Στην καλογερική μαγειρική αναφέρεται, μεταξύ άλλων ο Άγιος Σάββας ο Ηγιασμένος κτήτορας μεγάλου μοναστηριού, ο οποίος έζησε τον 6ο αιώνα.
Στα εκκλησιαστικά βιβλία, αλλά και στο βίο του Αγίου Σάββα, γίνονται ειδικές μνείες στη μαγειρική κατά τη διάρκεια κατηχήσεων και διδασκαλιών μοναχών, όπως η ακόλουθη:
«Όταν πέρασε αρκετός καιρός, ο Ιάκωβος ανέλαβε την υπηρεσία του ξενώνα της Λαύρας του Αγίου Σάββα. Ως εκ τούτου, αναγκαζόταν να μαγειρεύει γι’ αυτούς που έβγαιναν στην έρημο για να μαζέψουν φρύγανα. Κάποτε, λοιπόν, μαγείρεψε φάβα από μπιζέλια και ήταν τόση πολλή που έφαγαν μια μέρα, έφαγαν δεύτερη, περίσσεψε πάλι και έτσι την έριξε από το παράθυρο στον χείμαρρο που παρρέρεε της Μονής.
Ο Άγιος Σάββας το είδε από το κελί του που ήταν ψηλά. Κρυφά, κατέβηκε και μάζεψε καθαρά καθαρά τη μπιζελόφαβα. Ύστερα την άπλωσε και την ξέρανε. Πέρασε αρκετός καιρός, όταν κάποια στιγμή αποφασίζει να καλέσει τον Ιάκωβο μόνο του για φαγητό, αφού είχε τελειώσει την υπηρεσία του στον ξενώνα. Μαγειρεύει καλά την αποξηραμένη μπιζελόφαβα με διάφορα μυρωδικά χόρτα και την παραθέτει στο τραπέζι.
Ενώ έτρωγαν λέγει ο γέροντας :»Συγχώρα με, αδερφέ μου, γιατί δεν ξέρω να μαγειρεύω καλά και μάλλον δε θα σου άρεσε το φαγητό».
Σ’ αυτά απάντησε ο Ιάκωβος : «Μου παρά άρεσε σεβαστέ μου πατέρα. Χρόνια έχω να φάω τόσο νόστιμο φαγητό».
Συνεχίζει, όμως, ο γέροντας: «Πίστεψέ με παιδί μου, αυτό που τρως είναι εκείνη η μπιζελόφαβα που πέταξες από τον ξενώνα στο χείμαρρο. Μάθε λοιπόν, ότι αυτός που δεν μπορεί να μετρήσει μια κατσαρόλα όσπρια, ανάλογα με τις ανάγκες αυτών που πρέπει να ταϊσει και να μην πάει τίποτε χαμένο, αυτός δεν μπορεί να κουμαντάρει συνοδεία αδερφών. Το είπε και ο Απόστολος Παύλος:»Αν κανείς δεν ξέρει να κυβερνήσει το σπίτι του, πώς θα μπορέσει να επιμεληθεί εκκλησία του Θεού». Αυτά άκουσε ο Ιάκωβος, ωφελήθηκε πολύ και τράβηξε για το κελί του».