Επέβαλε τη θέση που είχε προαποφασίσει η κυβέρνηση στην εξεταστική επιτροπή για τα Τέμπη μέσω της πλειοψηφίας της. Καμία ευθύνη σε υπουργό. Έντονες αντιδράσεις της αντιπολίτευσης.
Ένας σταθμάρχης και δύο (νεκροί) μηχανοδηγοί. Αυτοί είναι οι (μόνοι) υπεύθυνοι για το πολύνεκρο δυστύχημα στα Τέμπη που στοίχισε την ζωή σε 57 επιβάτες.
Σε αυτό το συμπέρασμα κατέληξαν οι 16 βουλευτές της Νέας Δημοκρατίας που μετέχουν στην Εξεταστική Επιτροπή που συστήθηκε για την διερεύνηση της τραγωδίας των Τεμπών και αυτό καλούνται να επικυρώσουν οι 158 βουλευτές της Ν.Δ όταν –σύντομα- θα κληθούν να εγκρίνουν το πόρισμα της Νέας Δημοκρατίας που χθες έγινε και επισήμως πόρισμα της Εξεταστικής.
Η ειδησεογραφία χθες εστίασε στον επεισοδιακό χαρακτήρα της τελευταίας συνεδρίασης της Εξεταστικής Επιτροπής που οφείλονταν στις διαδικαστικές ενστάσεις που έθεσε επίμονα η Ζωή Κωνσταντοπούλου και στην θορυβώδη συμπεριφορά της.
Όμως η πραγματική -και προκλητική για την κοινή γνώμη – «είδηση» βρίσκεται στην θεσμική ολοκλήρωση μιας προσπάθειας συγκάλυψης που ξεκίνησε εδώ και περίπου 4 μήνες.
Από τότε δηλαδή που το κοινοβούλιο ενέκρινε την σύσταση Εξεταστικής Επιτροπής, προκειμένου να διαπιστώσει τις αιτίες του πολύνεκρου δυστυχήματος στα Τέμπη και τα δομικά αίτια στο σιδηροδρομικό δίκτυο που οδήγησαν εκεί.
Σε όλο αυτή το τεράστιο ερευνητικό πεδίο, η «γαλάζια» πλειοψηφία της επιτροπής δεν εντόπισε καμία ευθύνη σε πολιτικό πρόσωπο. Ούτε καν στον Κωνσταντίνο Καραμανλή που ήταν υπουργός Μεταφορών έως την μοιραία νύχτα της 28ης Φεβρουαρίου του 2022.
Αντίθετα με 16 ψήφους των βουλευτών της Ν.Δ που μετέχουν σε αυτή ενέκριναν το πόρισμα του κυβερνητικού κόμματος που προκρίνει ως ένοχο το «ανθρώπινο λάθος» και την παραβίαση του κανονισμού λειτουργίας.
Η εισήγηση της Ν.Δ
Αυτές τις θέσεις ανέπτυξε άλλωστε ο εισηγητής της Νέας Δημοκρατίας, Λάζαρος Τσαβδαρίδης. Λέγοντας ότι «το μοιραίο βράδυ του δυστυχήματος» ο κανονισμός «παραβιάστηκε κατά συρροή και διαδοχικά τόσο από τον σταθμάρχη Λάρισας όσο και από τους μηχανοδηγούς της αμαξοστοιχίας». Μάλιστα χαρακτήρισε τα όσα έγιναν «γεγονός πρωτόγνωρο στα σιδηροδρομικά χρονικά».
Σύμφωνα με την επίσημη θέση της Ν.Δ την οποία εξέφρασε ο Λάζαρος Τσαβδαρίδης «αν είχαν τηρηθεί οι κανόνες το δυστύχημα στα Τέμπη είναι βέβαιο ότι δεν θα είχε συμβεί». Υπερθεμάτισε μάλιστα λέγοντας «έστω και μία από αυτές τις παραβιάσεις δεν είχε λάβει χώρα το γεγονός αυτό θα στέκονταν ικανό για να αποσοβήσει το δυστύχημα».
Ο εισηγητής της Ν.Δ υποβάθμισε την σημασία των συστημάτων σηματοδότησης-ασφάλειας-τηλεδιοίκησης λέγοντας πως «είναι σημαντική χωρίς όμως να εκμηδενίζει τον κίνδυνο» και νοείται πάντα «σε συνδυασμό με την εφαρμογή του κανονισμού κίνησης».
Με τον τρόπο αυτό αποσύνδεσε το δυστύχημα στα Τέμπη από το ζήτημα της περίφημης σύμβασης 717 από τα αίτια του δυστυχήματος. Παρότι διαφορετικές εκτιμήσεις έχουν καταγραφεί από την ελληνική δικαιοσύνη αλλά και τους εμπειρογνώμονες που κατέθεσαν. Στην βάση αυτή φυσικά στηρίχθηκε και η θέση της Ν.Δ σύμφωνα με την οποία δεν υφίσταται θέμα ευθυνών υπουργών η πολιτικών προσώπων.
Η αντιπολίτευση
Με τις κυβερνητικές θέσεις δεν συμφώνησε κανένα από τα κόμματα της αντιπολίτευσης. Αντιθέτως υπέδειξαν, από διαφορετικούς δρόμους, την ανάγκη διερεύνησης συγκεκριμένων ποινικών ευθυνών για σειρά πολιτικά πρόσωπα.
