Για τους πολλούς ο Μάρκος Βαμβακάρης (10 Μαΐου 1905 – Αθήνα, 8 Φεβρουαρίου 1972) υπήρξε ο «Πατριάρχης» του ρεμπέτικου, ο «Γενάρχης» του μπουζουκιού. Η ουσία, πάντως, είναι ότι ο ιδιοφυής αυτός λαϊκός καλλιτέχνης (συνθέτης, στιχουργός, τραγουδιστής, οργανοπαίκτης) με τις εμπνεύσεις, το ταλέντο και την προσφορά του, άνοιξε νέο δρόμο, πάνω στον οποίο κινείται από τότε η ελληνική λαϊκή μουσική.
Ο Μάρκος Βαμβακάρης γεννήθηκε στις 10 Μαΐου του 1905, στον συνοικισμό Σκαλί στην Ερμούπολη της Σύρου από καθολικούς γονείς, που ήταν φτωχοί αγρότες (Δομένικος και Ελπίδα). Από πολύ μικρός, ο Μάρκος Βαμβακάρης μπήκε στη σκληρή βιοπάλη. Εγκατέλειψε λόγω φτώχειας το Δημοτικό σχολείο από την τρίτη τάξη και έκανε θελήματα και δουλειές του ποδαριού στη Σύρο. Οι μουσικές του καταβολές και εμπνεύσεις αρχίζουν μέσα από την οικογένειά του και την ιδιαίτερη πατρίδα του. Ο πατέρας του έπαιζε ωραία φυσαρμόνικα, γκάιντα και γρατσουνούσε το μπουζούκι. Ο παππούς του έγραφε στίχους. Επηρεασμένος από αυτό το κλίμα, ο μικρός Μάρκος παρακολουθούσε παράλληλα τις αποκριάτικες αναπαραστάσεις των ζεϊμπέκηδων, που γίνονταν εκείνα τα χρόνια στην Ερμούπολη. Αυτές ήταν και οι πρώτες πηγές των μεγάλων εμπνεύσεών του.
Ο νεαρός Φραγκοσυριανός καθολικός το 1917 εγκατέλειψε τη Σύρο και βρέθηκε στον Πειραιά. Από εκείνη τη στιγμή αρχίζει η δύσκολη και μεγάλη πορεία του Μάρκου Βαμβακάρη στη ζωή, στον κόσμο του μπουζουκιού και στο τραγούδι. Και όλα αυτά δένουν μεταξύ τους με τρόπο απόλυτο και μοναδικό. Γιατί όπως ο ίδιος έλεγε τις εικόνες της ζωής του τις έκανε τραγούδια. Ό, τι του συνέβαινε, ό,τι έβλεπε γύρω του και ό,τι ένιωθε στον εσωτερικό του κόσμο, τα έγραφε, τα έπαιζε, τα χόρευε και τα τραγουδούσε.
Εργάσθηκε φορτοεκφορτωτής στο λιμάνι, εργάτης στους γαιάνθρακες, υπάλληλος σε μπακάλικο, σε μανάβικο, λούστρος, εφημεριδοπώλης, εργάτης σε κλωστήρια, μέχρι ν’ ασχοληθεί οριστικά με το μπουζούκι και το τραγούδι. Από το 1925, λίγο πριν από την απόλυσή του από τον Στρατό, κάτι σημαντικό φαίνεται ν’ αλλάζει στη ζωή του Μάρκου. Ένας μπουζουκτσής Μικρασιάτης, ο Νίκος Αϊβαλιώτης, ήταν ο άνθρωπος που μύησε τον Βαμβακάρη στα μυστικά και στον κόσμο του μπουζουκιού. Από μαρτυρίες λιμενεργατών που έχει καταγράψει ο ιστορικός Παναγιώτης Κουνάδης ο μουσικός πλέον Μάρκος τριγυρνά στις ταβέρνες, τα ουζερί και τους τεκέδες του Πειραιά και παίζει με το μπουζούκι του σμυρναίικα τραγούδια αλλά και τις πρώτες δικές του δημιουργίες, που δεν είχαν στο μεταξύ κυκλοφορήσει σε δίσκους.
Η αρχή της δεκαετίας του 1930 οριοθετεί πλέον τις μεγάλες καινοτομίες και αλλαγές για το ελληνικό λαϊκό τραγούδι, με πρωταγωνιστή πλέον τον Μάρκο Βαμβακάρη. Τότε πρωτολειτουργεί το εργοστάσιο παραγωγής δίσκων της εταιρείας Columbia στη Ριζούπολη της Ν. Ιωνίας. Ο Μάρκος Βαμβακάρης δεν είναι απλώς έτοιμος να ηχογραφήσει τα πρώτα του τραγούδια, αλλά να τα παίξει με το μπουζούκι του, κάτι που εθεωρείτο αδιανόητο μέχρι τότε για τους υπεύθυνους μαέστρους που είχαν τον πρώτο λόγο στις γραμμοφωνήσεις των δίσκων, που γίνονταν στο εξωτερικό.
