Είναι αρκετά συχνή δυστυχώς, η σύγχυση αρκετών, μεταξύ των ρημάτων “προκαταλαμβάνω” και “προκαταβάλλω”, με αποτέλεσμα να παραποιείται η γλώσσα και, μερικές φορές, να μην βγαίνει καν, νόημα…
“Προκαταλαμβάνω” σημαίνει: Καταλαμβάνω (κάτι) εκ των προτέρων, το κυριεύω πριν από τους άλλους. Συνηθέστερα όμως, το αναφέρουμε στην καθημερινότητά μας, υπό την έννοια “διαμορφώνω την άποψη κάποιου εκ των προτέρων”, δηλαδή προσπαθώ να τον επηρεάσω ή να προβλέψω την άποψη ή την αντίδρασή του για κάτι, να τον “εγκλωβίσω”.
“Προκαταβάλλω” σημαίνει: Καταβάλλω (χρηματικό ποσό) εκ των προτέρων.
Η λανθασμένη χρήση: Όταν θέλουμε να προειδοποιήσουμε κάποιον συζητώντας, ότι δεν έχουμε σκοπό να τον εγκλωβίσουμε σε μια άποψη ή αντίδραση είναι λάθος να λέμε “δεν θέλω να σε προκαταβάλλω”, διότι είναι σαν να τον θεωρούμε… 20ευρω!
Η ορθή χρήση: Αν θέλουμε λοιπόν, να του διευκρινίσουμε ότι δεν θέλουμε να προλάβουμε τη σκέψη, την άποψη ή την αντίδρασή του, θα πρέπει να του πούμε “δεν σε προκαταλαμβάνω”, οπότε και του λέμε δηλαδή, το ορθό: “Δεν έχω τη διάθεση να σε ερμηνεύσω ή να σε εγκλωβίσω”…
Αν πάλι, πληρώσαμε μια προκαταβολή ή έναν λογαριασμό πριν από την ημερομηνία λήξεώς του, τότε λέμε “προκατέβαλλα ή έχω προκαταβάλλει τα χρήματα”.
Άλλωστε είναι απλό, αν το σκεφθούμε: Από το ρήμα "προκαταλαμβάνω" προκύπτει η "προκατάληψη", ενώ από το "προκαταβάλλω" προκύπτει η "προκαταβολή".
*Στις παρεμβάσεις με τον τίτλο “Ομιλείτε ελληνικά”, το loutraki365 θα δημοσιεύει την προέλευση, ερμηνεία και ορθή χρήση διαφόρων λόγιων, αρχαίων, βιβλικών, βυζαντινών φράσεων, τις οποίες χρησιμοποιούμε και σήμερα στην καθημερινότητά μας, προκειμένου να βοηθηθούμε για την ορθή χρήση τους και την καλύτερη γνώση μας στην πάμπλουτη ελληνική γλώσσα. Επίσης, επιχειρούμε να διευκρινίσουμε την ορθή χρήση ελληνικών λέξεων, οι οποίες έχουν παρερμηνευθεί.