Ο Οδυσσέας Ελύτης, γεννημένος ως Οδυσσέας Αλεπουδέλης, ήταν ένας από τους σημαντικότερους Έλληνες ποιητές του 20ού αιώνα. Βραβευμένος με το Νόμπελ Λογοτεχνίας το 1979, άφησε ανεξίτηλο το στίγμα του στις λογοτεχνικές σελίδες της παγκόσμιας ποίησης με το χαρακτηριστικό του ύφος και τη μοναδική του ποιητική γλώσσα. Πέθανε στις 18 Μαρτίου 1996, από ανακοπή καρδιάς, στο σπίτι του στην Αθήνα. Το έργο του περιλαμβάνει ποιητικές συλλογές όπως το Άξιον Εστί, το Ήλιος ο πρώτος, και τους Προσανατολισμούς.
Αυτά τα έργα, που αποκτούν διαχρονική και παγκόσμια αξία, έχουν μεταφραστεί σε πολλές γλώσσες και πολυάριθμα ποιήματά του έχουν μελοποιηθεί, φέρνοντας τις λέξεις του πιο κοντά σε ένα ευρύτερο κοινό. Ο Οδυσσέας Ελύτης υπήρξε μέλος της Διεθνούς Ένωσης Κριτικών Έργων Τέχνης και της Ευρωπαϊκής Εταιρείας Κριτικής, μεταξύ άλλων σημαντικών θέσεων και φορέων πολιτισμού. Αναπόσπαστο κομμάτι της ζωής και του έργου του, η Ιουλίτα Ηλιοπούλου, ποιήτρια η ίδια, ήταν η συντρόφισσα των 13 τελευταίων χρόνων της ζωής του.
Η ίδια συνεχίζει να διαχειρίζεται το έργο του ποιητή και παράλληλα, να παράγει δική της λογοτεχνική δημιουργία, γράφοντας ποίηση, δοκίμια, και παραμύθια. Η κληρονομιά του Οδυσσέα Ελύτη παραμένει ανεκτίμητη και ζωντανή, εμπνέοντας γενιές και γενιές αναγνωστών και δημιουργών. Εκείνοι έζησαν ευτυχισμένα παρά τη μεγάλη διαφορά ηλικίας μεταξύ τους που άγγιζε τα 53 χρόνια.
Η Ιουλίτα Ηλιοπούλου γεννήθηκε στην Αθήνα, σπούδασε Βυζαντινή και Νεοελληνική Φιλολογία στη Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών και θέατρο στη Δραματική Σχολή του Ωδείου Αθηνών. Έχουν εκδοθεί μάλιστα 7 ποιητικά της βιβλία από τις εκδόσεις Ύψιλον και έχει γράψει ποιητικά κείμενα και στίχους για έργα γνωστών συνθετών.
Η 58χρονη Ιουλίτα Ηλιοπούλου βρέθηκε στα εγκαίνια της έκθεσης ζωγραφικής της Μαρίνας Ψάλτη, με τίτλο More than Silk στη genesis gallery.
