Η επιστροφή του κλεμμένου Ευαγγελίου

Ενα πολύτιμο ευαγγέλιο ηλικίας 1.000 ετών που έχει ήδη πάρει τον δρόμο της επιστροφής προς την Ελλάδα ύστερα από την κλοπή του από βουλγαρικά στρατεύματα κατοχής κατά τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο μπορεί να ανοίξει τον δρόμο για τον επαναπατρισμό των Γλυπτών του Παρθενώνα;

 

Το ενδεχόμενο αφήνουν ανοιχτό οι βρετανικοί «Τάιμς» σε άρθρο τους, στο οποίο εκτιμούν ότι η προσπάθεια που συντελέστηκε για την επιστροφή του σημαντικού θρησκευτικού χειρογράφου, το οποίο ανήκε στη λεηλατημένη μονή Εικοσιφοινίσσης στο όρος Παγγαίο, με επικεφαλής τον Οικουμενικό Πατριάρχη κ. Βαρθολομαίο, είναι πιθανό να ενεργοποιήσει και τις προσπάθειες της Ελλάδας για τη διεκδίκηση των Γλυπτών που αφαίρεσε πριν από 200 χρόνια ο λόρδος Ελγιν από το κορυφαίο μνημείο της κλασικής αρχαιότητας και τα οποία εκτίθενται στο Βρετανικό Μουσείο.

 

«Αυτή η επιστροφή αποτελεί ένα ένδοξο επίτευγμα» δηλώνει ο μητροπολίτης Δράμας Παύλος, με αφορμή την απόφαση του Μουσείου της Βίβλου που εδρεύει στη Νέα Υόρκη να επιστρέψει το χειρόγραφο του 10ου αιώνα στο μοναστήρι της Παναγίας Εικοσιφοινίσσης, στην περιοχή των Σερρών. «Πολλά ακόμη χειρόγραφα και ιερά λείψανα βρίσκονται σε ολόκληρο τον κόσμο, και πρέπει να επαναπατριστούν. Ο αγώνας μας δεν σταματά εδώ. Θα γίνει πιο σκληρός».

 

Σε δημοπρασία

 

Το εν λόγω περγαμηνό χειρόγραφο ευαγγέλιο του 10ου αιώνα είναι μικρογραφημένο και γραμμένο σε δύο στήλες, με 27 γραμμένες σειρές σε κάθε στήλη, διαστάσεων 18,1 x 14 εκ. Ηταν δε ένα μόλις από τα 430 ιερά έγγραφα και τα 470 θρησκευτικά κειμήλια που λεηλάτησαν οι βουλγαρικές δυνάμεις από το μοναστήρι το 1917. Το Μουσείο της Βίβλου το απέκτησε μέσω του οίκου δημοπρασιών Κρίστις το 2011, χωρίς ωστόσο να είναι ξεκάθαρες οι συνθήκες προέλευσής του, γεγονός που επέτρεψε στη μονή να διεκδικήσει την επιστροφή του.

 

«Η αποκάλυψη της ιστορίας αυτού του χειρογράφου δεν ήταν εύκολη. Απαίτησε μια εις βάθος έρευνα εκ μέρους μας για να εντοπιστεί το θλιβερό του παρελθόν, να επιβεβαιωθεί η ταυτότητά του και να προσδιοριστεί το πού βρισκόταν πριν από το 1958» τονίζει από την πλευρά του ο εκπρόσωπος του Μουσείου της Βίβλου δρ Τζεφ Κλόχα με αφορμή την ενδελεχή έρευνα για τον εντοπισμό της προέλευσης του χειρογράφου από τον επιμελητή του μουσείου Μπράιν Χάιλαντ.

 

«Οι στρατιώτες πούλησαν τα κειμήλια σε βιβλιοπωλεία και συλλέκτες σε όλη την Ευρώπη για να εξασφαλίσουν γρήγορο κέρδος» λέει ο μητροπολίτης Παύλος. «Το μεγαλύτερο μέρος αυτών, τώρα, παραμένουν στα χέρια του βουλγαρικού κράτους, αλλά όλα αυτά τα χρόνια πολλά κομμάτια κατέληξαν στα χέρια μεγάλων συλλεκτών, οι οποίοι με τη σειρά τους τα προσέφεραν σε διάφορα ιδρύματα», μεταξύ των οποίων τα πανεπιστήμιο Πρίνστον και Ντιουκ, όπως και η βιβλιοθήκη Μόργκαν της Νέας Υόρκης.

 

Το διοικητικό συμβούλιο του Πανεπιστημίου του Πρίνστον, ωστόσο, αρνείται να παραδώσει πέντε γραπτά κειμήλια που εκτιμάται ότι αποτέλεσαν μέρος της λείας των βουλγαρικών δυνάμεων καθώς όπως υποστηρίζει δεν υφίστανται επαρκείς αποδείξεις ούτε για τη βουλγαρική επίθεση στο μοναστήρι ούτε ότι ανάμεσα στη λεία υπήρχαν και χειρόγραφα.

 

Η δεύτερη επιστροφή

 

Το χειρόγραφο ευαγγέλιο του 10ου αι. είναι το δεύτερο κειμήλιο που επιστρέφεται στο μοναστήρι από ίδρυμα του εξωτερικού. Είχε προηγηθεί το 2016 ένα χειρόγραφο του 9ου αι. – γνωστό ως Κώδικας 1424 – το οποίο και είχε στην κατοχή της η Λουθηρανική Θεολογική Σχολή του Σικάγου, ενώ ένας ακόμη επαναπατρισμός, μέσω αγοράς αυτή τη φορά, είχε γίνει το 2002 όταν οι υπηρεσίες του ελληνικού υπουργείου Πολιτισμού εντόπισαν σε δημοπρασία του Μονάχου το Εξαμηνιαίο Συναξάρι του μοναχού Εφραίμ, που χρονολογείται στα τέλη του 13ου ή στις αρχές του 14ου αιώνα και το αγόρασαν για να το επαναπατρίσουν, καθώς νομικά δεν ήταν δυνατή η κατάσχεσή του.

 

«Η Ελλάδα δεν είναι γνωστό να έχει ζητήσει τα κλοπιμαία από τη Βουλγαρία (σ.σ.: έχει τεθεί επανειλημμένως και επισήμως) αλλά ασκεί πιέσεις στη βρετανική κυβέρνηση για τον επαναπατρισμό των Γλυπτών του Παρθενώνα» καταλήγει το άρθρο των «Τάιμς»