Μετράνε συνταξιούχους και brain drain για να μειώσουν την ανεργία

Δυστοπική η ανάλυση της αγοράς εργασίας από το Κέντρο Προγραμματισμού και Οικονομικών Ερευνών

 

 

Αν δεχτούμε όσα υποστηρίζει η κυβέρνηση για την αγορά εργασίας, την αύξηση της απασχόλησης και τη μείωση της ανεργίας, τότε μάλλον ζούμε στην καλύτερη ευρωπαϊκή χώρα για τον κόσμο της μισθωτής εργασίας.

 

Ομως όλα αυτά μάλλον αποτελούν μαγική εικόνα και το αληθές αποδεικνύεται από το υπόμνημα του Κέντρου Προγραμματισμού και Οικονομικών Ερευνών (ΚΕΠΕ) για τον κατώτατο μισθό, που αναλύοντας τα πραγματικά μεγέθη της αγοράς εργασίας αποδεικνύει ότι οι πολιτικές του Κυριάκου Μητσοτάκη φέρνουν τελικά συρρίκνωση.

 

Πώς αλλιώς μπορεί να ερμηνευτεί το γεγονός ότι σε σύγκριση με την τριετία 2017-19 καταγράφεται ραγδαία συρρίκνωση του ρυθμού αύξησης της απασχόλησης; Οπως επακριβώς αναγράφει το ΚΕΠΕ: «Σύμφωνα με την έκθεση Δεκεμβρίου του πληροφοριακού συστήματος ΕΡΓΑΝΗ, το 2023 το ισοζύγιο θέσεων μισθωτής απασχόλησης ήταν θετικό. Το σημαντικό, όμως, είναι ότι δημιουργήθηκαν 43.802 περισσότερες καθαρές θέσεις μισθωτής απασχόλησης έναντι του 2022».

 

Σύμφωνα με τους συντάκτες του υπομνήματος για τονκατώτατο μισθό, που προσπαθούν (είναι σαφές τούτο) να εξωραΐσουν το πρόβλημα που γεννούν οι πολιτικές Μητσοτάκη ειδικά στους μικρομεσαίους που καταστρέφονται από την αύξηση του κόστους λειτουργίας των επιχειρήσεών τους και την πτώση της αγοραστικής δύναμης, «αυτό επιβεβαιώνει τη συνεχιζόμενη βελτίωση της αγοράς εργασίας». Ομως παρά την προσπάθεια εξωραϊσμού το πρόβλημα δεν μπορεί να κρυφτεί, αφού οι ίδιοι επισημαίνουν ότι «σε σύγκριση με τα προηγούμενα έτη οι 116.649 νέες θέσεις μισθωτής απασχόλησης στη διάρκεια του 2023 είναι χειρότερη επίδοση αν συγκριθεί με έτη όπως το 2019 (127.644), το 2018 (141.003) ή το 2017 (143.545), όταν το ισοζύγιο των θέσεων μισθωτής απασχόλησης ήταν αισθητά βελτιωμένο».

 

Το ΚΕΠΕ βέβαια δεν προχωρά στην ανάλυση και την εξεύρεση των αιτιών αλλά περιορίζεται να εξαγάγει το συμπέρασμα ότι «αυτό ενδεχομένως σηματοδοτεί τη μείωση του ρυθμού δημιουργίας νέων θέσεων μισθωτής απασχόλησης και είναι ένα στοιχείο που πρέπει να προσεχθεί». Ωστόσο, όπως εύκολα προκύπτει από όσα περιλαμβάνονται στο υπόμνημα του ΚΕΠΕ και εξαιρώντας τη διετία της πανδημίας 2020-21, ο Κυρ. Μητσοτάκης και οι νεοφιλελεύθερες πολιτικές του έχουν καταφέρει ήδη από το 2019 να ανασχέσουν τον ρυθμό αύξησης των θέσεων απασχόλησης που είχε επιτύχει η κυβέρνηση Τσίπρα από τη διετία 2017-18.

