Bullying: «Η μάνα σου ξέρει ότι είσαι ανώμαλος ή είναι τα ίδια σκ***;» Ο «Α» μεγάλωσε αλλά δεν ξεχνά

Κατσαρέλη Σοφία

 

Ο μικρός «Α» μεγάλωσε, αλλά δεν ξέχασε ποτέ. Τα υποτιμητικά γέλια, τις χυδαίες βρισιές, τη σωματική βία. Γιατί μπορεί τα σημάδια από τα χτυπήματα στο σώμα να φεύγουν, αυτά που αφήνει όμως το bullying στην ψυχή, μένουν για πάντα. Αυτή είναι η ιστορία ενός παιδιού, που έπεσε... κάποτε θύμα σχολικής βίας.

 

Σχολική βία. Βία λεκτική, ψυχολογική, σωματική. Στυγνή, αποκρουστική, αδικαιολόγητη κακοποίηση σώματος και ψυχής με διάρκεια εφ’όρου ζωής. Ένα σκοτάδι βαθύ, μέσα στο οποίο δεν επιτρέπεται και δεν αξίζει, να μπει ποτέ καμία παιδική ψυχή. Γι’αυτό και δεν νοείται να γίνεται το bullying αποδεκτό ή έστω ανεκτό.

 

Ο μικρός «Α» ήταν 12 ετών, όταν ξεκίνησε το μαρτύριό του. Όταν κάποιοι συμμαθητές του αποφάσισαν, έτσι, επειδή μπορούσαν, να του κάνουν τη ζωή κόλαση. Εντόπισαν τα «αδύνατα» σημεία του, έμαθαν τις συνήθειές του, προέβλεπαν τις κινήσεις του. «Διάβασαν» τον φόβο του και πάτησαν πάνω σε αυτόν, για χρόνια. Τον χλεύασαν, τον έβρισαν, τον χτύπησαν. Έφτασαν στο σημείο, να τον ρίξουν από τις σκάλες του σχολείου. Έτσι, για να γελάσουν. Κι όταν τον είδαν να ξεσπά, του φώναξαν… «Κλάψε λίγο ακόμα».

 

Εκείνος προσπαθούσε να περνά απαρατήρητος, να τους αποφεύγει, ενώ ντρεπόταν να μιλήσει στους δικούς του. Έβλεπε ακόμη και τους παιδικούς του φίλους, να απομακρύνονται ένας ένας. Και βέβαια έτρεμε, δεν τολμούσε να υψώσει το ανάστημά του. Ήταν μικροκαμωμένος και μόνος. Ήταν «μάγκες» και πολλοί. Ακόμα κι εκείνη τη μοναδική φορά που αντιστάθηκε, έφαγε ξύλο.

 

Ο μικρός «Α» μεγάλωσε και μεγάλωσε καλά. Στα 40 του χρόνια σήμερα, έχει κάνει αξιόλογες σπουδές στην Ελλάδα και το εξωτερικό, ενώ έχει ήδη διανύσει μία αξιοζήλευτη πορεία στον επαγγελματικό του χώρο. Μα κυρίως, έχει γίνει καλός άνθρωπος, δούλεψε με τον εαυτό του και έμαθε, να αγαπά περισσότερο τους ανθρώπους.

 

Τον «Α» τον γνωρίζω προσωπικά και τον γνωρίζω χρόνια. Είναι ένας άνθρωπος, που γελά με την ψυχή του. Ήξερα τα βήματά του από τη γνωριμία μας και μετά. Όμως, πάντα κάτι υπήρχε στο βλέμμα του. Κάτι απροσδιόριστο, ανεξήγητο. Κι ήταν η στιγμή που μου άνοιξε την καρδιά του, που έριξε «φως» σε όλα. Σε κάθε κίνηση, σε κάθε επιλογή, κάθε απόφαση, αντίδραση, ανησυχία. Στα πάντα! Ήταν το μαρτύριο που υπέμεινε για τρία χρόνια, που διαμόρφωσε τον χαρακτήρα του. Ήταν τα σημάδια που του άφησαν οι «μπούληδες» στο σώμα και την ψυχή τα «παράσημά» του για ό,τι είναι σήμερα.

