Η μοναχική ζωή και ο πρόωρος θάνατος του αξέχαστου Χρόνη Εξαρχάκου

Μια ημέρα σαν σήμερα, στις 27 Σεπτεμβρίου 1984, ο σπουδαίος κωμικός Χρόνης Εξαρχάκος άφησε την τελευταία του πνοή, νικημένος από τον καρκίνο.


 

Λίγοι ηθοποιοί είχαν το χάρισμα να μπορούν να σε κάνουν να «λυθείς» στα γέλια χωρίς να πουν το παραμικρό. Μόνο με μια γκριμάτσα τους. Ένας από αυτούς ήταν, δίχως την παραμικρή αμφιβολία, ο Χρόνης Εξαρχάκος.

Ο σπουδαίος κωμικός του θεάτρου και του κινηματογράφου, συμμετείχε σε πολλές ταινίες της χρυσής εποχής της Φίνος που μεγάλωσε γενιές και γενιές Ελλήνων. Βρέθηκε στο πλευρό μεγάλων πρωταγωνιστών όπως ο Κατράκης, ο Βουτσάς, η Βουγιουκλάκη, ο Παπαμιχαήλ, η Καρέζη, η Χρονοπούλου, ο Γεωργίτσης και πολλοί άλλοι.

 

Όσο, όμως, η πορεία του στον χώρο του θεάματος ήταν γεμάτη χαρές και επιτυχίες, τόσο δύσκολη ήταν η προσωπική του ζωή. Ταγμένος δίπλα στη μητέρα του, με την οποία είχε μια σχέση εξάρτησης (που άγγιζε τα όρια της τοξικότητας), δεν παντρεύτηκε ποτέ και έζησε μοναχικά. Παράλληλα, τα προβλήματα υγείας που αντιμετώπιζε ήταν πολλά και σοβαρά. Πρώτα ήταν ένα πρόβλημα στο συκώτι. Έπειτα ήρθε ο καρκίνος.


 

Χρόνης Εξαρχάκος 1932-1984 - Ελληνικός κινηματογράφος

 

Ο κωμικός που σε έκανε να γελάς με μόνο μια γκριμάτσα


 

Ο Πολυχρόνης Έξαρχος, όπως ήταν το πραγματικό του όνομα, γεννήθηκε στην Ερμούπολη της Σύρου το 1932. Η οικογένειά του ήταν φτωχή και αναγκάστηκε να καταφύγει στη λύση της εσωτερικής μετανάστευσης προκειμένου να αναζητήσει μια καλύτερη ζωή.

 

Ο Χρόνης μεγάλωσε στην Πλάκα και ήταν πάντα δεμένος με τη μητέρα του η οποία ήταν ανάπηρη.

 

Άνθρωπος με πηγαίο χιούμορ, αναγκάστηκε να κάνει διάφορες δουλειές του «ποδαριού» προκειμένου να κερδίζει τα προς το ζην. Μια από αυτές τις δουλειές τον έφερε κοντά στο θέατρο.

 

Αρχικά εργάστηκε ως τεχνικός θεάτρου και στη συνέχεια έπιασε δουλειά ως ηχολήπτης στο θεατρικό σχήμα που είχαν δημιουργήσει εκείνη την εποχή ο Κώστας Ρηγόπουλος και η Κάκια Αναλυτή.

 

Η καθημερινή επαφή που είχε ο Χρόνης με τους ηθοποιούς ήταν η αιτία που πολλοί από αυτούς ανακάλυψαν το χιούμορ που είχε.

 

 

Πολλοί ήταν αυτοί που τον πίεζαν να γίνει ηθοποιός αφού το χιούμορ σε συνδυασμό με τις γκριμάτσες που έκανε ήταν δεδομένο πως θα τον οδηγούσαν στην επιτυχία.

 

Ο ίδιος, ωστόσο, δεν το έπαιρνε απόφαση καθώς φοβόταν την αποτυχία. Ίσως και να φοβόταν πως αν όντως γινόταν ηθοποιός θα αναγκάζονταν να λείπει πολλές ώρες από το σπίτι του και κάπως έτσι θα άφηνε μόνη της τη μητέρα του.

 

Η πίεση, ωστόσο, ήταν μεγάλη και έτσι αποφάσισε να κάνει κάποια μαθήματα υποκριτικής στη σχολή του Πέλου Κατσέλη. Όταν το 1963 ο Κώστας Ρηγόπουλος ανέβασε στο θέατρο την παράσταση «Βίλα των οργίων», ο Χρόνης Εξαρχάκος έκανε το ντεμπούτο του στο θέατρο! Η επιτυχία ήταν μεγάλη και τα σχόλια διθυραμβικά.