Το 1932, ο Γιώργος Μπάτης με δύο τραγούδια του, «Σου ‘χει λάχει» και «Μπάτης ο Δερβίσης», εγκαινιάζει τις φωνογραφήσεις στη Ριζούπολη και σχεδόν ταυτόχρονα ο Μάρκος Βαμβακάρης παίζει με το μπουζούκι του και τραγουδά «Ταξίμ Σερί» και «Εφουμάραμε ένα βράδυ». Ακολούθησαν και άλλα τραγούδια με ορχήστρα που χρησιμοποιούσε μπουζούκι. Έτσι, κάποιες άλλες συνθέσεις του Βαμβακάρη δεν κυκλοφόρησαν, γιατί οι τότε υπεύθυνοι παραγωγοί δίσκων είχαν φοβηθεί, επειδή το μπουζούκι ήταν κοινωνικά υποβαθμισμένο και εθεωρείτο το όργανο του τεκέ και των καταγωγίων.
Η παρουσία του Μάρκου στη δισκογραφία δεν συνδέεται μόνο με τη χρησιμοποίηση του μπουζουκιού ως βασικού οργάνου της λαϊκής ορχήστρας. Ο Βαμβακάρης, από το 1930 έως το 1940, ήταν ο άνθρωπος, ο συνθέτης και στιχουργός που διεύρυνε τη θεματολογία του ρεμπέτικου. Η φτώχεια, η κοινωνική αδικία, η μετανάστευση και άλλα κοινωνικά προβλήματα πέρασαν μαζί με άλλη θεματολογία μέσα από τα ρεμπέτικα τραγούδια, που μετά το 1933 κυκλοφορούν πλέον σε δίσκους και χωρίς προβλήματα.
Ο Βαμβακάρης, μεταξύ 1933 και 1934, συνεργάζεται με τις εταιρείες ΟDΕΟΝ – ΡΑRLΟΡΗΟΝΕ. Την ίδια εποχή εμφανίζεται και η πρώτη ρεμπέτικη κομπανία του Σαραντόπουλου, στην Ανάσταση του Πειραιά. Συμμετέχουν ο Γιώργος Μπάτης, ο Μάρκος Βαμβακάρης, ο Στράτος Παγιουμτζής και ο Ανέστης Δελιάς. Αυτοί λειτούργησαν με τον τίτλο «Τετράς, η ξακουστή του Πειραιώς». Η δημιουργία αυτής της κομπανίας υπήρξε, κατά τον Βαμβακάρη, η πιο σημαντική δουλειά στα πρώτα χρόνια της μεγάλης πορείας του στο λαϊκό τραγούδι. Η πιο παραγωγική, ίσως, περίοδος του Βαμβακάρη ήταν η πενταετία 1935-1940. Έγραψε πολλά τραγούδια και ανάμεσα σ’ αυτά είναι και η περίφημη «Φραγκοσυριανή», που έχει κυκλοφορήσει μέχρι σήμερα σε εκατοντάδες επανεκτελέσεις. Ο Μάρκος πλέον έχει κατορθώσει να περάσει ένα δικό του μουσικό κλίμα, που επιβάλλει το ρεμπέτικο ως λαϊκό είδος τραγουδιού στην Ελλάδα.
Το ρεπερτόριο του Μάρκου περιλαμβάνει περί τα 350-400 τραγούδια, που έγραψε όλες τις περιόδους της πορείας του στο ρεμπέτικο. Μέσα από αυτά τα τραγούδια μπορεί να χαρακτηρισθεί ως ο μεγαλοφυής αλλά και αυθεντικός λαϊκός δημιουργός. Οι μελωδίες του είναι πολύ σπουδαίες, οι στίχοι λιτοί, αλλά γεμάτοι εικόνες. Οι ρυθμοί θαυμάσιοι. Η ερμηνεία αμίμητη. Εκτός από τα δικά του, τραγούδησε και έκανε επιτυχίες τα πρώτα τραγούδια του Βασίλη Τσιτσάνη («Να γιατί γυρνώ μες την Αθήνα», «Δροσούλα»), του Απόστολου Χατζηχρήστου, του Σπύρου Περιστέρη, του Τόλη Χάρμα και άλλων δημιουργών της εποχής του.
