«Θαύμα της 24ης Ιανουαρίου, 1761» είναι η φράση που συμπυκνώνει το πνεύμα της νέας βιογραφίας που παρέδωσε ο Jan Swafford υπό τον τίτλο «Mozart: The Reign of Love». Ο αμερικανός συνθέτης και συγγραφέας προσέγγισε την προσωπικότητα του σπουδαίου μουσουργού θέλοντας να αφηγηθεί το θαύμα το οποίο άρχισε να ανατέλλει ένα βράδυ στο Ζάλτσμπουργκ. Τότε ο τετράχρονος Βόλφγκανγκ κάθισε στο harpisichord (ένα είδος παλαιού πιάνου) στο σπίτι των γονιών του και άρχισε να παίζει αυτό που άκουσε από την αδελφή του Αννα Μαρία – την οποία φώναζαν χαϊδευτικά Νανέρλ -, πέντε χρόνια μεγαλύτερή του. Ο πατέρας τους Λεοπόλδος, συνθέτης, βιολονίστας και δάσκαλος μουσικής, εξεπλάγη όταν είδε τον μικρό γιο του να αποδίδει την ουσία του κομματιού που είχε μόλις ακούσει. Χρειάστηκε μόνο μισή ώρα για να το ερμηνεύσει, χωρίς καν να ξέρει να διαβάζει μουσική.
Ο Μότσαρτ έναν χρόνο αργότερα, αναφέρει ο Swafford, συνέθεσε το πρώτο του κομμάτι. Αυτό και όλες τις μικρές συνθέσεις που ακολούθησαν ο πατέρας του τα κατέγραφε (αυτά συμπεριλαμβάνονται στο μουσικό βιβλίο «Nannerl Notenbuch»).
Βλέποντας τη μουσική ευφυΐα του γιου του ο Λεοπόλδος άρχισε να του δίνει ασκήσεις σύνθεσης, τις οποίες η άγρια φαντασία του Βόλφγκανγκ τις απογείωνε, τις τελειοποιούσε. Το 1772 ο πρεσβύτερος Μότσαρτ πήρε τη Νανέρλ και τον Βόλφγκανγκ και τους παρουσίασε στη Βιέννη. Γρήγορα η πόλη άρχισε να μιλάει για τα παιδιά-θαύματα, αφού η τεχνική τους αρτιότητα και οι ευφυείς αυτοσχεδιασμοί τους προκάλεσαν αίσθηση, η οποία μάλιστα άρχισε να εκτιμάται και σε χρήμα. Ο Λεοπόλδος σε αυτή τη σύντομη επίσκεψή τους, σύμφωνα με τα στοιχεία της βιογραφίας, εισέπραξε τόσα χρήματα όσα του εξασφάλιζε ο ετήσιος μισθός που έπαιρνε ως μουσικός στην ορχήστρα του αρχιεπισκόπου του Ζάλτσμπουργκ.
«Ο μικρός μου στρατιώτης»
Στα επόμενα δέκα χρόνια κυριάρχησαν οι περιοδείες – μία εκ των οποίων μάλιστα διήρκεσε περίπου τριάμισι χρόνια. Το μουσικό τουρ περιλάμβανε επισκέψεις στις μουσικές πρωτεύουσες της Ευρώπης: Παρίσι – Λονδίνο – Αμστερνταμ. Εμεινε στη μουσική ιστορία ως η «μεγάλη περιοδεία». Ο σχεδιασμός και η εκτέλεσή της από τον πατέρα Μότσαρτ ήταν τόσο άρτια που πολλοί τη συνέκριναν με τις στρατιωτικές εκστρατείες. Ισως αυτός ήταν και ο λόγος που ο Λεοπόλδος αποκαλούσε τον γιο του «ο μικρός μου στρατιώτης».
Ο μικρός Βόλφγκανγκ Αμαντέους Μότσαρτ σε περιοδεία με τον πατέρα του Λεοπόλδο και την αδερφή του Αννα Μαρία, όπως τους φιλοτέχνησε το 1763 ο Louis Carrogis Carmontelle
Οπου και να βρισκόταν ο Μότσαρτ – στον δρόμο, στις πόλεις, στα καφέ, στο σπίτι του -, συνέθετε. Προτού κλείσει τα δέκα του χρόνια συνέθεσε τις πρώτες του συμφωνίες. Τα πιο φιλόδοξα και απαιτητικά έργα του και τις όπερες άρχισε να τα γράφει στα εφηβικά του χρόνια. Στα δεκαέξι του σύμφωνα με τον Swafford «ο Μότσαρτ ήταν ήδη ένας από τους πιο σημαντικούς συνθέτες. Το πιο σπουδαίο όμως ήταν ότι δημιούργησε μια τέχνη που μπορούσε να κάνει τη ζωή πιο γλυκιά, πιο οδυνηρή, πιο έντονη». Μέσα σε έναν χρόνο ο ανυπέρβλητος μουσικός έγραψε το σπουδαίο έργο «Συμφωνία Νο. 25 G minor» (σε σολ ελάσσονα). Ηταν το έργο που τον καθιέρωσε, αφού δήλωνε μέσα από αυτό τη συνθετική του ωριμότητα. Από το 1773 ως το 1781 ο Μότσαρτ παρέμεινε στο Ζάλτσμπουργκ και επιδόθηκε στη σύνθεση, στις συναυλίες, στις οποίες πρωταγωνιστούσε ως υπέροχος σολίστας (με την ίδια άνεση και μαγική δεξιοτεχνία που έπαιξε πιάνο έπαιζε και βιολί), και στη διδασκαλία.
Ερωτεύτηκε την όμορφη σοπράνο Aloysia Weber, αλλά λίγα χρόνια αργότερα παντρεύτηκε την αδελφή της Constanze. Συγκρούστηκε με τον νέο αρχιεπίσκοπο της πόλης – στον οποίο προσέφερε τις μουσικές του υπηρεσίες – αφού αντιμετώπισε τον Μότσαρτ με περιφρόνηση. Ο Μότσαρτ προσπάθησε να απαλλαγεί από τον έλεγχο του αρχιεπισκόπου ψάχνοντας αλλού για δουλειά.
Στη Βιέννη
Το απόγειο της καριέρας του σημειώνεται τη δεκαετία 1781-1791, όταν μετέβη στη Βιέννη. Τότε συνέθεσε ένα σημαντικό μέρος των συμφωνιών του. Οι τελευταίες τρεις από αυτές δημιουργήθηκαν σε περίπου έξι εβδομάδες. Την ίδια περίοδο – 1785 – ο Μότσαρτ δημοσίευσε έξι κουαρτέτα υπό τον τίτλο «Haydn» αποτίοντας φόρο τιμής στον Γιόζεφ Χάιντν.
Στο βιβλίο ο Swafford – συγγραφέας των βιογραφιών του Μπετόβεν, του Μπραμς κ.ά. – αφηγείται γεγονότα με λεπτομέρειες που μαρτυρούν τη συνθετική ευφυΐα και το μεγαλείο μιας προσωπικότητας που μέσα από την τέχνη του υμνούσε την αξία της μουσικής και δόξαζε το θαύμα της ίδιας της ζωής. Και έζησε μόλις 35 χρόνια.