 

Μετά και από αυτό ο Εξαρχάκος συνέχισε πιο εντατικά τα μαθήματα στη δραματική σχολή με στόχο να γίνει ένας πετυχημένος ηθοποιός. Το γεγονός πως ήταν ήδη 31 ετών μικρή σημασία είχε.

 

Όταν αποφοίτησε από τη δραματική σχολή, οι προτάσεις «έπεσαν» βροχή. Ξαφνικά όλοι ήθελαν στις παραστάσεις τους αυτόν τον κωμικό με τις ξεκαρδιστικές γκριμάτσες.

 

Έπαιξε στο πλευρό του Μάνου Κατράκη, με τον Κώστα Βουτσά, τη Μάρω Κοντού και τον Γιώργο Κωνσταντίνου. Έπαιξε στο «Γλάρο» του Τσέχωφ με τον Γιάννη Φέρτη και την Ξένια Καλογεροπούλου. Η μεγάλη στιγμή, ωστόσο, ήταν όταν έπαιξε δίπλα στην Αλίκη Βουγιουκλάκη και τον Δημήτρη Παπαμιχαήλ στο θεατρικό του Αλέκου Σακελλάριου «Η κόρη μου η σοσιαλίστρια».

 

 

Το θεατρικό είχε τεράστια επιτυχία και για τον λόγο αυτό, άλλωστε, αργότερα γυρίστηκε και η κινηματογραφική ταινία, με τον Εξαρχάκο να ξεχωρίζει τόσο για τις ατάκες που «πετούσε» στα όρια του αυτοσχεδιασμού όσο και για τις γκριμάτσες που έκανε.

 

Οι σκηνοθέτες του κινηματογράφου τον λάτρεψαν γιατί μπορούσε με μια και μόνο έκφραση που έπαιρνε να βοηθήσει στην εξέλιξη της ταινίας, χωρίς καν να χρειαστεί κάποια ατάκα. Όλα τα υπόλοιπα ήρθαν φυσιολογικά.

 

«Η κόρη μου η σοσιαλίστρια» (1966), «Διπλοπενιές» (1966), «Κάτι κουρασμένα παλικάρια» (1967), «Μια κυρία στα μπουζούκια» (1968), «Ένας ιππότης για τη Βασούλα» (1968), «Γοργόνες και μάγκες» (1968), «Η Παριζιάνα» (1969),  «Το κοροϊδάκι της πριγκηπέσσας» (1971), «Ο κατεργάρης» (1971), «Μια Ελληνίδα στο χαρέμι» (1971), «Μαριχουάνα stop!» (1971), «Είσαι στην ΕΟΚ; Μάθε για την ΕΟΚ» (1981) και «Γκαρσονιέρα για δέκα» (1981).

 

Χωρίς ποτέ να παίξει πρώτους ρόλους ο Χρόνης Εξαρχάκος, κατάφερνε να γίνεται πρωταγωνιστής και να χαρίζει απλόχερα στιγμές γέλιου!

 

 

Ο πρόωρος και μοναχικός θάνατος

 

Στην προσωπική του ζωή, ο Χρόνης Εξαρχάκος, ήταν ένας διαφορετικός άνθρωπος. Ναι μεν είχε τις παρέες του και έκανε τις πλάκες του και έξω από τη δουλειά, ωστόσο, ήταν κλειστός. Δύσκολα κατάφερνε κάποιος να τον κάνει να ανοιχτεί και να μιλήσει για τα προσωπικά του.

 

Οι περισσότεροι έκαναν λόγο για έναν άνθρωπο κυκλοθυμικό. Εκεί που ήταν η χαρά της παρέας, ξαφνικά θα μπορούσε να μετατραπεί σε ένα «αγρίμι» που δεν ήθελε να βλέπει κανέναν.

 

Εκείνοι που ήταν πιο κοντά του (όσο το επέτρεπε ο ίδιος, δηλαδή) απέδιδαν αυτή τη συμπεριφορά του στην καταπιεστική – τοξική σχέση που είχε με τη μητέρα του.

 

Λέγεται πως εκείνη ήταν η αιτία που ο Εξαρχάκος δεν έκανε ποτέ οικογένεια. Η μητέρα του, η κ. Άννα, φοβούμενη ίσως πως αν ο Χρόνης κάνει τη δική του οικογένεια θα φύγει μακριά της και θα την εγκαταλείψει, φρόντιζε πάντα να αντιδρά στις επιλογές που ο ίδιος έκανε στην προσωπική του ζωή.

