών τάξεων και του αντιιμπεριαλιστικύ αγώνα. Όσο δεν αρχίζουν σοβαρές προσπάθειες για να ξεπεραστεί αυτό το ιστορικό κενό, ο Τραμπ και οι όμοιοί του θα παίζουν χωρίς αντίπαλο.