Η μοναδικότητά του έγκειται στο ότι είναι ο παλαιότερος αλυσιδωτός θώρακας (ή λωρίκιον), καθώς δεν έχει εντοπιστεί παρόμοιο εύρημα του 10ου αιώνα, στον ελλαδικό χώρο.
Η πανοπλία αυτή αποτελούσε μέρος του πολεμικού οπλισμού του στρατηγού Ιωάννη Τορνίκιου. Ο Ιβηρίτης (Γεωργιανός) στην καταγωγή Ιωάννης Τορνίκιος ήταν μεταξύ των κτητόρων της μονής το 979/980 και δώρισε στο μοναστήρι τον βυζαντινό θώρακα, που φορούσε ως επικεφαλής 12.000 Ιβηριτών ιππέων σε μάχες κοντά τον Άλυ ποταμό.
Σήμερα, σύμφωνα με πληροφορίες από το voria.gr, φυλάσσεται στο σκευοφυλάκιο της μονής, μαζί με άλλα πολύτιμα εκκλησιαστικά κειμήλια και διατηρείται σχεδόν ακέραιος, παρότι δεν έχει συντηρηθεί.
«Είναι ένα εξαιρετικά σπάνιο αντικείμενο που σώζεται σε καλή κατάσταση. Αποτελείται από επίπεδους και στρογγυλούς κρίκους με διάμετρο στο 1 εκατοστό κι αυτό κάνει τον θώρακα πολύ συμπαγή και αποτελεσματικό στα χτυπήματα, ενώ ταυτόχρονα είναι αρκετά ελαφρύς», είπε στη Voria.gr ο ερευνητής, μεταπτυχιακός φοιτητής του τμήματος Βυζαντινής Αρχαιολογίας στο Α.Π.Θ., Ερρίκος Μανιώτης.
Σύμφωνα με τον μελετητή, το πάχος του κρίκου κυμαίνεται μεταξύ 1-1,6 χιλιοστά, το μήκος του θώρακα είναι 65-70 εκατοστά, που σημαίνει ότι κάλυπτε όλο το στήθος, και το πλάτος του 45-50 εκατοστά, ενώ δεν σώζονται τα μανίκια. Τέτοιου τύπου θώρακες ζύγιζαν περίπου 12-14 κιλά.
Ο Ερ. Μανιώτης αναζήτησε πηγές για τον κάτοχο του αλυσιδωτού θώρακα και όλες έδειχναν προς τον Ιωάννη Τορνίκιο.
«Μια ιδιαιτέρως σημαντική αναφορά για τον θώρακα μας σώζεται από τον Γεωργιανό επίσκοπο και περιηγητή Τιμόθεο Γκαμπασβίλι (1703–1764), ο οποίος επισκέφθηκε τη Μονή τον χειμώνα του 1755-56 και περιέγραψε τον αλυσιδωτό θώρακα, καθώς και άλλο οπλισμό που φυλασσόταν στη Μονή Ιβήρων, τον οποίο και συνέδεσε με τον ιδρυτή της Μονής, Ιωάννη Τορνίκιο», είπε χαρακτηριστικά.
Η χρήση του αλυσιδωτού θώρακα χρονολογείται ήδη από τον 3ο π.Χ. αιώνα και συνδέεται με τους Κέλτες, ενώ από τον 4ο αιώνα μ.Χ. χρησιμοποιούνται ευρέως από τον ρωμαϊκό στρατό.
Όπως αναφέρει ο κ. Μανιώτης, το πιο γνωστό και ίσως το μοναδικό παράδειγμα από τον ελλαδικό χώρο σχεδόν ακέραιου αλυσιδωτού θώρακα προέρχεται από το Βυζαντινό και Χριστιανικό Μουσείο της Αθήνας και χρονολογείται στον 13ο-15ο αιώνα.
«Πρόκειται για μετάλλινη πανοπλία έφιππου πολεμιστή, πιθανώς ανατολικής προέλευσης. Ο σιδερένιος θώρακας έχει τη μορφή πλεκτού χιτώνα με μακριά μανίκια και κλείνει στο μέρος του στήθους με μικρούς μεταλλικούς γάντζους. Η χάλκινη περικεφαλαία αποτελείται από ημισφαιρικό στέλεχος που στην κορυφή του κοσμείται με μεταλλικό κουμπί, ενώ στο κάτω μέρος είναι αναρτημένο αλυσιδωτό πλέγμα για την προστασία του αυχένα και των πλαϊνών της κεφαλής», είπε ο κ. Μανιώτης.
Ένας παρόμοιος θώρακας, που όπως και αυτός της Μονής Ιβήρων χρονολογείται στον 10ο αιώνα, εκτίθεται στο Αρχαιολογικό Μουσείο της Σόφιας και πιθανότατα ανήκε σε βυζαντινό αξιωματούχο, ενώ ένας τρίτος θώρακας της ίδιας εποχής που βρέθηκε σε τάφο στην περιοχή Zurtaket στην ανατολική Γεωργία, σώζεται τυλιγμένος και βρίσκεται σε κακή κατάσταση.
Οι μοναχοί της Μονής Ιβήρων φυλάσσουν ως «κόρη οφθαλμού» τον αλυσιδωτό θώρακα στο σκευοφυλάκιο, μαζί με άλλα πολύτιμα αντικείμενα, όπως ιερατικά σκεύη, τον λεγόμενο «σάκο» του Ιωάννη Τσιμισκή, ποτήρια των Κομνηνών, τον μανδύα του Πατριάρχη Γρηγορίου Ε’, χρυσοκέντητα άμφια, σπάνιες εικόνες, σταυρούς και αναθήματα πιστών ανεκτίμητης αξίας.
Σημειώνεται επίσης πως η βιβλιοθήκη της Μονής Ιβήρων θεωρείται η 6η σημαντικότερη στον κόσμο με 2.200 ελληνικά, αλλά και χιλιάδες γεωργιανά χειρόγραφα και η δεύτερη -μετά από αυτή του Βατικανού- μεγαλύτερη σε αριθμό βιβλίων βυζαντινής μουσικής.
Πληροφορίες αναφέρουν ότι η βιβλιοθήκη της Ιβήρων περιέχει πάνω από 20.000 έντυπα και σχεδόν 2.500 χειρόγραφους κώδικες.