Αποστόλης Καλαντζής, Συνταξιούχος εκπαιδευτικός Πρωτοβάθμιας Εκπαίδευσης.
Φτωχή η πατρίδα μου η Ήπειρος. Το έδαφος αχαμνό και το χώμα
λιγοστό. Άντε να προκόψουν σπορές και οπωρικά. Οι γονείς μου
αγρότες. « Άϊντε να μάθεις γράμματα», μου είπαν. Έγινα δάσκαλος.
Στις αρχές του 1964 πρωτοδιορίστηκα στην επαρχία Βάλτου
Αιτωλοακαρνανίας. Χωριά με φανταστικά τοπία, σπουδαία ιστορία
και υπέροχους ανθρώπους. Τοποθετήθηκα στην Παυλιάδα, έναν
συνοικισμό του χωριού «Γιάννης Σταθάς», που παλιότερα ονομάζονταν
Δούνιστα.
Το χωριό αυτό έπαιξε σπουδαίο ρόλο κατά την επανάσταση
του 1821, καθώς αποτελούσε αρματολίκι με οπλαρχηγό τον Δημήτρη
Καραΐσκο ή Καραϊσκάκη. Σύμφωνα με κάποιες πηγές, ο Δημήτρης
Καραΐσκος ήταν πατέρας του στρατηγού Γεωργίου Καραϊσκάκη και μιας
καλογριάς, γι’ αυτό αργότερα τον έλεγαν «ο γιός της καλογριάς».
Στην Παυλιάδα, υπήρχε κανονικό Σχολείο με μια αίθουσα κι ένα γραφείο
που το χρησιμοποιούσε ο δάσκαλος για κατοικία. Όταν πρωτόρθα στο
χωριό, με καλωσόρισαν δυο καλοκάγαθοι γείτονες, ο μπάρμπα-Κώστας
Σιατής και η κυρά-Χαρίκλεια, και με βεβαίωσαν με μεγάλη προθυμία ότι
θα με συνδράμουν σε ό,τι χρειαστώ.
Οι χωριανοί, φτωχοί άνθρωποι, ήταν αγρότες με λίγα χωραφάκια και λίγα
ζωντανά. Κατά τους χειμερινούς μήνες, για να ενισχύσουν το εισόδημά
τους, πήγαιναν και έσκαβαν για να βγάλουν ρεικόριζα (ρίζα από ρείκια)
που την πουλούσαν σε έμπορο για κατασκευή τσιμπουκιών. Αγαθοί
άνθρωποι, με δέχτηκαν με καλοσύνη και παρ’ όλη τη φτώχια τους, ήταν
πολύ φιλόξενοι. Στις γιορτές όλοι τους με καλούσαν για να φάμε στο
σπίτι τους.
Σ’ ένα σπίτι ήταν το κοινοτικό τηλέφωνο που λειτουργούσε και σαν
καφενείο. Το διατηρούσε ένας γέρος, ο μπάρμπα-Μήτσος Σιατής,
επειδή ο γιός του ο Αντρέας ήταν συνεχώς στα χωράφια και στα
ζωντανά. Κάθε απόγευμα πήγαινα στο καφενείο και παίζαμε κολτσίνα με
τον μπάρμπα-Μήτσο. Το έπαθλο ήταν ένα λουκούμι. Συνέχεια με κέρδιζε
ο μπάρμπα-Μήτσος. Μια από τις πολλές φορές κέρδισα κι εγώ και λέω
στη Θειά-Μήτσαινα: «Φέρε μου το λουκούμι κι έναν σπάγκο». «Τι τον
θέλεις το σπάγκο;» με ρωτάει. «Να το κρεμάσω στην κερασιά του
σχολείου», της λέω. Ο μπάρμπα-Μήτσος έσκασε στα γέλια.
Το χωριό δεν είχε εκκλησία παρά ένα εξωκλήσι. Παρακάλεσα τον παπά-
Γιάννη από τον Σταθά να έρχεται μια φορά το μήνα στο ξωκκλήσι για
λειτουργία, επειδή η Παυλιάδα ήταν μια ώρα μακριά από τον Σταθά, και
μου ήταν δύσκολο να πηγαίνω τα παιδιά εκεί.