 

Όμως η αλήθεια είναι μία. Όσο μακριά κι αν πας, όσο κι αν ταξιδέψεις, όσο κι αν απομακρυνθείς από τον «τόπο του εγκλήματος», στην πραγματικότητα, δεν μπορείς να ξεφύγεις ποτέ. Την πληγή της κακοποίησης την κουβαλάς πάντα και παντού μαζί σου. Ακόμα κι αν κάνεις 25 χρόνια για να ξαναπεράσεις από την πλατεία, όπου σε περίμεναν κάποτε οι βασανιστές σου. Όπως ακριβώς έκανε κι ο «Α», που μπορεί να μεγάλωσε, αλλά δεν ξέχασε ποτέ. Πώς θα μπορούσε άλλωστε... Τα σημάδια που αφήνει το bullying μένουν για πάντα. Σαν ένα τραύμα που πονάει κάθε τόσο, κάθε που αλλάζει ο καιρός.

 

Αυτή είναι η ιστορία του «Α» μέσα από τα δικά του λόγια…

 

«Α» μπορείς να περιγράψεις τι σου συνέβη; Πότε άρχισε και πόσο κράτησε το μαρτύριό σου;

 

«Ξεκίνησε στα μέσα της πρώτης γυμνασίου, δηλαδή γύρω στα 12 και κορυφώθηκε στην Τρίτη γυμνασίου. Πολύ απλά, αυτό που μου συνέβη, είναι αυτό που συμβαίνει στα περισσότερα παιδιά που τους ασκείται σχολική βία. Έγινα στόχος μιας βίαιης κατάστασης, που όχι μόνο δεν την προκάλεσα, αλλά και δεν κατάλαβα και ποτέ γιατί έπρεπε να συμβεί».

 

Πώς ξεκίνησε και πότε έγινε ξεκάθαρο, ότι δεν ήταν «πειράγματα» αλλά άσκηση βίας; Υπήρξε κλιμάκωση στη συμπεριφορά αυτών των παιδιών ή ήταν εξαρχής βίαιοι;

 

«Η αφορμή ήταν λίγο ασαφής, δεν μπορώ να το εξηγήσω πολύ καλά, αλλά θα προσπαθήσω. Υπήρχαν τρία "κύματα" bullying.

 

Εγώ στα 12 ήμουν ένα πιτσιρίκι που δεν είχε μπει ακόμα στην εφηβεία. Για την ακρίβεια απείχα πολύ από το εφηβικό στάδιο, ήμουν ένα αγόρι πολύ κοντό, πολύ αδύνατο, με παιδική φωνή και μια λογική ότι το γυμνάσιο δεν είναι κάτι διαφορετικό από το δημοτικό. Με άλλα λόγια ήμουν ακόμα παιδί. Σε αντίθεση με τους υπόλοιπους συμμαθητές μου, που είχαν ήδη αντιληφθεί, ότι μπαίνουν σε έναν άλλο κόσμο, ενώ μερικοί εξ αυτών άρχισαν να συμπεριφέρονται σαν έφηβοι.

 

Με αυτή την αφορμή λοιπόν, ξεκίνησε το πρώτο «κύμα» bullying το οποίο βασιζόταν στην παιδικότητα μου η οποία και μεταφράστηκε ως ομοφυλοφιλία. Στην αρχή υπήρχαν «ψίθυροι», τους οποίους αντιλαμβανόμουν, κανείς όμως δεν μιλούσε ανοιχτά. Αυτό νομίζω ήταν το κομμάτι που με πόνεσε περισσότερο, γιατί αυτοί οι ψίθυροι προέρχονταν από παιδιά με τα οποία ήμασταν μαζί 6 χρόνια από το δημοτικό.

 

Κατά τη διάρκεια αυτών των ψίθυρων λοιπόν, συνέβη ένα περιστατικό που πυροδότησε το δεύτερο κύμα, το οποίο απέκτησε όλα τα χαρακτηριστικά του κλασικού bullying. Ένα πρωί – ήταν Δευτέρα άνοιξη σαν τώρα το θυμάμαι – στο πρώτο διάλειμμα πήγα τουαλέτα και κάποιοι άνοιξαν την πόρτα την ώρα που τη χρησιμοποιούσα. Τα παιδιά που άνοιξαν την πόρτα (χωρίς να ξέρουν ότι υπάρχει κάποιος μέσα) βγήκαν γελώντας και ενώ θα μπορούσε να ήταν περιστατικό, που θα το λέγαμε και θα γελάμε όλοι μαζί, αυτοί το πήραν ως εφαλτήριο, για να χειροτερέψουν ακόμα περισσότερο τα πράγματα. Από εκείνη τη στιγμή, ξεκίνησε ο πραγματικός εφιάλτης γιατί σχεδόν καθημερινά είχα να αντιμετωπίσω μια ομάδα παιδιών, γύρω στα 3-4 άτομα που με έβριζαν χυδαία όχι απλά εμένα αλλά και τους γονείς μου. Μια φράση που άκουσα και πραγματικά εκεί κατέρρευσα ήταν «Η μάνα σου το ξέρει ότι είσαι ανώμαλος ή είναι κι αυτή τα ίδια σκ***;». Από την άλλη, είχα τους «φίλους» μου από το δημοτικό που σιγά σιγά και διακριτικά απομακρύνονταν όταν τους είχα περισσότερο ανάγκη και έπρεπε να διαχειριστώ και αυτό που με πλήγωνε πολύ.

