Με 247 ψήφους υπέρ και 50 «παρών» ο Νικήτας Κακλαμάνης αναδείχθηκε νέος πρόεδρος της Βουλής, όντας ο 14ος που εκλέγεται στο τρίτο τη τάξει πολιτειακό αξίωμα μετά το 1974.
Υπέρ του διαδόχου του Κώστα Τασούλα ψήφισαν ΝΔ, ΠΑΣΟΚ, ΣΥΡΙΖΑ, Ελληνική Λύση και Σπαρτιάτες, ενώ αντιστοίχως έπραξαν 18 ανεξάρτητοι βουλευτές.
Ειδικότερα, υπερψήφισαν οι πέντε ανεξάρτητοι βουλευτές που πρόσκεινται στο Κίνημα Δημοκρατίας, όπως επίσης οι Γιάννης Σαρακιώτης, Ευάγγελος Αποστολάκης, Ράνια Θρασκιά, Πέτρος Παππάς και Αθηνά Λινού που εξίσου ανεξαρτητοποιήθηκαν από τον ΣΥΡΙΖΑ.
Στο ίδιο μήκος κύματος ο πρώην πρωθυπουργός, Αντώνης Σαμαράς, ο έτερος πρώην «γαλάζιος» βουλευτής, Μάριος Σαλμάς, αλλά και ο πρώην βουλευτής του ΠΑΣΟΚ, Μπουρχάν Μπαράν.
Επιπλέον, θετική ήταν η ψήφος του πρώην βουλευτή της Ελληνικής Λύσης, Παύλου Σαράκη, των πρώην βουλευτών των Σπαρτιατών, Χάρη Κατσιβαρδά, Γιώργου Ασπιώτη και Μιχάλη Γαυγιωτάκη, αλλά και των δύο βουλευτών που είχαν εκλεγεί με την Πλεύση Ελευθερίας, Μιχάλη Χουρδάκη και Αρετής Παπαϊωάννου.
«Παρών» δήλωσαν ΚΚΕ, Νέα Αριστερά, Νίκη και Πλεύση Ελευθερίας, διευκρινίζοντας πως η στάση τους δεν αφορά το πρόσωπο του Ν. Κακλαμάνη, καθώς είτε πρόκειται για πάγια στάση είτε για αντίδραση στον τρόπο που αντιμετωπίζει η πλειοψηφία τους θεσμούς.
Αξίζει να σημειωθεί πως ο κ. Κακλαμάνης δεν μπόρεσε να ξεπεράσει ή ακόμα και να ισοφαρίσει τις 249 ψήφους που συγκέντρωσε στην τελευταία του εκλογή για το ίδιο αξίωμα ο επόμενος Πρόεδρος της Δημοκρατίας, Κ. Τασούλας.
«Να διαψεύσουμε τον Κων. Καραμανλή»
Ενωτικά χαρακτηριστικά είχε η πρώτη ομιλία του κ. Κακλαμάνη με τη νέα του ιδιότητα, κάνοντας λόγο για «μεγάλη χαρά και τιμή» και ευχαριστώντας την εθνική αντιπροσωπεία, τον Κυρ. Μητσοτάκη που τον πρότεινε για την προεδρία της Βουλής και τους Αθηναίους που τον εκλέγουν βουλευτή.
Αναφέρθηκε στη μακρά πολιτική του διαδρομή, «από τη νεολαία της ΕΡΕ μέχρι και την ημέρα αυτή», υποστηρίζοντας πως πορεύθηκε: «Χωρίς εκπτώσεις, χωρίς αναδιπλώσεις, χωρίς “ναι μεν, αλλά”. Πάντα με οδηγό την πίστη στην Ελλάδα και τους Έλληνες».