 

brain

 

Ο μνημονιακός Τσίπρας αύξησε την απασχόληση

 

Αν μάλιστα εισαχθεί ως δεδομένο ότι αυτήν τη διετία η ελληνική οικονομία βρισκόταν υπό τον ασφυκτικό έλεγχο του μνημονίου, εύκολα καταλαβαίνουμε ότι ο μνημονιακός Αλέξης Τσίπρας έδωσε πνοή στην αγορά εργασίας ενώ ο Κυρ. Μητσοτάκης, που είχε και τη δημοσιονομική χαλάρωση (του επέτρεπε να δανείζεται και να ξοδεύει αφειδώς), οδήγησε τελικά σε συρρίκνωση του ρυθμού ανάπτυξης των θέσεων απασχόλησης. Τούτο προκλήθηκε από το γεγονός ότι ήδη από το 2019 είχαν αρχίσει οι πολιτικές στραγγαλισμού των μικρομεσαίων προς… δόξαν του ευαγγελίου που ονομάζεται Εκθεση Επιτροπής Πισσαρίδη, οι οποίες κορυφώθηκαν την τελευταία διετία δεδομένου ότι το 2022 καταγράφεται (με πληθωρισμό 9,3%) αύξηση των θέσεων απασχόλησης μόλις κατά 72.847 και το 2023 (με πληθωρισμό 4,2%) αύξηση των θέσεων απασχόλησης μόλις κατά 116.649.

 

Οπως εύκολα προκύπτει, η ποσοστιαία πτώση του ρυθμού αύξησης των θέσεων απασχόλησης σε σχέση με το 2017, όταν και καταγράφηκε αύξηση της τάξης των 143.545, είναι της τάξης του 50% για το 2022 και της τάξης του 18,8% για το 2023. Ολα αυτά και ενώ το 2023 καταγράφηκε ρεκόρ προσέλευσης τουριστών δεδομένου ότι η προηγούμενη μεγαλύτερη επίδοση καταγράφηκε το 2019, αλλά και γιγαντιαία αύξηση του ΑΕΠ, που όμως προκλήθηκε καταρχάς από τον πληθωρισμό της αισχροκέρδειας που έφερε υπεραποδόσεις ΦΠΑ και από τις λογιστικές αλχημείες με μετάθεση πληρωμών για το 2024.

 

Η ΕΛΣΤΑΤ κρύβει το πρόβλημα

 

Αν κάτι δεν μπορεί να κρυφτεί κάτω από το χαλί, είναι η αναβίωση των Greek statistics. Αυτήν τη φορά αφορούν την ανεργία, όπου καταγράφεται τεράστια ψαλίδα μεταξύ της εγγεγραμμένης και της στατιστικής ανεργίας. Συγκεκριμένα, για τον μήνα Ιανουάριο 2024 (τελευταία στοιχεία) η ΔΥΠΑ (πρώην ΟΑΕΔ) κατέγραψε 1.039.475 ανθρώπους ως το σύνολο των εγγεγραμμένων ανέργων, ενώ η Ελληνική Στατιστική Αρχή (ΕΛΣΤΑΤ) εξήγαγε το στατιστικό συμπέρασμα ότι οι άνεργοι ανήλθαν σε 495.132.

 

Πώς είναι δυνατόν να υπάρχει τέτοια μεγάλη απόκλιση στους δύο φορείς που καταγράφουν την ανεργία; Αν αναλογιστούμε ότι κάθε 50.000 άνεργοι προσθέτουν 1% στον δείκτη ανεργίας, εύκολα συνάγεται ότι η διαφορά των 544.543 ανέργων μεταξύ εγγεγραμμένης (ΔΥΠΑ) και στατιστικής ανεργίας (ΕΛΣΤΑΤ) κρύβει κάτω από το χαλί 10,8% της πραγματικής ανεργίας.

 

Το κλειδί αυτής της «στατιστικής ανορθογραφίας» βρίσκεται στο παρκάρισμα ανέργων στον μη ενεργό πληθυσμό. Για τον Ιανουάριο του 2024 η ΕΛΣΤΑΤ εξήγαγε το συμπέρασμα ότι «τα άτομα εκτός του εργατικού δυναμικού», δηλαδή τα άτομα που δεν εργάζονται ούτε αναζητούν εργασία, ανήλθαν σε 3.028.607. Αυτό που είναι σαφές είναι ότι, όπως παρατηρεί και το ΚΕΠΕ, ο αριθμός των οικονομικά μη ενεργών είναι σημαντικός στην ανάλυση της αγοράς εργασίας, διότι αντανακλά σπατάλη παραγωγικών πόρων, με την έννοια ότι άνθρωποι που θα μπορούσαν να απασχολούνται και να παράγουν παραμένουν εκτός αγοράς εργασίας.