 

Κάποια στιγμή συνειδητοποίησα ότι όλο αυτό με ακολουθούσε και εκτός σχολείου. Ένα απόγευμα περνούσα από την πλατεία της περιοχής και έτυχε να διασταυρωθώ με αυτά τα συγκεκριμένα άτομα. Με το που με είδαν, φώναζαν διάφορες βρισιές τύπου «νάτος ο μ*****ς του σχολείου». Όλα αυτά τα φώναζαν στη γειτονιά μου. Εκεί βρίσκονταν οι άνθρωποι με τους οποίους μεγάλωσα, ο περιπτεράς της γειτονιάς, οι μαγαζάτορες που είχαν τα μαγαζιά τους εκεί και τα άκουσαν όλα. Κανείς δεν βγήκε βέβαια να τους βάλει στη θέση τους, αλλά εγώ ήθελα να ανοίξει η γη να με καταπιεί γιατί δεν ήθελα να ξέρει κανένας τι περνούσα στο σχολείο και φυσικά έτρεμα στην ιδέα ότι μπορεί να το μάθει η οικογένεια μου. Από εκείνη την πλατεία έκανα να περάσω περίπου 25 χρόνια.

 

Τα πράγματα λίγο ηρέμησαν στη Δευτέρα γυμνασίου η αλήθεια είναι γιατί – καλά το μάντεψες – μπήκα στην εφηβεία. Η φωνή μου βάρυνε (πολύ μάλιστα), άρχισα να βγάζω τα πρώτα γένια και τα στόματα έκλεισαν. Όλος αυτός όμως ο τρόμος είχε προλάβει να φωλιάσει και δεν μπορώ να σου πω ότι ανακουφίστηκα. Αντίθετα, προσπαθούσα να περνάω απαρατήρητος όσο περισσότερο μπορούσα. Και είχα δίκιο τελικά γιατί αποδείχθηκε ότι ήταν μόνο η ηρεμία πριν την καταιγίδα.

 

Το τρίτο κύμα λοιπόν ήρθε στις αρχές της τρίτης γυμνασίου όταν μια συμμαθήτρια μου μου ζήτησε να κάτσουμε μαζί στο ίδιο θρανίο. Τότε ξαναφούντωσαν οι φήμες, γιατί «έκατσα με ένα κορίτσι». Τρέχε γύρευε λογική, δηλαδή. Τα πράγματα έγιναν πιο άγρια. Σε σχεδόν καθημερινή βάση ειδικά τους πρώτους μήνες έπρεπε να υποστώ μια λεκτική βία φοβερή, δεν μπορώ να σου περιγράψω τι άκουγα.

 

Ένα απόγευμα, ήμουν στο φροντιστήριο στα αγγλικά, όπου πήγαινα με το ποδήλατο. Το είχα αφήσει απέξω κατά τη διάρκεια του μαθήματος και όταν τελείωσα βρήκα σκασμένες τις σαμπρέλες. Ήταν η μόνη φορά που προσπάθησα να τους αντιμετωπίσω. Οι «μπούληδες» βρίσκονταν στο απέναντι πεζοδρόμιο και γελούσαν. Είχα θολώσει και πήγα να τους αντιμετωπίσω και δε σου κρύβω ότι επιτέθηκα πρώτος εγώ. Φυσικά, επειδή η σωματική μου διάπλαση ήταν μικροσκοπική, το μόνο που κατάφερα ήταν να φάω εγώ μια μπουνιά στο στομάχι. Ευτυχώς βγήκε γρήγορα η καθηγήτρια των Αγγλικών στο δρόμο και τους έδιωξε».

