Ο πρωθυπουργός Κυριάκος Μητσοτάκης σε συζήτηση για τα 50 χρόνια μετά τη δικτατορία, αναφέρθηκε στην τραγωδία των Τεμπών, στα μη κρατικά πανεπιστήμια καθώς και στην εξωτερική πολιτική της χώρας.
Ο πρωθυπουργός Κυριάκος Μητσοτάκης σε συζήτηση για τα 50 χρόνια μετά τη δικτατορία, αναφέρθηκε στην τραγωδία των Τεμπών, στα μη κρατικά πανεπιστήμια καθώς και στην εξωτερική πολιτική της χώρας.
Ο πρωθυπουργός Κυριάκος Μητσοτάκης έκανε μια αποτίμηση για το που βρίσκεται σήμερα η Ελλάδα, 50 χρόνια από την πτώση της δικτατορίας, καθώς και για διακύβευμα της επόμενης ημέρα, στο πλαίσιο του συνεδρίου «ΜΕΤΑΠΟΛΙΤΕΥΣΗ: 50 Χρόνια Μετά».
Ο κ. Μητσοτάκης διαπίστωσε ότι η Ελλάδα έχει μία ισχυρή δημοκρατία, με ισχυρά θεσμικά αντίβαρα, εκφράζοντας την πεποίθηση ότι το πολιτικό σύστημα, έτσι όπως έχει διαμορφωθεί στην χώρα μας, δεν είναι η γενεσιουργός αιτία των προβλημάτων της χώρας. «Σε αυτή την περίοδο η χώρα μας προόδευσε ως προς την ισχυροποίηση των θεσμών μέσα από μια σειρά και συνταγματικών παρεμβάσεων και σίγουρα έχει την καλύτερη δημοκρατία που είχε από συστάσεως ελληνικού κράτους. Σε έναν απολογισμό 50ετίας δεν θα εστίαζα στις πιθανές αδυναμίες του κοινοβουλευτικού συστήματος. Τα προβλήματα που πρέπει να αναδείξουμε είναι κυρίως στην οικονομική μας αδυναμία να εκμεταλλευτούμε σημαντικές ευκαιρίες προόδου, όπως η ένταξή μας στην Ευρωπαϊκή Ένωση». Σε έναν συνολικό απολογισμό της οικονομικής πορείας της χώρας τα 50 αυτά χρόνια, συγκριτικά με αντίστοιχες πορείες άλλων χωρών, ο ίδιος διαπιστώνει ότι η πρόοδος που συντελέστηκε δεν ήταν η επιθυμητή.
Μιλώντας για το ιστορικό αποτύπωμα του ιδρυτή της ΝΔ Κωνσταντίνου Καραμανλή, υπενθύμισε ότι ήταν εκείνος που αποκατέστησε τη δημοκρατία και έβαλε την Ελλάδα στην Ευρώπη. «Αυτή και μόνο η παρακαταθήκη τον καθιστά, κατά την άποψή μου, τον σημαντικότερο πολιτικό της Μεταπολίτευσης», είπε χαρακτηριστικά. Αναφέρθηκε στον Ανδρέα Παπανδρέου ως μία «ιδιαίτερη προσωπικότητα, χαρισματική αναντίρρητα», η οποία εξέφρασε τις προσδοκίες αυτών που αποκαλούσε μη προνομιούχους εκείνη την εποχή. Κατά την άποψη του Πρωθυπουργού, όμως, ευθύνεται σε μεγάλο βαθμό για την επιδείνωση της δημοσιονομικής κατάστασης τη δεκαετία του ’80, ενώ καλλιέργησε μια νοοτροπία που έδωσε μεγαλύτερη έμφαση στα δικαιώματα παρά στις υποχρεώσεις. Παραδέχθηκε πάντως ότι σε επίπεδο κοινωνικών πολιτικών όπως το οικογενειακό δίκαιο, αλλά και σε ζητήματα όπως η εγκαθίδρυση του ΕΣΥ, η παρακαταθήκη του Ανδρέα Παπανδρέου υπήρξε σημαντική.
Αξιολογώντας την εξωτερική πολιτική της χώρας από το 1974 μέχρι σήμερα, αναγνώρισε μία «βασική συνέπεια και συνέχεια». «Όταν κληθήκαμε να πάρουμε δύσκολες αποφάσεις, επικράτησε ο ρεαλισμός του λαϊκισμού», επισήμανε, αναφερόμενος τόσο στο σύνθημα του Ανδρέα Παπανδρέου για τις αμερικανικές βάσεις, τις οποίες τελικά κράτησε, όσο και στο 2015 «όταν φτάσαμε στα πρόθυρα της απόλυτης καταστροφής και ο Αλέξης Τσίπρας έκανε την περιβόητη “κωλοτούμπα”». Ο ρεαλισμός και η προσήλωση στον δυτικό προσανατολισμό της χώρας τελικά επικράτησαν, ενώ ακόμα και στις σχέσεις μας με την Τουρκία, «όπου καμία κυβέρνηση δεν μπόρεσε να λύσει τη βασική μας διαφορά, τη διευθέτηση των θαλασσίων ζωνών, υφαλοκρηπίδας και ΑΟΖ, ο τρόπος που αντιμετωπίσαμε αυτή τη διαφορά, δεν ήταν πολύ διαφορετικός».