Εκείνος αρνούνταν με τη
δικαιολογία ότι η υγεία του δεν του το επέτρεπε. Μια μέρα που περνούσε
από το χωριό ο παπάς, ο μπάρμπα-Μήτσος του φώναξε: «Εεε, εσύ με τα
μαύρα φουστάνια, ξέχασες την αποστολή σου… Εμείς δεν είμαστε
χριστιανοί;» Ο παπάς τάχυνε το βήμα του και εξαφανίστηκε.
Του Αγίου Κωνσταντίνου γιόρταζαν πολλοί χωριανοί. Ένας απ’ αυτούς
ήταν και ο Κώστας Κατσούλης που είχε ένα κοπάδι γίδια. Έρχονταν
τακτικά τα βράδια στο Σχολείο να μάθει νέα από ένα μικρό τρανζίστορ
που είχα. Ήταν η εποχή που ο Γκαγκάριν πήγε στο διάστημα και το
ενδιαφέρον όλων μας ήταν μεγάλο γι’ αυτό το επίτευγμα. «Θα σε
καλούσα στη γιορτή μου, αλλά δεν έχω σπίτι και μένω σε καλύβα»,
μου είπε. «Αύριο, Κώστα, θα έρθω να φάμε μαζί», του υποσχέθηκα. Η
χαρά του ήταν απερίγραπτη. Οι δε χωριανοί σχολίαζαν το γεγονός που ο
δάσκαλος προτίμησε την καλύβα του Κατσούλη και όχι τα σπίτια τους.
Πολλά διηγούνταν οι χωριανοί για έναν παπά της περιοχής. Ο παπάς
αυτός ήταν πολύ ψηλός και γεροδεμένος με στεντόρεια φωνή. Ο
ευλογημένος ήταν λίγο άτσαλος στις κινήσεις του και μια φορά, όπως
ανέμιζε το θυμιατό του, χύθηκε το λάδι από το καντήλι στο κεφάλι του.
Μια άλλη φορά, όπως διάβαζε τα αναστάσιμα «ανέστη Χριστός και
πεπτώκασι δαίμονες…», θέλοντας να το καταλάβουν καλύτερα οι
πιστοί, είπε «Αναστήθηκε ο Χριστός με πεντακόσιους διαβόλους…».
Άλλη φορά πάλι, διάβαζε από το ευαγγέλιο τη βίβλο γενέσεως Ιησού
Χριστού, «Αβραάμ εγέννησε τον Ισαάκ, Ισαάκ δε εγέννησε τον Ιακώβ,
κ.λ.π.», και δίπλα του ένα παιδί του έφεγγε με το κερί. Σε κάποια στιγμή
το χέρι του παιδιού κουράστηκε και χαμήλωσε το κερί. «Φέξε, ωρέ, να
ιδούμε ποιος διάολος γέννησε τον άλλον… Ακούς εκεί άντρες και να
γεννάνε;» Δεν μπορούσε να καταλάβει ότι ο άντρας γεννά και η γυναίκα
τίκτει.