 

Εδώ λοιπόν εντοπίζεται το πρόβλημα. Οπως αναφέρεται σχετικά, καταγράφηκε «μεγάλη μείωση στον αριθμό των οικονομικά μη ενεργών το 2022, περίπου 97 χιλ. λιγότερα άτομα τον Δεκέμβριο έναντι του αντίστοιχου μήνα το 2021». Τούτο εξηγείται από το γεγονός ότι με την οικονομία κλειστή λόγω της πανδημίας πολλοί άνεργοι δεν αναζητούσαν εργασία (ειδικά οι εποχικοί που εργάζονται στον τουρισμό) γνωρίζοντας ότι δεν πρόκειται να εξεύρουν, αλλά η ΕΛΣΤΑΤ επέλεξε να τους κατατάξει στον μη ενεργό πληθυσμό. Αντίθετα το 2023, όταν το ΑΕΠ κατέγραψε δυσθεώρητη αύξηση λόγω της φορομπηχτικής πολιτικής (ΦΠΑ μέσω αισχροκέρδειας), η πορεία αντιστράφηκε, οπότε καταγράφηκε αύξηση του μη ενεργού πληθυσμού κατά 15.000 εργαζόμενους έναντι του Δεκεμβρίου του 2022. Συγκεκριμένα, το αποτέλεσμα είναι τον Δεκέμβριο του 2023 να βρίσκονται εκτός αγοράς εργασίας 3,093 εκατ. άτομα άνω των 15 ετών.

 

Μάλιστα οι συντάκτες του υπομνήματος του ΚΕΠΕ θεωρούν ότι τούτο συνιστά «πρόβλημα, καθώς φαίνεται ότι άλλοι παράγοντες, εκτός του κατώτατου μισθού, κρατούν τους ανθρώπους εκτός αγοράς εργασίας». Ποιοι όμως είναι αυτοί οι παράγοντες;

 

Αυτό που συνιστά πρόβλημα δεν χρήζει προφανώς ανάλυσης για το ΚΕΠΕ. Μάλιστα, όπως αναγράφεται σχετικά στο πόρισμα: «Στην Ελλάδα παραδοσιακά μεγαλύτερο μερίδιο ανθρώπων είναι οικονομικά μη ενεργοί σε σύγκριση με άλλες χώρες. Σύμφωνα με την οικονομική θεωρία, μια αύξηση του κατώτατου μισθού –ceteris paribus– θα συμβάλει στη μείωση των μη οικονομικά ενεργών, διότι αυξάνει το κόστος της σχόλης και ενισχύει, έτσι, το κίνητρο αναζήτησης εργασίας».

 

Γιατί όμως έχουμε τόσο μεγάλο ζήτημα; Είναι προφανές ότι τίθεται ζήτημα αμοιβών για τον κόσμο της μισθωτής εργασίας σε σύγκριση με το κόστος ζωής που έχει επιφέρει ο πληθωρισμός της αισχροκέρδειας που έχει επιβάλει η κυβέρνηση Μητσοτάκη και έχει συντρίψει την αγοραστική δύναμη.

 

Σε εξέλιξη νέο κύμα φυγής εργατικού δυναμικού

 

Το ΚΕΠΕ, αξιοποιώντας τα δεδομένα της Ερευνας Εργατικού Δυναμικού που είναι διαθέσιμα στη Eurostat εξάγει το συμπέρασμα ότι και μόνο στο τρίτο τρίμηνο του 2023 η ομάδα 25-39 ετών συρρικνώθηκε κατά 26.700 εργαζόμενους και αντίστοιχα οι μισθωτοί ηλικίας 40-49 ετών για το ίδιο τρίμηνο επίσης μειώθηκαν κατά 11.600. Πού πήγαν όλοι αυτοί μετά τον Σεπτέμβριο του 2023; Κατατάχθηκαν στην ανεργία (πώς είναι δυνατόν, αφού μειώνεται;) ή στον μη ενεργό πληθυσμό; Σύμφωνα με τα στοιχεία ωστόσο της ΕΛΣΤΑΤ για τον Οκτώβριο 2023: «Τα άτομα εκτός του εργατικού δυναμικού, δηλαδή τα άτομα που δεν εργάζονται ούτε αναζητούν εργασία, ανήλθαν σε 3.080.603, σημειώνοντας μείωση κατά 75.123 άτομα σε σχέση με τον Οκτώβριο του 2022 (-2,4%) και κατά 22.797 σε σχέση με τον Σεπτέμβριο του 2023 (-0,7%)». Αν λοιπόν η ανεργία μειώνεται και το μη ενεργό δυναμικό συρρικνώνεται, εύκολα προκύπτει ότι λόγω της κρίσης κόστους ζωής εξελίσσεται νέο brain drain λόγω του πληθωρισμού της απληστίας, καθώς όσοι μισθωτοί μπορούν παίρνουν τον δρόμο της προσφυγιάς ως οικονομικοί μετανάστες προς αναζήτηση αξιοπρεπούς ζωής σε διάφορες ευρωπαϊκές χώρες.

