«Αποστολή εξετελέσθη» ήταν το σχόλιο του Ντόναλντ Τραμπ, μετά το χτύπημα στη Συρία. Τι πέτυχαν όμως ΗΠΑ, Γαλλία και Βρετανία με την επίθεση εναντίον συγκεκριμένων στόχων;
Μέσα σε περίπου μία ώρα, εκτοξεύθηκαν περισσότεροι από 100 πύραυλοι, που η αξία τους ίσως φτάνει τα 50 εκατ. δολάρια, σύμφωνα με τον Guardian. Χρησιμοποιήθηκαν αμερικανικά Β1-Β βομβαρδιστικά, γαλλικά Rafale και βρετανικά Tornado GR4, αλλά και φρεγάτες στη Μεσόγειο. Ολα, με τη δυνατότητα να εκτοξεύσουν πυραύλους από απόσταση, ώστε τα αεροσκάφη να μην απειληθούν από το αντιαεροπορικό πυραυλικό σύστημα της Συρίας.
Ενώ οι δύο πλευρές διαφωνούν για την αποτελεσματικότητα του χτυπήματος- οι Ρώσοι υποστηρίζουν ότι η Συρία αναχαίτισε 71 από τους πυραύλους, η Δύση μιλά για ακριβή και αποτελεσματική επίθεση στην οποία επλήγη κάθε στόχος- η αποτελεσματικότητα της επιχείρησης παραμένει ένα ερώτημα. Οχι σε ό,τι αφορά τις ζημιές που προκάλεσε στις τρεις εγκαταστάσεις που σχετίζονται με την παραγωγή χημικών όπλων, αλλά γενικότερα την κρίση στη Συρία.
Παρά τη χρήση χημικών όπλων σε αρκετές επιθέσεις στη Συρία, ο τραγικός απολογισμός αυτών είναι μικρός σε σύγκριση με τις τεράστιες απώλειες ζωών για παράδειγμα από τις βόμβες βαρέλια, που χρησιμοποιούνται ευρέως, σημειώνει ο Guardian. Τη πέτυχε λοιπόν η Δύση με αυτό το «χειρουργικό» χτύπημα.
Στην πρώτη του αντίδραση, ο Μπασάρ αλ Ασαντ έδειξε ότι σκοπεύει να συνεχίσει τον πόλεμο ενάντια στους αντάρτες, δηλώνοντας ότι θα συνεχίσει τη μάχη και τη συντριβή της τρομοκρατίας σε κάθε σημείο της χώρας. Στην πραγματικότητα, θυμίζει η βρετανική εφημερίδα, όταν είχε γίνει το πολύ πιο περιορισμένο αμερικανικό χτύπημα τον Απρίλιο του 2017- με στόχο να αποτρέψει τον Ασαντ από τη χρήση χημικών όπλων- οι συριακές δυνάμεις επιτέθηκαν ξανά με αέριο χλωρίου και ίσως με άλλα χημικά.
Εξίσου σημαντικό όμως είναι ότι- ενώ ακόμη υψώνονταν καπνός από τα τρία σημεία που είχαν πλήξει οι δυνάμεις της Δύσης- η Μόσχα προειδοποίησε ότι θα εξετάσει το ενδεχόμενο να προμηθεύσει τη Συρία, και άλλες χώρες, με το πολύ πιο εκσυγχρονισμένο αντιαεροπορικό πυραυλικό σύστημα S-300. Κάτι που είχε «παγώσει» ο Βλαντιμίρ Πούτιν το 2013, έπειτα από συζητήσεις με τους ηγέτες της ΕΕ.
Αν και οι S-300 πιθανότατα δεν θα αποτελέσουν πρόβλημα για τον αμερικανικό στρατό, η διαδεδομένη ανάπτυξή τους θα κάνει πιο επικίνδυνο για τα ισραηλινά μαχητικά να στοχεύουν τη Συρία, όπως έκαναν μέχρι πρόσφατα.
Ολα αυτά δείχνουν ότι παραμένει άγνωστο ποιες θα είναι οι μακροπρόθεσμες συνέπειες από αυτή την επίθεση, σε μία περιοχή που «βράζει», με διαμεσολαβητικές συγκρούσεις και γρήγορη συσσώρευση στρατευμάτων και πολλαπλές εντάσεις, σχολιάζει ο Guardian.
Επιπλέον, η τελευταία επίθεση αναδεικνύει για μία ακόμη φορά ότι -παρά το τεράστιο ανθρωπιστικό κόστος του πολέμου στη Συρία- η χώρα έχει γίνει πεδίο «εκπαίδευσης» για κάποια από τα πιο εξελιγμένα οπλικά συστήματα του κόσμου, που έχουν αναπτύξει η Ρωσία και οι ΗΠΑ, συνεχίζει το δημοσίευμα.
Το μόνο που φαίνεται βέβαιο είναι ότι ο πόλεμος στη Συρία θα παραμείνει αιματηρός και θα γίνει πιο περίπλοκος από ποτέ. Τα μεγαλύτερα θύματά του, όπως πάντα, θα είναι οι ίδιοι οι πολίτες της χώρας. Και παρά το «αποστολή εξετελέσθη» του Τραμπ, η επίθεση μπορεί να μην έχει ιδιαίτερη σημασία στον ευρύτερο πόλεμο της Συρίας, καταλήγει το δημοσίευμα.