Η Ανάσταση μαγεία θα ’ναι με χορτοφαγία

Οι παππούδες μας και οι γονείς μας έτρωγαν κρέας μία στις τόσες και αν. Στα φτωχότερα χωριά μάλιστα περίμεναν γάμους, βαφτίσια και τίποτα πανηγύρια για να γλείψουν κάνα λαχταριστό κοκαλάκι. Ακολουθούσαν εκόντες-άκοντες τη δοκιμασμένη μεσογειακή διατροφή: ζαρζαβάτι, κηπευτικά κι άγιος ο Θεός! Πλημμυρισμένα στο λάδι, ασφαλώς, που έρρεε άφθονο σε τεντζερέδες, σκουτέλια, λυχνάρια, ενίοτε και στα μπατζάκια τους. Ωσπου προέκυψε η Κατοχή.

 

Βουτούσαν άπληστα οι κατακτητές σύμπασα τη γεωργική και κτηνοτροφική παραγωγή κι ο κοσμάκης λιμοκτονούσε στις πόλεις και υποσιτιζόταν στην ύπαιθρο. Πετσί και κόκαλο είχαν απομείνει μετά τον πόλεμο οι επιζήσαντες. Η Απελευθέρωση, παρ’ ελπίδα, ελαχίστως βελτίωσε την κατάσταση. Στον συνολικό ζόφο προστέθηκαν οι χαίνουσες πληγές του Εμφυλίου. Το τέλος του βρήκε εντελώς κατεστραμμένη τη χώρα. Και διχασμένη στο έπακρο. Οι νικητές του, συνεργάτες των ναζί μέχρι προ τινος, εκδικούνταν με μανία τους ηττημένους.

 

Εκείνους δηλαδή που πολέμησαν Γερμανούς και Ιταλούς στο βουνό. Η απόλυτη διαστροφή της Ιστορίας. Οσοι αριστεροί γλίτωσαν απ’ τα εκτελεστικά αποσπάσματα, δεινοπαθούσαν ανυπεράσπιστοι στα ξερονήσια. Οι νέοι της επαρχίας δεν είχαν την παραμικρή προοπτική επιβίωσης στον τόπο τους. Αναζήτησαν μοιραία δουλειά σε εργοστάσια κρατών του εξωτερικού που αναπτύσσονταν σε οπωσούν ορθολογική βάση.

 

kokoretsi

 

Λαθραία στην αρχή κι ύστερα νόμιμα διασκορπίστηκαν στα τέσσερα σημεία του ορίζοντα. Κακούργα μετανάστευση. Με τον ανθό της ελληνικής νεολαίας εκτός κάδρου, η ανοικοδόμηση της χώρας δρομολογήθηκε σε στρεβλές ατραπούς. Αλλοτε αγρότες και τσελιγκάδες κατέκλυσαν τα υδροκέφαλα αστικά κέντρα, ξεροσταλιάζοντας νυχθημερόν στα γιαπιά. Από το 1955 και έπειτα ένιωσαν σάμπως να στέκεται κάνα φραγκάκι στις τσέπες τους. Και έσπευσαν να το διοχετεύσουν στους χασάπηδες. Οι στερήσεις τόσων ετών προκάλεσαν δυσερμήνευτα συλλογικά σύνδρομα. Η εξήγησή τους θα ’κανε κορυφαίους ψυχοθεραπευτές να καίνε δημοσίως εις ένδειξιν διαμαρτυρίας τα πτυχία τους. Το κρέας αντικατέστησε το ψωμί ως βασικό είδος διατροφής, εκτοπίζοντας διά παντός όσπρια, λαχανικά και σαλάτες.

 

Ιδιαζόντως μεταλλαγμένο, το τραπέζι στρωνόταν με μπριζόλες ή παϊδάκια το μεσημέρι, μπιφτέκια ή ζυγούρι το βράδυ, ενώ το επιδόρπιο περιλάμβανε σουβλάκια στις πλατείες τους θερινούς μήνες. Η χοληστερόλη έκανε πάρτι στο αίμα, με τις τιμές της να αυξάνονται ευθέως ανάλογα με τις αθρόες εισαγωγές μοσχαριών από την Αργεντινή, προβάτων από τη Νέα Ζηλανδία και χοιριδίων από τις αδελφές ευρωπαϊκές χώρες.

 

Απογείωση διαστημική πυροδοτούνταν το Πάσχα. Η μέση οικογένεια το ’χε σε κακό να μη σουβλίσει μισό κοπάδι αρνιά γάλακτος με τα συναφή κοκορέτσια, φρυγαδέλια, γαρδουμπάκια και εξοχικά. Εποχές παχέων βοοειδών κατά κυριολεξία. Θες όμως η εκστρατεία για την καταπολέμηση της χοληστερίνης, θες η κλωνοποίηση της Ντόλι και οι τρελές αγελάδες, η κατά κεφαλήν κατανάλωση κρέατος υποχώρησε για να μειωθεί αισθητά τους αλήστου μνήμης καιρούς των Μνημονίων. Το εθνοσωτήριο γκοβέρνο της Νου Δου, μολαταύτα, πέτυχε τον άθλο να τη μηδενίσει ολοσχερώς.

 

Σαρώνει η ακρίβεια τα λαϊκά εισοδήματα. Δεκάξι ευρώ το κατσίκι κι άλλα τόσα το λάδι δεν αφήνουν περιθώρια για πατροπαράδοτη Λαμπρή. Υπάρχει τρόπος, ωστόσο, να μη μείνουμε νηστικοί χρονιάρες μέρες. Το βίγκαν εορταστικό μενού που προτείνουμε φαντάζει σχετικά προσιτό στον καθένα. Ιδού: μαγειρίτσα μανιταριών με κινόα, κεφτεδάκια φακής, οβελίας από ζουμερό φιλέτο κόκκινων φασολιών, κεμπάπ ρεβυθιών και φυσικά μπιφτέκια από αρωματικό κιμά καβουρντισμένων ξηρών καρπών. Περί ορέξεως κολοκυθόπιτα, πά’ να πει. Και δη ψημένη σε κληματόβεργες, λόγω των ημερών. Και του χρόνου!

 

Δημήτρης Νανούρης