 

Αν μπορείς να θυμηθείς και αν θέλεις να το μοιραστείς, ποιο ήταν το πιο σκληρό πράγμα που σου έχουν κάνει, η πιο δύσκολη στιγμή σε όλο αυτό;

 

«Η βία ήταν κυρίως λεκτική και ψυχολογική, κάποια στιγμή έγινε και σωματική, ευτυχώς μόνο μια φορά. Νομίζω ότι το πιο σκληρό και βίαιο περιστατικό από όλα, που ήταν και η κορύφωση αυτής της ιστορίας, ήταν κάτι που έγινε δι’ ασήμαντον αφορμή, κυριολεκτικά όμως ασήμαντη αφορμή. Θυμάμαι ότι είχε χτυπήσει το κουδούνι να σχολάσουμε και εγώ περίμενα όπως πάντα να φύγουν όλοι από την τάξη, και να αποχωρήσω τελευταίος, γιατί φοβόμουν μη συναντήσω αυτά τα παιδιά. Δυστυχώς, είχαν καταλάβει την καθημερινή μου αυτή συνήθεια, και με περίμεναν δύο έξω από την αίθουσα. Εγώ όταν τους αντιλήφθηκα προσπάθησα να διατηρήσω την ψυχραιμία μου. Ο ένας μου έβαλε τρικλοποδιά την οποία και την απέφυγα. Άφησα να μου ξεφύγει ένα φύσημα ανακούφισης και όταν το άκουσε ο ένας, θύμωσε για κάποιο λόγο πολύ. Με έπιασε από την τσάντα πίσω και με έριξε στις σκάλες. Ευτυχώς δεν χτύπησα, μόνο τα χέρια μου τραντάχτηκαν από την πτώση, αλλά επειδή η ένταση και ο τρόμος ήταν πολύ έντονα, ξέσπασα σε κλάματα. Όταν σηκώθηκα πέρασαν από μπροστά μου και το ίδιο παιδί με έριξε στον τοίχο και μου είπε «κλάψε λίγο ακόμα». Μετά από αυτό το περιστατικό, άρχισε σταδιακά να σταματά αυτός ο εφιάλτης».

 

Κι όσο σου συνέβαινε όλο αυτό, δεν μίλησες σε κανέναν;

 

«Δε μίλησα σε κανέναν. Εκείνη την περίοδο είχαμε και ένα άλλο πολύ σοβαρό οικογενειακό πρόβλημα, και σκεφτόμουν ότι αν μιλήσω και γι’ αυτό οι γονείς μου θα κατέρρεαν. Και επιπλέον ντρεπόμουν πολύ. Τι να έλεγα; Ότι με βρίζουν κι ότι με χτυπάνε; Και αν με ρωτούσαν γιατί δεν τους αντιμετώπισες, θα έπρεπε να παραδεχτώ ότι ήμουν πολύ αδύναμος για να το κάνω και πως φταίω εγώ, που το άφησα να συμβεί. Οι ενοχές και η ντροπή δεν σε αφήνουν να μιλήσεις, δυστυχώς».

 

Ωστόσο, υπήρχαν άνθρωποι που είχαν καταλάβει, αλλά δεν αντέδρασαν ποτέ.

 

«Όλοι οι συμμαθητές μου ήξεραν. Προφανώς είχαν μεγάλο φόβο - και σε εμένα υπήρχε φόβος, όταν με «παράτησαν», γιατί βρήκαν καινούριο θύμα και δε μιλούσα. Αυτό είναι κάτι που τώρα το μετανιώνω πολύ. Αν μου έλεγες αν υπάρχει κάτι στη ζωή σου που θα άλλαζες, θα ήταν αυτό. Να υπερασπιστώ αυτό το παιδί. Προσπαθούσα να περάσω απαρατήρητος, να είμαι όσο το δυνατόν αόρατος, όμως, γιατί νομίζω δεν θα το άντεχα να ξαναπεράσω τα ίδια».

 

Τι σημαίνει bullying για την ψυχούλα ενός παιδιού; Τι περνάει το παιδί όσο το ζει; Εσύ πώς ήσουν τόσο στο σχολείο όσο και στο σπίτι, όταν γύριζες και δεν ήθελες να καταλάβουν οι δικοί σου τι περνούσες.