Εντύπωση προκάλεσε ότι κάλεσε την εθνική αντιπροσωπεία να διαψεύσει τον Κωνσταντίνο Καραμανλή, ο οποίος είχε πει: «Η Ιστορία διδάσκει ότι οι Έλληνες ό,τι κερδίζουν στον πόλεμο το χάνουν στην ειρήνη. Παράδειγμα το 1920, το 1940 και τόσα άλλα. Και το χάνουμε γιατί έχουμε την κακή συνήθεια να καθιστούμε τα εθνικά μας θέματα αντικείμενο έντονων πολιτικών ανταγωνισμών, οι οποίοι πολλές φορές παίρνουν τη μορφή της πατριδοκαπηλίας και καταλήγουν σε διχασμούς».
Και κατέληξε παραθέτοντας τους εξής στίχους από το ποίημα «Μάρτιαι Ειδοί» του Καβάφη:
«Τα μεγαλεία να φοβάσαι, ω ψυχή.
Και τες φιλοδοξίες σου να υπερνικήσεις αν δεν μπορείς,
με δισταγμό και προφυλάξεις να τες ακολουθείς.
Κι όσο εμπροστά προβαίνεις,
τόσο εξεταστική, προσεκτική να είσαι».
Αναλυτικά η ομιλία:
Κύριε Πρόεδρε της Κυβέρνησης,
Κυρίες και Κύριοι Πρόεδροι των Κοινοβουλευτικών Ομάδων,
Κυρίες και κύριοι βουλευτές,
Αγαπητές και αγαπητοί μου συνάδελφοι,
Είναι μεγάλη η χαρά, η τιμή και η ευθύνη να αναλαμβάνω σήμερα τα καθήκοντα του 14ου κατά σειρά Προέδρου της Βουλής των Ελλήνων.
Η ψήφος σας ένωσε και πάλι το κοινοβούλιο απ’άκρη σ’άκρη. Η σταθερή, πεισματική πίστη στο πρόσωπό μου όλα αυτά τα χρόνια με συγκινούν βαθιά και αποδεικνύουν ότι η αλήθεια της πορείας και των προθέσεών μου δε διαψεύστηκε ποτέ.
Αν γυρνούσα τον χρόνο πίσω στο 1990, όταν εξελέγην για πρώτη φορά βουλευτής της Α’Αθηνών, δε θα μπορούσα να φανταστώ αυτό που ζω και αισθάνομαι σήμερα.
Ακόμα περισσότερο, δε θα μπορούσα ποτέ να διανοηθώ ως μικρό παιδί που κάποτε έπαιρνε το πλοίο από την Άνδρο για να σπουδάσει και να γίνει γιατρός, ότι θα ζούσε σήμερα μια τέτοια κορυφαία στιγμή. Μια στιγμή που σηματοδοτεί τον τερματισμό ενός πολιτικού μαραθώνιου δρόμου.
Για όλα αυτά οφείλω ένα μεγάλο “ευχαριστώ”. (Τόσο σε εσάς, όσο και στον Κυριάκο Μητσοτάκη). Όπως οφείλω και ένα ακόμα πιο μεγάλο “ευχαριστώ” στους Αθηναίους. Στους ανθρώπους που με έζησαν και τους έζησα επί δεκαετίες. Σε αυτούς που εξακολουθούν μέχρι σήμερα να επενδύουν σε μένα με μια ψήφο καρδιάς.
Όλη μου η μακρά διαδρομή, από τη νεολαία της ΕΡΕ στα μαθητικά μου χρόνια μέχρι και την ημέρα αυτή, επισφραγίζεται σήμερα για να ολοκληρώσει έναν κύκλο όπου έζησα και έπραξα σύμφωνα με έναν ακλόνητο κώδικα αξιών. Χωρίς εκπτώσεις, χωρίς αναδιπλώσεις, χωρίς “ναι μεν, αλλά”. Πάντα με οδηγό την πίστη στην Ελλάδα και τους Έλληνες. Πάντα με θάρρος, με αδιαπραγμάτευτο το αίσθημα του δικαίου, με πολλή δουλειά και με απόλυτη συναίσθηση της ευθύνης μου.