Από την πλευρά του ΣΥΡΙΖΑ ο Βασίλης Κόκκαλης επέρριψε σαφείς ευθύνες στον πρώην υπουργό Μεταφορών Κωνσταντίνο Καραμανλή εγκαλώντας τον για παραλείψεις όσον αφορά την εγκατάσταση συστημάτων τηλεδιοίκησης και σηματοδότησης. Μάλιστα πρότεινε στην επιτροπή την απευθείας παραπομπή του πρώην υπουργού Μεταφορών στην Δικαιοσύνη δίχως να παρεμβληθεί η διαδικασία της εφαρμογής του νόμου «Περί Ευθύνης Υπουργών».
Ζήτησε να «δώσουμε τη δυνατότητα στη δικαιοσύνη, να της λύσουμε τα χέρια, με μία ομόφωνη δήλωση -δεν χρειάζεται τίποτε παραπάνω- ότι τα αδικήματα τα διά παραλείψεως τουλάχιστον δεν εντάσσονται στο νόμο περί ευθύνης Υπουργών». Αίτημα που δεν τέθηκε καν σε ψηψοφορία.
Εκ μέρους του ΠΑΣΟΚ η Μιλένα Αποστολάκη μίλησε για «οργανωμένη συγκάλυψη» η οποία μάλιστα «ξεκίνησε από την καταψήφιση των προτάσεων για προκαταρκτική εξέταση» που είχαν κατατεθεί στην Ολομέλεια της Βουλής. Τόνισε αναφορικά με το πόρισμα που προτείνει η Ν.Δ πως «το αφήγημα του ανθρώπινου λάθους είναι πλαστό και κυρίως είναι προσβλητικό για την μνήμη των συνανθρώπων μας».
Εστίασε ιδιαίτερα στις ευθύνες του Κωνσταντίνου Καραμανλή λέγοντα πως υπάρχουν «εναντίον του αποχρώσεις ενδείξεις ενοχής» αναφέροντας ενδεικτικά την «συνειδητή αγνόηση του πορίσματος της Εθνικής Αρχής Διαφάνειας» σχετικά με την σύμβαση 717 για την σηματοδότηση-τηλεδιοίκηση προσθέτοντας πως ο υπουργός Μεταφορών «δεν θέσπισε εθνικούς κανόνες ασφαλείας ως όφειλε».
Ευθύνες επέρριψε όμως και στον προκάτοχό του Χρήστο Σπίρτζη λέγοντας πως «επέλεξε να αγνοήσει τις προειδοποιήσεις για τα πολλά και υπαρκτά ζητήματα ασφαλείας στον σιδηρόδρομο». Για τα δύο αυτά πολιτικά πρόσωπα η Μιλένα Αποστολάκη ζήτησε να διερευθηθούν οι ευθύνες τους με την μετατροπή της Εξεταστικής Επιτροπής σε προανακριτική.
Ποινικές ευθύνες σε 7 υπουργός εντόπισε το ΚΚΕ. Όπως είπε ο Νίκος Καραθανασόπουλος «προκύπτουν σαφέστατες ποινικές ευθύνες των αρμοδίων ΥπουργώνΥποδομών και Μεταφορών της περιόδου 2009-2023 και συγκεκριμένα των Υπουργών Δημήτρη Ρέππα, Ιωάννη Ραγκούση, Μάκη Βορίδη, Κωστή Χατζηδάκη, Μιχάλη Χρυσοχοΐδη, Χρήστου Σπίρτζη και Κωνσταντίνου Καραμανλή». Αναφέρθηκε συγκεκριμένα στο αδίκημα της «δια της παραλείψεως διατάραξη της ασφάλειας των σιδηροδρομικών συγκοινωνιών».
Τόνισε πως «η νομική αυτή υποχρέωση του εκάστοτε υπουργού έχει ως αποτέλεσμα την θεμελίωση της ποινικής ευθύνης». Εκτίμησε παράλληλα πως οι ποινικές ευθύνες υπάρχουν «με ενδεχόμενο δόλο με δεδομένο ότι οι ελλειψεις στα συστήματα ασφαλείας και της πιθανότητας του ανθρώπινου λάθος ήταν σε γνώση» αφού τσύμφωνα με τον ποινικό κώδικα αδίκημα «πράττει εκείνος που προβλέπει το εγκληματικό αποτέλεσμα και το αποδέχεται». Επίσης σημείωσε ότι υπάρχει ποινική ευθύνη για το αδίκημα της «θανατηφόρου έκθεσης» και της «παράβασης καθήκοντος».
Την στάση της κυβέρνησης κατήγγειλε ο βουλευτής της Νέας Αριστεράς Νάσος Ηλιόπουλος. Όπως σημείωσε απευθυνόμενος στην πλειοψηφία της επιτροπής «αναρωτιέμαι τι δηλώνετε για τις καταγγελίες των μηχανοδηγών, καινούργιες καταγγελίες, ότι σε 95 χιλιόμετρα τα τρένα κινούνται σε μονή γραμμή, χωρίς τηλεδιοίκηση, χωρίς φωτοσήματα. Θα ψάχνουμε ξανά γρήγορα για καινούργιο ανθρώπινο λάθος;».
Επισήμανε μάλιστα κλείνοντας την παρέμβασή του: «Κανείς και καμία δεν θα ξεχαστεί, ό,τι και να κάνετε. Να ξέρετε ότι είμαστε σε έναν τόπο ο οποίος μας έχει διδάξει με την ιστορία του ότι στις τραγωδίες αργά ή γρήγορα υπάρχει και η λύτρωση, υπάρχει και η τιμωρία. Και να ξέρετε ότι δεν θα γλιτώσετε».
ΓΕΡΑΣΙΜΟΣ ΛΙΒΙΤΣΑΝΟΣ