 

«Bullying σημαίνει βαθύ σκοτάδι. Θυμάμαι ότι ντρεπόμουν να περπατήσω μπροστά σε κόσμο. Δε μιλούσα σχεδόν καθόλου γιατί φοβόμουν τα «κοκοράκια» στη φωνή (που είναι απολύτως φυσιολογικά στην εφηβεία για τα αγόρια). Η έξοδος μου ήταν ένα σινεμά τα Σάββατα, όπου πήγαινα μόνος μου, και μετά πάλι μόνος μου για φαγητό. Η απόδοσή μου στο σχολείο προφανώς έπεσε κατακόρυφα, γιατί δε διάβαζα ποτέ και δε μπορούσα να διαβάσω και φυσικά έχανα πάντα την πρώτη ώρα, για να αποφύγω να συναντήσω κάποιον τους συμμαθητές μου στο δρόμο που πήγαινα στο σχολείο. Στα διαλείμματα καθόμουν μέσα στην τάξη, ποτέ στο προαύλιο, καθόμουν μόνος μου στο τελευταίο θρανίο και απέφευγα επιμελώς να συμμετέχω στα μαθήματα.

 

Οι δικοί μου δυστυχώς δεν κατάλαβαν τίποτα. Καταλαβαίναν, ότι δεν είμαι καλά προφανώς, αλλά νόμιζαν ότι απλά περνώ άσχημη εφηβεία. Προσπαθούσα κι εγώ να είμαι λίγο πιο «χαρούμενος» στο σπίτι, όσο μπορούσα τουλάχιστον».

 

Γιατί πιστεύεις, ότι γίνονται τόσο σκληρά τα παιδιά;

 

«Δεν ξέρω. Δε σου έχω απάντηση σε αυτό. Μπορεί είναι θέμα οικογένειας. Μπορεί και όχι. Νομίζω ότι όσα παιδιά ασκούν bullying είναι παιδιά ανασφαλή που έχουν τα δικά τους θέματα. Δεν τα δικαιολογώ, αλλά θέλω να πιστεύω ότι δεν είναι σκληρά απλά γιατί έτσι είναι ο χαρακτήρας τους».

 

Πότε τελείωσε όλο αυτό και πώς;

 

«Πέρα από το περιστατικό με το ποδήλατο, δεν εναντιώθηκα ποτέ ουσιαστικά σε αυτά τα παιδιά. Δεν είχα ούτε τη δύναμη, ούτε το χαρακτήρα, αν θες, να το κάνω. Με είχε ρίξει τόσο πολύ όλο αυτό που απλά το μόνο που επιζητούσα ήταν η ησυχία μου. Γι’αυτό προσπαθούσα να είμαι αόρατος. Τελείωσε όταν θέλησαν αυτοί να το τελειώσουν. Όταν με βαρέθηκαν και βρήκαν το επόμενο τους θύμα».

 

Τελικά, ξεπερνιέται ποτέ αυτό το τραύμα; Εσύ πώς το χειρίστηκες και πώς αισθάνεσαι τόσα χρόνια μετά; Είναι κάτι μακρινό, που ίσως να μοιάζει, σαν να το έζησε κάποιος άλλος ή σε ακολουθεί πάντα και παντού και δεν σε αφήνει ενδεχομένως να απολαύσεις κάποια πράγματα;

 

«Πλήρως δε νομίζω ότι ξεπερνιέται αλλά σε πολύ μεγάλο βαθμό, ναι. Τουλάχιστον στο βαθμό που δεν επηρεάζει τις επιλογές σου ή την καθημερινότητα του. Εγώ σώθηκα με την ψυχοθεραπεία. Είχα κρύψει μεγάλα κομμάτια αυτή της ιστορίας κάτω από το χαλί, γιατί για πολλά χρόνια θεωρούσα ότι όσο δεν το σκέφτομαι τόσο δε θα ενοχλεί και κάποια στιγμή θα φύγει, δε μπορεί. Όταν ξεκίνησα για τα καλά ψυχοθεραπεία, τότε αναμετρήθηκα πολλές φορές με το αυτό το συγκεκριμένο γεγονός και ακόμα αναμετριέμαι. Απλά τώρα πια δε με πιάνει η ανατριχίλα που είχα τις πρώτες φορές που ανέσυρα από τη μνήμη μου πρόσωπα και καταστάσεις. Χρειάστηκε πολύ θάρρος για να το ξεστομίζω στον θεραπευτή μου και να ξετυλίξουμε μαζί το κουβάρι των γεγονότων, για να μπορέσω να κατανοήσω τι έγινε και πώς με επηρέασαν όλα αυτά».