Δύο ποιήματα του Οδυσσέα Ελύτη
Το Μονόγραμμα (απόσπασμα)
Είναι νωρίς ακόμη μεσ’ στον κόσμο αυτόν, μ’ ακούς
Δεν έχουν εξημερωθεί τα τέρατα, μ’ ακούς
Το χαμένο μου αίμα και το μυτερό, μ’ ακούς
Μαχαίρι
Σαν κριάρι που τρέχει μεσ’ στους ουρανούς
Και των άστρων τους κλώνους τσακίζει, μ’ ακούς
Είμ’ εγώ, μ’ ακούς
Σ’ αγαπώ, μ΄ακούς
Σε κρατώ και σε πάω και σου φορώ
Το λευκό νυφικο της Οφηλίας, και μ’ ακούς
Πού μ’ αφήνεις, πού πας και ποιός, μ’ ακούς
Σου κρατεί το χέρι πάνω απ’ τους κατακλυσμούς
Οι πελώριες λιάνες και των ηφαιστείων οι λάβες
Θά’ ρθει μέρα, μ’ ακούς
Να μας θάψουν κι οι χιλιάδες ύστερα χρόνοι, μ’ ακούς
Λαμπερά θα μας κάνουν πετρώματα, μ’ ακούς
Να γυαλίσει επάνω τους η απονιά, μ’ ακούς
Των ανθρώπων
Και χιλιάδες κομμάτια να μας ρίξει, μ’ ακούς
Στα νερά ένα-ένα, μ’ ακούς
Τα πικρά μου βότσαλα μετρώ, μ’ ακούς
Κι είναι ο χρόνος μια μεγάλη εκκλησία, μ’ ακούς
Όπου κάποτε οι φιγούρες, μ’ ακούς
Των Αγίων
Βγάζουν δάκρυ αληθινό, μ’ ακούς
Οι καμπάνες ανοίγουν αψηλά, μ’ ακούς
Ένα πέρασμα βαθύ να περάσω
Περιμένουν οι άγγελοι με κεριά και νεκρώσιμους ψαλμούς
Πουθενά δεν πάω, μ’ ακούς
Ή κανείς ή κι δυο μαζί, μ΄ακούς
Το λουλούδι αυτό της καταιγίδας και, μ’ ακούς
Της αγάπης
Μια για πάντα το κόψαμε, μ’ ακούς
Και δε γίνεται ν’ ανθίσει αλλιώς, μ’ ακούς
Δεν υπάρχει το χώμα, δεν υπάρχει ο αέρας
Που αγγίξαμε, ο ίδιος, μ’ ακούς
Και κανείς κηπουρός δεν ευτύχησε σ’ άλλους καιρούς
Από τόσον χειμώνα κι από τόσους βοριάδες, μ’ ακούς
Να τινάξει λουλούδι, μόνο εμείς, μ’ ακούς
Μεσ’ στη μέση της θάλασσας
Από μόνο το θέλημα της αγάπης, μ’ ακούς
Ανεβάσαμε ολόκληρο νησί, μ’ ακούς
Με σπηλιές και με κάβους κι ανθισμένους γκρεμούς
Άκου, άκου
Ποιός μιλεί στα νερά και ποιός κλαίει – ακούς;
Ποιός γυρεύει τον άλλο, ποιός φωνάζει – ακούς;
Είμ’ εγώ που φωνάζω κι είμ’ εγώ που κλαίω, μ’ ακούς
Σ΄αγαπώ, σ’ αγαπώ, μ’ ακούς.
Η πορτοκαλένια
Τόσο πολύ τη μέθυσε ο χυμός του ήλιου
που έγειρε το κεφάλι της και δέχτηκε να γίνει,
σιγά-σιγά: η μικρή Πορτοκαλένια!
Eτσι καθώς γλαυκόλαμψαν οι εφτά ουρανοί,
έτσι καθώς αγγίξαν μια φωτιά τα κρύσταλλα,
έτσι καθώς αστραψανε χελιδονοουρές,
σάστησαν πάνω οι άγγελοι και κάτω οι κοπελιές,
σάστησαν πάνω οι πελαργοί και κάτω τα παγόνια,
κι όλα μαζί συνάχτηκάν κι όλα μαζί την είδαν,
κι όλα μαζί τη φώναξαν: Πορτοκαλένια!
Μεθάει το κλήμα κι ο σκορπιός, μεθάει ο κόσμος όλος,
όμως της μέρας η κεντιά τον πόνο δεν αφήνει.
Τη λέει ο νάνος ερωδιός μέσα στα σκουληκάκια,
τη λέει ο χτύπος του νερού μες στις χρυσοστιγμές,
τη λέει κ’ η δρόσο στου καλού βοριά το απανωχείλι:
-Σήκω μικρή, μικρή, μικρή πορτοκαλένια!
Oπως σε ξέρει το φιλί κανένας δεν σε ξέρει.
Μήτε σε ξέρει ο γελαστός θεός,
που με το χέρι του ανοιχτό στη φλογερή αντηλιά
γυμνή σε δείχνει στους τριανταδυό ανέμους