Πέθανε χθες στα 92 του χρόνια, έξι χρόνια μετά τον θάνατο (στις 15/4/2018, στα 88 του) του αδελφού του, Βιτόριο, ο Πάολο Ταβιάνι, σκηνοθέτης και σεναριογράφος κορυφαίων και πολυβραβευμένων ταινιών όπως οι «Αλονζανφάν», «Πατέρας αφέντης», «Το λιβάδι», «Χάος», «Ο Καίσαρας πρέπει να πεθάνει» κ.ά.
Κοινωνικοπολιτική δέσμευση. Κινηματογραφική αλλά και εικαστική ποιότητα. Ιστορική (και πολιτική φυσικά) συνείδηση. Αναγνωστική θητεία και λογοτεχνική γνώση. Χιούμορ. Καταγγελία της εξουσίας και της πατριαρχικής κοινωνίας. Ικανότητα συγκερασμού της «παράδοσης» του ιταλικού σινεμά με την «παράδοση» του ευρωπαϊκού θεάτρου, των εικαστικών, της σπουδαίας -α λα Μορικόνε και α λα Πιοβάνι- κινηματογραφικής μουσικής. Οπως και να ’χει, χθες, με την «αναχώρηση» του Πάολο Ταβιάνι στα 92 του χρόνια, έξι χρόνια μετά τον θάνατο (στις 15/4/2018, στα 88 του) του αδελφού του και μια ζωή κινηματογραφικού του συνοδοιπόρου στη σκηνοθεσία και το σενάριο Βιτόριο, έκλεισε οριστικά ένα κεφάλαιο στο ιταλικό- και στο ευρωπαϊκό, φυσικά- σινεμά και σε όλα όσα σηματοδοτούσε κινηματογραφικά, αισθητικά, πολιτικά και καλλιτεχνικά η αναφορά στους «αδελφούς Ταβιάνι» (ως «σχολή», ως «τάση» ή ως «ρεύμα» ικανό να συγκεράσει την κληρονομιά του Μπρεχτ με τον Βοκάκιο, τον Πιραντέλο και τον ιταλικό νεορεαλισμό).
Ας κάνουμε ένα «cut», όπως λένε και στα κινηματογραφικά γυρίσματα. Οταν πεθαίνει μία ξεχωριστή περίπτωση της διεθνούς καλλιτεχνικής δημιουργίας η πιο σημαντική «εξόδιος ακολουθία» είναι ο διάλογος που προκαλείται στον απλό κόσμο. «Είναι το “Χάος” το σημαντικότερο;», «Το “Padre Padrone”;», «Το “Αλονζανφάν” (Allonsanfàn) με τη μουσική του Μορικόνε;», «Το “Ο Καίσαρας πρέπει να πεθάνει”»; Είναι η ώρα που η αισθητική και η ξεκάθαρη κρίση θολώνει από την υποκειμενικότητα και τον συνειρμό. Αλλά αυτό είναι και η επιβεβαίωση του μεγέθους ενός σημαντικού δημιουργού. Ο,τι ξεχωριστό ανακαλεί στον καθένα από εμάς το έργο του..
Κατά την Corriere della Serra ο σκηνοθέτης και σεναριογράφος Πάολο Ταβιάνι, ο οποίος με τον αδερφό του, Βιτόριο, αποτέλεσαν το πιο αφοσιωμένο και σημαντικό ζευγάρι του ιταλικού κινηματογράφου μετά τον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο, γεννημένος στο San Miniato (της Πίζα) στις 8 Νοεμβρίου του 1931, μόλις δύο χρόνια μετά τον Βιτόριο, πέθανε χθες στην κλινική Villa Pia στη Ρώμη σε ηλικία 92 ετών μετά από σύντομη ασθένεια. Μαζί του μέχρι το τέλος ήταν η σύζυγός του, Λίνα Νέρλι, σταθερή συνεργάτις-ενδυματολόγος των δύο αδερφών σε πολλές από τις ταινίες τους, και τα παιδιά τους Ερμάνο και Βαλεντίνα.