«Δεν εκπλήσσουμε κανέναν», ανέφερε όσον αφορά τη δεύτερη τετραετία της κυβέρνησής του. «Κάνουμε αυτό που είχαμε πει, ότι θέλουμε να υλοποιήσουμε πολλές μεταρρυθμίσεις, ειδικά στην αρχή της τετραετίας. Θα συνεχίσουμε με τον ίδιο ρυθμό», σημείωσε ο Πρωθυπουργός, τονίζοντας πως πρέπει να δοθεί βάρος στις χαμένες ευκαιρίες της Μεταπολίτευσης. «Τα άλματα πρέπει να γίνουν. Είκοσι χρόνια μετά ακόμα συζητάμε για τα μη κρατικά, μη κερδοσκοπικά πανεπιστήμια. Θα γίνουν τώρα», ενώ για το «περιβόητο πολιτικό κόστος» είπε πως η κοινωνία απέδειξε ότι είναι πολύ πιο έτοιμη για μεγάλες αλλαγές για τις οποίες κάποιοι πίστευαν ότι ήταν πολύ δύσκολο να υλοποιηθούν.
Για το κράτος δικαίου στην χώρα ανέφερε χαρακτηριστικά «Είναι αστείο, άδικο και προσβλητικό για την Ελλάδα να παρομοιάζεται με αυταρχικά καθεστώτα», σχολιάζοντας την κριτική της αντιπολίτευσης με αφορμή και το επίμαχο ψήφισμα του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου. «Δεν είναι δικό μου πρόβλημα ότι η αντιπολίτευση δεν μπορεί να τακτοποιήσει τα του οίκου της», ανέφερε σε άλλο σημείο της συζήτησης, προσθέτοντας: «Ας το δούμε όμως και σαν ευκαιρία – είμαστε τόσο ισχυροί ώστε να εφαρμόσουμε την πολιτική μας, δηλαδή τις μεταρρυθμίσεις για την οποία πήραμε νομιμοποίηση».
Ο κ. Μητσοτάκης ανέφερε την εθνική τραγωδία στα Τέμπη ως την πιο δύσκολη στιγμή της διακυβέρνησής του, όταν «συγκρούστηκαν ανθρώπινα λάθη με χρόνιες παθογένειες της ελληνικής δημόσιας διοίκησης». «Τις απαντήσεις μπορεί να τις δώσει μόνο η δικαιοσύνη», εκτίμησε, τονίζοντας ξανά ότι «σκύβουμε το κεφάλι με σεβασμό απέναντι στον πόνο ανθρώπων που δεν ξαναείδαν ποτέ τα παιδιά τους». Χαρακτήρισε δε, ότι γίνεται κομματική εργαλειοποίηση αυτής της τραγωδίας. «Είχαμε κι άλλες τραγωδίες στο παρελθόν. Με νεκρούς, με ευθύνες του κρατικού μηχανισμού. Δεν διανοηθηκα ποτέ να τις εργαλειοποιήσω για οποιαδήποτε πρόσκαιρα κομματικά οφέλη».
Κλείνοντας, επισήμανε πως «η ευθύνη μου είναι να καταστήσω τις αλλαγές μη αναστρέψιμες και αυτό έχει να κάνει όχι μόνο με δομικές, θεσμικές αλλαγές στον τρόπο λειτουργίας της οικονομίας, αλλά και με νοοτροπίες, το πώς αντιλαμβανόμαστε τη σχέση μας με το κράτος, μεταξύ δικαιωμάτων και διεκδικήσεων και ευθύνης, η οποία σε μεγάλο βαθμό είναι η γενεσιουργός αιτία και του λαϊκισμού και των προβλημάτων που αυτός προκάλεσε. Τι θα ήθελα να αφήσω πίσω μου; Αλλαγές οι οποίες να μην μπορούν να ξεριζωθούν την επόμενη μέρα από κάποιον». Εν κατακλείδι, είπε ότι η κατεύθυνση δεν μπορεί να αλλάξει, «και η κατεύθυνση είναι η πολύ γρήγορη σύγκλιση με την Ευρώπη».
Η συζήτηση του Πρωθυπουργού Κυριάκου Μητσοτάκη έγινε με τον Διευθυντή της «Καθημερινής» Αλέξη Παπαχελά και τον Καθηγητή Οικονομικής και Κοινωνικής Ιστορίας του ΕΚΠΑ και Διευθυντή του Μορφωτικού Ιδρύματος Εθνικής Τραπέζης Κώστα Κωστή. Το συνέδριο, συνδιοργανώνουν η «Καθημερινή», το Μορφωτικό Ίδρυμα Εθνικής Τραπέζης (ΜΙΕΤ), το Οικονομικό Φόρουμ Δελφών και το Ελληνικό Παρατηρητήριο του London School of Economics από τις 29 Φεβρουαρίου έως τις 2 Μαρτίου στην Εθνική Πινακοθήκη.