Μερικές φορές πήγαινε και λειτουργούσε σ’ ένα ξωκλήσι. Πριν από τη
λειτουργία έστηνε παγίδες για να πιάσει κοτσύφια. Άνοιγε την πλαϊνή
πόρτα και παρακολουθούσε. Μεταξύ «Κύριε ελέησον», έλεγε στο
κοτσύφι: «Τσίμπα διάβολε!» Και οι χωριανοί που ήξεραν τη μανία του
με τις παγίδες, σχολίαζαν: «Ο παπάς το ένα μάτι το έχει στο ευαγγέλιο
και τ’ άλλο στην παγίδα…»
Πολλές φορές πήγαινα τα παιδιά στην εκκλησία του διπλανού χωριού,
την Αρ
Αρωνιάδα. Εκεί ήταν παπάς ο παπά-Νταλάκος. Ένας σεβάσμιος γέροντας
αφοσιωμένος στο έργο του και ποτέ δεν έπαιρνε χρήματα από
Αρωνιάδα. Εκεί λειτουργούσε ο παπά-Νταλάκος, ένας σεβάσμιος
γέροντας, αφοσιωμένος στο έργο του, που ποτέ δεν έπαιρνε χρήματα από
τους χωριανούς για θανάτους, βαπτίσεις ή μνημόσυνα. Είχε, όμως, μια
αδυναμία. Έπαιζε στο καφενείο πρέφα. Μόλις τελείωνε τη λειτουργία και
έλεγε το «Δι ευχών…», μας έλεγε: «Άϊστε, δασκάλοι, πάρτε την κι
έρχομαι». Ένας καλόγερος τον κατέδωσε στο Δεσπότη, ότι ο παπάς
παίζει χαρτιά.
Ήρθε μια Κυριακή ο Δεσπότης και μετά τη λειτουργία
καθίσαμε όλοι στο καφενείο. «Μου είπαν ότι παίζεις χαρτιά παπά-
Σωτήρη», του είπε. «Παίζω, αλλά ξέρεις με ποιους παίζω;» «Με ποιους;»
ρώτησε ο Δεσπότης. «Με τους δασκάλους παίζω, γιατί η πρέφα θέλει
τρεις, οι δυο δάσκαλοι κι εγώ. Αν δεν τους παίξω εγώ, θα μας φύγουν
οι δάσκαλοι», του είπε. Ο Δεσπότης συμφώνησε και συγχώρησε τον
παπά-Σωτήρη.
Απέναντι από την Παυλιάδα, είναι το βουνό Καλάνα, στις παρυφές του
οποίου βρίσκεται το χωριό Χαλκιόπουλοι. Κάθε 15 Μάη οι κάτοικοι
γιορτάζουν τη μνήμη του αγίου Αντρέα, του ερημίτη. Ο άγιος
γεννήθηκε στο χωριό Μονοδένδρι της Ηπείρου. Παντρεύτηκε και
απέκτησε παιδιά. Εγκατέλειψε, όμως, οικογένεια και περιουσία για να
ζήσει ερημίτης, για την αγάπη του Χριστού. Πέντε, περίπου, χιλιόμετρα
βορειοανατολικά του χωριού ανακαλύφθηκε η σπηλιά στην οποία έζησε
ο άγιος. Από το σημείο αυτό απολαμβάνει κανείς μια καταπληκτική θέα,
έχοντας μπροστά του «πιάτο» τη Λίμνη των Κρεμαστών.
Η εποχή εκείνη παρά τη φτώχια και τις στερήσεις ήταν μια ανέμελη
εποχή χωρίς άγχος. Οι ξωμάχοι αντιμετώπιζαν τις δυσκολίες της
ζωής με χιούμορ κι έβλεπες στα πρόσωπά τους μια ηρεμία και στα
χείλη τους ένα χαμόγελο.
ΥΓ. 1: Ο τίτλος που πονήματος τούτου (Όταν ήμουν δάσκαλος) ανήκει
στον συγγραφέα από την Κρήτη, Ιωάννη Κονδυλάκη. Πολύ νέος κι αυτός
διορίστηκε δάσκαλος στα χωριά της Κρήτης, στις αρχές του 20ου αιώνα.
Από τότε μέχρι και τη δεκαετία του ’60, οι συνθήκες για την εκπαίδευση
στην ύπαιθρο της Ελλάδας δεν διέφεραν και πολύ από εκείνες που
περιγράφει ο Κονδυλάκης.
ΥΓ. 2: Οι καλοσυνάτοι αυτοί γείτονες, ο μπάρμπα-Κώστας Σιατής και η
κυρά-Χαρίκλεια, ήταν ο παππούς και η γιαγιά της συγγραφέως και
ποιήτριας Αγγελικής Μπούλιαρη.
Α.Κ.