 

 

Πολλοί αποδίδουν στην ασφυκτική σχέση με τη μητέρα του και το γεγονός πως ο ίδιος – παρά το τεράστιο ταλέντο που είχε στην υποκριτική – δεν έγινε ποτέ πρωταγωνιστής και έμενε πάντα σε δεύτερους ρόλους. Η μητέρα του φοβόταν πως αν ο γιος της επικεντρωνόταν στην καριέρα του, δε θα είχε τον χρόνο που έπρεπε για να τη φροντίζει! Έζησε ισοβίως μαζί της συντηρώντας μια παθολογική σχέση καταπιεστικής «αγάπης». 

 

Επιπλέον όλων αυτών, ο Χρόνης Εξαρχάκος είχε την ατυχία να χτυπηθεί από δυο σοβαρές ασθένειες. Η πρώτη είχε να κάνει με το συκώτι. Πολλοί συνάδελφοί του είχαν πει στο παρελθόν πως ο Εξαρχάκος πήγαινε σε παραστάσεις ή πρόβες σφαδάζοντας από τους πόνους αλλά πάντα προσπαθούσε να αντιμετωπίσει τις δύσκολες στιγμές με χιούμορ και χαμόγελο.

 

Εκείνη η ασθένεια τον «γονάτισε» και έπειτα ήρθε ο καρκίνος να του δώσει τη χαριστική βολή.

 

Τη δεκαετία του ’80 νόσησε βαριά από καρκίνο και το 1982 έδωσε την τελευταία του παράσταση στο θέατρο «Ακροπόλ» στο έργο «Το παραμύθι πάει σύννεφο».

 

«Κοιτάξτε να δείτε, όταν κάποιος είναι άρρωστος σημαίνει, ότι έχει κάποια σοβαρή ασθένεια. Και δεν είναι κάτι πρόχειρο. Το γεγονός είναι, ότι κάνουμε μία πάρα πολύ σκληρή δουλειά και το ξέρετε πάρα πολύ καλά αυτό. Και εγώ δούλευα επί τρεις σεζόν χωρίς να σταματήσω ούτε μέρα. Και είχα πάθει τελευταία και ένα ατύχημα με το αυτοκίνητο, και αυτό με ενόχλησε αρκετά.

 

» Με παρακάλεσαν, βέβαια, και οι συνάδελφοι γιατί είναι σκληρή δουλειά το θέατρο, να πάω στο θέατρο. Όπως καταλαβαίνεται δεν μπορεί να κλείσει το θέατρο, επειδή αρρώστησε ένας πρωταγωνιστής, ένας ηθοποιός, ένας μουσικός. Και πήγα βέβαια με μισή διάθεση, με πόνους κι έκανα παράσταση. Τώρα αυτό όλο βέβαια είναι εις βάρος μου, διότι το κοινό δεν μπορεί να ξέρει σε ποια κατάσταση βρίσκομαι εγώ, αν πρέπει να κάνω παράσταση ή όχι», είχε πει στην τελευταία του συνέντευξη που είχε δώσει εκπομπή «Σήμερα» και τον Ανδρέα Δεληγιάννη και είχε προσθέσει:

 

 

«Είχα ενοχλήσεις με το συκώτι μου από πολύ παλιά. Τώρα με όλη αυτήν την ταλαιπωρία και το χειμώνα που εργάστηκα τόσο πολύ δυνατά, με ξαναενόχλησε, έκανα μια προσπάθεια και ξαναπήγα στο θέατρο μήπως μπορέσω και βοηθήσω τη δουλειά και εργαστώ. Αλλά μετά με πόνεσε πάλι το συκώτι, πήγα στο γιατρό και πρέπει να μείνω κάνα μήνα εκτός».

 

Ο Εξαρχάκος επέλεξε να δώσει αυτή τη σκληρή μάχη ολομόναχος. Μακριά από τα φώτα της δημοσιότητας. Ελάχιστοι γνώριζαν για τον προσωπικό «Γολγοθά» που ανέβαινε. Αναγκάστηκε να μεταβεί στο Λονδίνο προκειμένου να υποβληθεί σε επέμβαση αλλά δεν είχε την επιτυχία που όλοι εύχονταν.

 

Η μάχη με τον καρκίνο, ωστόσο, ήταν άνιση. Ο Χρόνης Εξαρχάκος άφησε την τελευταία του πνοή, μια ημέρα σαν σήμερα, στις 27 Σεπτεμβρίου 1984, στο νοσοκομείο «Άγιος Σάββας» της Αθήνας. Η κηδεία του έγινε την επομένη ημέρα στο Α’ Νεκροταφείο της Αθήνας.

 

Ήταν μόλις 52 ετών. Η μητέρα του έπεσε σε βαριά κατάθλιψη, δεν άντεξε τον χαμό του και την επόμενη χρονιά φεύγει και η ίδια από τη ζωή. 

 

Νίκος Δεμισιώτης

 

ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ ΝΕΑ