Πρόκειται για τα θραύσματα αντισωμάτων μονής αλύσου, όπως αποκαλούνται, τα οποία είναι περιζήτητα στην προηγμένη φαρμακευτική έρευνα λόγω του μικρού μεγέθους τους και της ενισχυμένης διείσδυσής τους στους ιστούς.
Στην προκειμένη περίπτωση η πάθηση, που χάριν συντομίας θα αποκαλούμε στο εξής «υγρή AMD», παραμένει άγνωστη στο ευρύ κοινό και είναι αρκετά σπανιότερη από την ηλικιακή εκφύλιση της ωχράς κηλίδας ξηράς μορφής, την οποία ο κόσμος γνωρίζει περισσότερο.
Η υγρή AMD συνιστά μόλις το 15% των περιστατικών ηλικιακής εκφύλισης της ωχράς κηλίδας και πλήττει παγκοσμίως περίπου 25 εκατομμύρια ανθρώπους, ενώ αποτελεί τη βασική αιτία τύφλωσης στις ανεπτυγμένες κοινωνίες.
Κι αυτό γιατί, σε αντίθεση με την ξηρή μορφή της ηλικιακής εκφύλισης της ωχράς κηλίδας που εξελίσσεται αργά, η υγρή AMD χαρακτηρίζεται από ταχεία επιδείνωση και την εμφάνιση παθολογικών αγγείων μέσα στο μάτι, με συνέπεια να πραγματοποιείται διαρροή υγρού το οποίο συσσωρεύεται κάτω από τον αμφιβληστροειδή, προκαλώντας οίδημα και ταχεία απώλεια της όρασης.
Τα πρώιμα συμπτώματα της νόσου περιλαμβάνουν παραμόρφωση της όρασης, με τον ασθενή να δυσκολεύεται να δει καθαρά, να διαβάσει και να κάνει βασικές καθημερινές δραστηριότητες. Αν η υγρή AMD μείνει χωρίς θεραπεία, γρήγορα θα παρουσιάσει μεγάλη επιδείνωση και θα καταλήξει στην απώλεια της όρασης.
Τα πρώιμα συμπτώματα της νόσου περιλαμβάνουν παραμόρφωση της όρασης, με τον ασθενή να δυσκολεύεται να δει καθαρά, να διαβάσει και να κάνει βασικές καθημερινές δραστηριότητες. Αν η υγρή AMD μείνει χωρίς θεραπεία, γρήγορα θα παρουσιάσει μεγάλη επιδείνωση και θα καταλήξει στην απώλεια της όρασης.
Οι σταθμοί στη θεραπεία της υγρής AMD είναι τέσσερις και περιλαμβάνουν: την πρώτη απόπειρα αντιμετώπισης της νόσου με λέιζερ τη δεκαετία του 1980, τη φωτοδυναμική θεραπεία τη δεκαετία του '90, την επανάσταση που έφεραν στις αρχές του 2000 οι anti-VEGF παράγοντες πρώτης γενιάς και τώρα, σχεδόν 20 χρόνια μετά, τα θραύσματα των ανθρωποποιημένων αντισωμάτων που συνδυάζουν τη δραστικότητα των anti-VEGF παραγόντων με πολύ μικρό μοριακό βάρος και υψηλή διεισδυτικότητα στο σημείο-στόχο.
Μετά από αυτήν τη μικρή ιστορική αναδρομή πάμε να δούμε τι καινούργιο φέρνει η νέα γενιά φαρμάκων στη θεραπεία της υγρής AMD. Η μεγάλη πρόοδος στην ηλικιακή εκφύλιση της ωχράς κηλίδας κάθε μορφής συντελέστηκε με την ανάπτυξη των anti-VEGF παραγόντων που εμποδίζουν τη δράση συγκεκριμένων πρωτεϊνών, οι οποίες ονομάζονται αγγειακοί ενδοθηλιακοί αυξητικοί παράγοντες και δημιουργούν νέα αγγεία.
Όταν τα νέα αγγεία είναι παθολογικά και οδηγούν σε πρόκληση βλάβης, όπως συμβαίνει με την υγρή AMD, τα anti-VEGF φάρμακα εμποδίζουν τον σχηματισμό τους και υποστρέφουν τη βλάβη.
Ελπίδες δίνουν νέες θεραπείες όπως το brolucizumab, το οποίο αποτελεί ένα ανθρωποποιημένο μονής αλύσου κλάσμα αντισώματος και το περισσότερο κλινικά προηγμένο ανθρωποποιημένο κλάσμα αντισώματος μονής αλύσου που έχει φτάσει σε αυτό το στάδιο ανάπτυξης.
Σε κλινική μελέτη φάσης τρία, όπου το brolucizumab συγκρίθηκε με το φάρμακο aflibercept, σε ό,τι αφορά την καλύτερα διορθωμένη οπτική οξύτητα εμφάνισε ανωτερότητα στην προστασία του αμφιβληστροειδούς κατά το πρώτο έτος, η οποία διατηρήθηκε και στο δεύτερο έτος της έρευνας. Βασικό δείκτη της δραστηριότητας της νόσου αποτελεί η μείωση του συσσωρευμένου υγρού στον αμφιβληστροειδή, κάτι που επιτυγχάνεται με τη θεραπεία με το brolucizumab.
Σε δύο κλινικές μελέτες με τις ονομασίες HAWK και HARRIER, τα ευρήματα που συγκεντρώθηκαν κατά το δεύτερο έτος δείχνουν ότι λιγότεροι ασθενείς με νεοαγγειακή ηλικιακή εκφύλιση της ωχράς κηλίδας (υγρή AMD) είχαν ενδοαμφιβληστροειδικό ή/και υποαμφιβληστροειδικό υγρό, δύο βασικοί δείκτες που χρησιμοποιούνται από τους γιατρούς για να καθορίσουν τη συχνότητα της ενδοφθάλμιας ένεσης στην κλινική πράξη.
Επιπροσθέτως, οι ασθενείς που λάμβαναν brolucizumab συνέχισαν να εμφανίζουν μειώσεις στο πάχος του κεντρικού υποπεδίου στο δεύτερο έτος της θεραπείας. Η αύξηση του πάχους του κεντρικού υποπεδίου στην υγρή AMD αποτελεί σημαντική μέτρηση της παθολογικής συσσώρευσης υγρού και οιδήματος που προκαλείται και το οποίο μπορεί να οδηγήσει σε μειωμένη όραση.
Επίσης, στο τέλος της διετίας λιγότεροι ασθενείς που λάμβαναν brolucizumab είχαν υποαμφιβληστροειδικό υγρό στο μελάγχρουν επιθήλιο, με τους ασθενείς να διατηρούν και στο δεύτερο έτος της θεραπείας το δοσολογικό μεσοδιάστημα των 12 εβδομάδων.
Σχολιάζοντας τα νέα ευρήματα, ο δρ. Pravin Dugel, διευθύνων εταίρος των Retinal Consultants of Arizona, κλινικός καθηγητής στο Ινστιτούτο Roski Eye της Ιατρικής Σχολής Keck στο Πανεπιστήμιο της Νότιας Καλιφόρνιας και κύριος ερευνητής και στις δύο μελέτες, επισήμανε ότι τα σταθερά αποτελέσματα του δεύτερου έτους συνεχίζουν να υποστηρίζουν το brolucizumab ως πιθανή νέα θεραπεία για τους ασθενείς με υγρή AMD.