Τα πρώτα είκοσι χρόνια που έγραψε ρεμπέτικα τραγούδια ο Μάρκος και γενικά διακρίθηκε ως δημιουργός, ήταν δύσκολα αλλά ευτυχισμένα. Η φτώχεια ξεπερνιόταν από τη δημιουργία. Η επιτυχία που γνώριζαν τα δεκάδες τραγούδια του τότε από τους δίσκους γραμμοφώνου και το πάλκο, ήταν μεγάλη. Και κάπου αυτή η αναγνώριση είχε ορισμένες μουσικές απολαβές. Τόσες, ώστε να συντηρείται η οικογένειά του στο φτωχόσπιτο της Κοκκινιάς. Προς τα τέλη της δεκαετίας του 1940 με αρχές του ’50 αρχίζει μία νέα μετεξέλιξη στο λαϊκό τραγούδι, προσαρμοσμένη κι αυτή στα βαριά και άσχημα γεγονότα της μετακατοχικής – μετεμφυλιακής περιόδου. Από το κλασικό ρεμπέτικο στο βαρύ λαϊκό και με θέματα κυρίως κοινωνικά. Κάπου το ύφος της μουσικής του Βαμβακάρη και των συνθετών της γενιάς του δεν έχει τόσο πέραση. Και για μία δεκαετία αρχίζουν τα πιο πικρά χρόνια της ζωής του.
Η περιπέτεια με τα πικρά χρόνια του Μάρκου Βαμβακάρη τελείωσε αναπάντεχα το 1959, όταν ο Γρηγόρης Μπιθικώτσης μ’ ένα ποδήλατο πήγε στο σπίτι του, στην Κοκκινιά, απεσταλμένος του Τσιτσάνη που ήταν εκείνη την περίοδο καλλιτεχνικός διευθυντής στην εταιρεία Κολούμπια. «Μάρκο, αδελφέ», του είπε ο Γρηγόρης, «θα γυρίσουμε σε δίσκους τα παλιά σου τραγούδια κι ό,τι καινούργιο μας φτιάξεις». Από τότε αρχίζει μια καινούργια περίοδος δημιουργίας για τον Μάρκο, που κρατάει δώδεκα χρόνια. Δηλαδή μέχρι τον θάνατό του (8 Φεβρουαρίου 1972). Παλιά και νέα τραγούδια του Μάρκου τραγούδησαν τότε: Μπιθικώτσης, Γκρέυ, Λύδια, Πάνου, Γκρέκα, Διονυσίου, Καμπάνης, Ρεπάνης, Ζαμπέτας, Νέγκρι, Μοσχολιού και νεώτεροι ερμηνευτές: «Φραγκοσυριανή», «Αλεξανδριανή», «Μαύρα μάτια», «Διαζύγιο», «Πρωθυπουργός», «Αντιλαλούν οι φυλακές», «Κάβουρας», «Κορδελιώτισσα κ.ά.
Από αυτές τις εκτελέσεις γνώρισε ο πολύς κόσμος το έργο του Βαμβακάρη και αγάπησε περισσότερο το ρεμπέτικο και το λαϊκό τραγούδι. Ύστερα απ’ αυτή την 12ετία, ο Μάρκος έγραψε το «Μπουζούκι στο Παρίσι». Μετά τη νέα αναγνώριση, την καταξίωση, άρχισαν οι δόξες και οι τιμές για τον Μάρκο. Τιμητική συναυλία το 1966 στο θέατρο «Κεντρικόν». Βραδιά στο «Χίλτον» όπου έπαιξε και τραγούδησε με τον παλιό του φίλο Στέλιο Κυρομύτη και τους γιους του Στέλιο και Δομένικο, εμφανίσεις σε άλλα μαγαζιά με Λαύκα, Στράτο και Παπαϊωάννου.
Μέσα από το έργο του Μάρκου και της γενιάς του, οι μεγάλοι δημιουργοί Χατζιδάκις, Θεοδωράκης, Ξαρχάκος, Λεοντής, Λοΐζος, Μούτσης, Μαρκόπουλος και άλλοι νεώτεροι στήριξαν το δικό τους έργο, προσάρμοσαν τις δικές τους φόρμες. Και όχι μόνον αυτοί, αλλά και προγενέστεροι δημιουργοί που έγραψαν λαϊκά τραγούδια. «Ο Βαμβακάρης και η γενιά του έστρωσαν το τραπέζι, για ν’ απολαμβάνουν σήμερα δεκάδες ή χιλιάδες μουσικοί», έλεγε ο Γιώργος Ζαμπέτας και τόνιζε, όπου βρισκόταν: «Ο Μάρκος έκανε το μπουζούκι “επάγγελμα” και ζούμε απ’ αυτό».
* Πληροφορίες από αφιέρωμα του δημοσιογράφου και μελετητή – ερευνητή του ρεμπέτικου και λαϊκού τραγουδιού, Πάνου Γεραμάνη.