Γιοι ενός δικηγόρου, που υπό το καθεστώς Μουσολίνι αντιμετώπισε εχθρότητα από το καθεστώς για τις πολιτικές του ιδέες, στα νιάτα τους ο Πάολο και ο Βιτόριο, μαζί με τον φίλο τους, Βαλεντίνο Ορσίνι, οργάνωναν παραστάσεις και προβολές ταινιών στην Πίζα και το Λιβόρνο, δίνοντας σύντομα ζωή στο Cineclub της Πίζας. Το 1954 οι τρεις αχώριστοι φίλοι άρχισαν να κάνουν μια σειρά ντοκιμαντέρ με κοινωνικό υπόβαθρο, εμπνευσμένα σε μεγάλο βαθμό από τον νεορεαλισμό και κυρίως από τον Ρομπέρτο Ροσελίνι και την ταινία του «Paisà» («Αυτοί που έμειναν ζωντανοί», 1946). Οι τρεις τους συμπορεύτηκαν μαζί μέχρι το 1963. Η πρώτη ανεξάρτητη ταινία των Ταβιάνι ήταν το «Παράνομοι του έρωτα» (1967), με την οποία προέβλεπαν τα γεγονότα του '68. Με πρωταγωνιστή τον Τζαν Μαρία Βολοντέ κάνουν μεγάλη επιτυχία στην Ιταλία με το «Κάτω απ' τον αστερισμό του Σκορπιού» (1969) στο οποίο «γίνονται αισθητοί οι απόηχοι του Μπρεχτ, του Παζολίνι και του Γκοντάρ. Ηταν η αρχή μιας πιο μοναδικής φιλμογραφίας στον ιταλικό κινηματογράφο». Εκεί όμως που αρχίζουν να βρίσκουν τον βηματισμό τους αλλά και τη σχέση με τη λογοτεχνία -που θα τους καθορίσει τα επόμενα χρόνια- είναι με το «Ο Σαν Μικέλε είχε έναν κόκκορα» (1972), προσαρμογή μιας νουβέλας του Τολστόι. Ακολουθεί το εμπνευσμένο από τους πρώτους στίχους της Μασσαλιώτιδας αριστούργημα «Allonsanfàn» (1974), με πρωταγωνιστές τους Μαρτσέλο Μαστρογιάνι, Λάουρα Μπέτι και Λέα Μασάρι, πάντα σε δικό τους σενάριο και σκηνοθεσία και με την (αξεπέραστη) μουσική του Μορικόνε. Είναι μια πολιτικά τολμηρή ταινία που δίνει και ξεκάθαρο το στίγμα του δίδυμου Ταβιάνι: «η εποχή ξαναδιαβάζεται μέσα από τον φακό μιας διαφορετικής ιστορικής συνείδησης για να επισημανθεί η προδοσία της προλεταριακής τάξης».
Διεθνή φήμη πάντως οι Ταβιάνι αποκτούν με το «Padre Padrοne» (1977), αυτοβιογραφία του Γκαβίνο Λέντα, βοσκού από τη Σαρδηνία που έγινε συγγραφέας και φιλόλογος. Είναι η χρονιά που τα αδέλφια Ταβιάνι παίρνουν τον Χρυσό Φοίνικα και το Βραβείο Κριτικών στις Κάνες. Αλλά είναι και μια ξεχωριστή δεκαετία τους. Που την κλείνουν το '79 με το επίσης αριστουργηματικό «Λιβάδι» (η ιστορία τριών νέων ανθρώπων στην ιταλική επαρχία που τα όνειρά τους προσκρούουν στο κατεστημένο).
Νεορεαλιστικές επιρροές, ο Ομερο Αντονούτι πρωταγωνιστής και η μουσική του Πιοβάνι τούς κάνουν το 1982 με τη «Νύχτα του Σαν Λορέντζο» ακόμα μεγαλύτερο «εύρημα» στις Κάνες του 1982. Δύο χρόνια αργότερα έρχεται το μεγαλειώδες «Χάος» γραμμένο από τους ίδιους μαζί με τον Τονίνο Γκουέρα, με βάση τους τα διηγήματα του Πιραντέλο.
Στην αριστουργηματική τους εργογραφία το επόμενο μεγάλο βραβείο έρχεται το 2012, όταν αποσπούν τη Χρυσή Αρκτο της «Μπερλινάλε» με το «Ο Καίσαρας πρέπει να πεθάνει», μια ευφυή ιδέα που φτάνει στα 85α Οσκαρ: σε μια φυλακή υψίστης ασφαλείας οι κρατούμενοι προετοιμάζονται για να ανεβάσουν τη θεατρική παράσταση «Ιούλιος Καίσαρας» του Ουίλιαμ Σέξπιρ…Στην ταινία (που υπάρχει αυτό τον καιρό στην ελληνική πλατφόρμα του Cinobo) έπαιζαν πραγματικοί κρατούμενοι των φυλακών της Ρώμης. Τολστόι, Δουμάς, Βοκάκιος («Θαυμάσιος Βοκάκιος» το 2015, εμπνευσμένος από το «Δεκαήμερο» και ομάζ στον Παζολίνι) αλλά και στο κύκνειο άσμα τους ο Ιταλός λογοτέχνης Μπέπε Φενόλιο (Una questione privata). Μία υποσημείωση: Το 2015 ανακηρύχθηκαν επίτιμοι διδάκτορες του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης.
Κι αυτή ήταν η ιστορία δύο αδελφών σεναριογράφων και σκηνοθετών που επέδρασαν καταλυτικά στο ευρωπαϊκό σινεμά.