 

Αντιλαμβάνομαι, ότι αυτό που πέρασες, διαμόρφωσε κατά πολύ τον χαρακτήρα σου και το ποιος είσαι σήμερα. Θα έλεγες, ότι το παρελθόν σε «καθοδηγούσε» με κάποιον τρόπο προς μία συγκεκριμένη κατεύθυνση; Να φεύγεις, να εξελίσσεσαι, να κάνεις πράγματα, σαν να πρέπει να αποδείξεις κάτι σε κάποιον;

 

«Εννοείται ότι διαμόρφωσε ολόκληρη τη ζωή μου, όχι μόνο το χαρακτήρα μου. Είχε πιστεύω δυο πολύ σοβαρούς αντίκτυπους. Ο πρώτος είναι ότι ύψωσα ένα μεγάλο τείχος προστασίας, το οποίο προσπαθούσε να κρατήσει μακριά τόσο τους άλλους, όσο και τον ίδιο μου τον εαυτό. Σαν να έχτισα ασυνείδητα μια περσόνα η οποία έβαζε όρια στο τι μπορώ να ζήσω και τι όχι και με προστάτευε από την ενδεχόμενο απόρριψης ή αποτυχίας. Ασφυκτιούσα μέσα εκεί, αλλά ταυτόχρονα ένιωθα ασφαλής. Ακόμα μεγαλύτερο πρόβλημα έγινε όταν η ζωή μου πίσω από αυτό το τείχος με τον καιρό έγινε τέτοια συνήθεια, σε σημείο που δεν αντιλαμβανόμουν ότι ήμουν φυλακισμένος.

 

Ο δεύτερος είναι το φευγιό. Δεν με χωρά ο τόπος, που λέμε. Δεν στεριώνω σε κανενός είδους σχέση, είτε προσωπική, είτε επαγγελματική είτε φιλική. Δεν έχω κάτσει για παράδειγμα σε δουλειά παραπάνω από δυο χρόνια. Και αυτό έχει να κάνει λίγο με το φόβο μου μην εκτεθώ, μην κάποιος καταλάβει και παραβιάσει αυτό το τείχος. Επίσης έχει να κάνει με την εσωτερική μου ανάγκη να αποδείξω πράγματα στον εαυτό μου και τους άλλους, ότι έχω το πάνω χέρι και ότι κανείς δε μπορεί να με εκμεταλλευτεί. Αλλά κυρίως και πάνω από όλαν έχει να κάνει με την ανάγκη μου να βρω χαραμάδες οξυγόνου. Προσπαθώ δηλαδή να βρω, να έχω μια ελευθερία την οποία έχω στερήσει – ή μάλλον μου έχουν στερήσει – από τον εαυτό μου.

 

Από την άλλη βέβαια μου έκανε και ένα καλό η όλη ιστορία. Όσο και αν φαίνεται περίεργο, αγάπησα πολύ τους ανθρώπους. Και ειδικά αυτούς που ανήκουν στις λεγόμενες μειοψηφίες και υπόκεινται σε κάθε είδους αποκλεισμό. Προφανώς, γιατί είμαι ομοιοπαθής. Ανέπτυξα παράλληλα πολύ την αίσθηση του δικαίου. Θεωρώ ότι μου διαμόρφωσε έναν κανόνα αξιών, που σε διαφορετική περίπτωση ενδεχομένως να μην ήταν τόσο έντονος».

 

Ξέρεις πού βρίσκονται αυτά τα παιδιά σήμερα, τι απέγιναν στη ζωή τους;

 

«Ξέρω ότι ο ένας έφυγε από υπερβολική δόση στα 26 του. Τυχαία είδα επίσης έναν άλλον σε μια γνωστή αλυσίδα καταστημάτων, που εργαζόταν ως σεκιούριτι. Όταν συναντήθηκαν τα βλέμματα μας, μου χαμογέλασε και δεν σου κρύβω ότι μούδιασα. Και θύμωσα γιατί κατάλαβα ότι γι’ αυτόν ήταν περασμένα ξεχασμένα. Δεν ξέρω αν τα θυμόταν - ίσως εγώ να ήμουν ακόμα ένας συμμαθητής του, που έπρεπε να υποστεί την εφηβεία που περνούσε ο ίδιος».

 

Τι λες σε κάποιον που είναι θύμα bullying και δεν έχει το θάρρος να μιλήσει γι’αυτό;

 

«Νομίζω, τίποτα δε θα του πω. Απλώς θα τον έπαιρνα μια μεγάλη αγκαλιά. Αυτό έχει ανάγκη. Και μετά θα τον πήγαινα κάπου να χορέψουμε μέχρι τελικής πτώσης, για να γευτεί επιτέλους την ανεμελιά που κάποιοι αποφάσισαν χωρίς λόγο να του στερήσουν».