 

Αυτή η κρίση του κόστους ζωής που έχει ποδοπατήσει την κοινωνία αποδεικνύεται και από το γεγονός ότι καταγράφεται αύξηση του αριθμού των μισθωτών άνω των 65 ετών, οι οποίοι αυξήθηκαν κατά 4.900 ή 16,1%. Αυτό σημαίνει ότι πολλοί συνταξιούχοι που δεν μπορούν να επιβιώσουν με τη σύνταξη που λαμβάνουν βγαίνουν πάλι στην αγορά εργασίας. Θα πρέπει να επισημανθεί ότι αυτή η αύξηση καταγράφεται εντός του 2023 και δεν αφορά τη συρρίκνωση του πέναλτι για την εργασία των συνταξιούχων από το 30% στο 10%, η εφαρμογή τη οποίας εκκίνησε εντός του 2024.

 

Συναγωνιζόμαστε Βαλκάνια και ανατολικές χώρες

 

Καθίσταται σαφές ότι η Ελλάδα σε επίπεδο κατώτατου μισθού αποκλίνει από τις ευρωπαϊκές και συναγωνίζεται τα Βαλκάνια και τις ανατολικές χώρες. Οι υπόλοιπες χώρες για να δώσουν κάποια ανάσα στην κοινωνία λόγω των πληθωριστικών πιέσεων αύξησαν τον κατώτατο μισθό. Το ΚΕΠΕ αναφέρει στο υπόμνημά του ότι «ο κατώτατος μισθός στην Ελλάδα, μετά την αύξηση του 2023 κατά 9,4%, ανήλθε σε 910 ευρώ σε 12μηνη βάση (780 σε 14μηνη). Με δεδομένο ότι πολλές χώρες έχουν ήδη αυξήσει τον κατώτατο μισθό το 2024, η απόσταση μεταξύ ελληνικού κατώτατου μισθού και ευρωπαϊκού μέσου όρου έχει αυξηθεί το 2024».

 

Αναλυτικότερα, το ΚΕΠΕ επισημαίνει: «χαμηλότερο κατώτατο μισθό από την Ελλάδα έχουν οκτώ χώρες, που βρίσκονται στη βαλκανική χερσόνησο και στην ανατολική Ευρώπη ως επί το πλείστον, και υψηλότερο κατώτατο μισθό από την Ελλάδα έχουν δεκατρία κράτη-μέλη της ΕΕ-22 (οι 22 χώρες εντός Ευρώπης που διατηρούν καθεστώς κατώτατου μισθού). Εδώ εισέρχονται τα ισοδύναμα αγοραστικής δύναμης (ΙΑΔ). Αν θέλει κάποιος να συγκρίνει τις χώρες μεταξύ τους, πρέπει να λάβει υπόψη τις διαφορές στο κόστος διαβίωσης, που μετρώνται σε μονάδες αγοραστικής δύναμης. Με δεδομένο ότι από την κυβέρνηση Τσίπρα δόθηκαν υπερμεγέθεις αυξήσεις στις αρχές του 2019 της τάξης του 11% και της τάξης του 27% για όσους αμείβονταν με τον υποκατώτατο, προκύπτει ότι την περίοδο 2019-24 ο κατώτατος μισθός σε αγοραστική δύναμη (ΙΑΔ) στην Ελλάδα υπολείπεται του ευρωπαϊκού μέσου όρου σχεδόν κατά έξι εκατοστιαίες μονάδες».

 

Σύμφωνα με το ΚΕΠΕ: «Οι αυξήσεις κυμάνθηκαν από 15,4% στο Λουξεμβούργο, το οποίο έχει ούτως ή άλλως τον δεύτερο υψηλότερο κατώτατο μισθό σε ΙΑΔ το 2024, ως 71,4% στην Πολωνία, η οποία ανέβηκε στην έβδομη θέση της κατάταξης το 2024. Στη χώρα μας η σωρευτική αύξηση έφτασε το 30,7%, μέγεθος που αντιστοιχεί στην 9η μικρότερη αύξηση μεταξύ των 21 κρατών μελών με εθνικό κατώτατο μισθό».

 

Τζώρτζης Ρούσσος

ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ ΝΕΑ