Αυτό εξάλλου με δίδαξε και το λειτούργημα που επέλεξα να ασκήσω στη ζωή. Αυτό μετέφερα στην πολιτική μου διαδρομή. Και αυτό θα συνεχίσω να κάνω μέχρι το τέλος της.
Όταν πριν από μερικούς μήνες είχα ερωτηθεί τι είναι αυτό που μου λείπει περισσότερο από την κοινοβουλευτική εμπειρία του Προεδρείου, είχα απαντήσει πως “αισθάνομαι σαν πατέρας που του λείπουν τα παιδιά του”.
Γι’αυτό λοιπόν, τώρα που ξαναβρίσκω όλους εσάς από αυτή τη θέση, θέλω να μου επιτρέψετε να σας απευθύνω δυο λόγια “πατρικά”.
Ο καθένας από εμάς που βρίσκεται σήμερα στην αίθουσα αυτή κρατά στα χέρια του δύο πολύτιμα δώρα. Το πρώτο είναι η τιμή και συνάμα το ειδικό βάρος της ψήφου από τον ελληνικό λαό, ο οποίος του έδωσε το δικαίωμα να βρίσκεται σήμερα εδώ. Ένα δικαίωμα που γεννά όχι ίσες, αλλά πολλαπλάσιες υποχρεώσεις απέναντί του.
Το δεύτερο δώρο έχει ταξιδέψει από τα βάθη του χρόνου, μέσα από μια μακραίωνη, περιπετειώδη πορεία για να βρεθεί τελικά στα χέρια μας.
Πρόκειται για την Κοινοβουλευτική Δημοκρατία, ως μετεξέλιξη της Αθηναϊκής, την οποία κληθήκαμε εμείς να υπηρετήσουμε.
Πριν από εμάς, το ίδιο δώρο, στα ίδια έδρανα ακούμπησαν τα ινδάλματά μας. Τα ιερά τέρατα της πολιτικής από όλες τις παρατάξεις, που κόσμησαν αυτήν την αίθουσα. Και μόνο αυτή η σκέψη αρκεί για να αντιληφθούμε το βάρος της ευθύνης που φέρει η κληρονομιά μας…
Είναι αλήθεια πως πολλά έχουν αλλάξει από τότε και σίγουρα θα αλλάξουν ακόμα περισσότερα, όμως ο κινητήρας της Δημοκρατίας εξακολουθεί να τροφοδοτείται από το ίδιο καύσιμο: την αρχή της λαϊκής κυριαρχίας. Από αυτή την αφετηρία μεταφέρεται και αντανακλάται στο Κοινοβούλιο.
Γι’αυτό άλλωστε η Βουλή, ως κορυφαίο πολιτειακό όργανο, δε νοείται ως κάτι μονοσήμαντο ή επιδερμικό. Δεν είναι ένα στείρο νομοθετικό όργανο ή μια πολιτική παλαίστρα, αλλά ένας ζωντανός οργανισμός με διευρυμένη αποστολή και ιδιαίτερη φυσιογνωμία.
Υπό αυτή την έννοια το κοινοβουλευτικό σώμα, εκτός της τυπικής του αποστολής, κατέχει και έναν κοινωνικά φορτισμένο ρόλο: αυτόν της διαπαιδαγώγησης. Γιατί ως “καθρέφτης” αντανακλά το εκλογικό σώμα και την ίδια στιγμή αντανακλάται ως παράδειγμα ήθους και πράξης στον λαό. Εκεί ακριβώς έγκειται και η πολλαπλάσια ευθύνη μας: στη διάπλαση του ατομικού και συλλογικού ήθους μέσα από το δημόσιο παράδειγμά μας.
Η πολιτική ως η «μεγίστη τέχνη» και η «καλλίστη αρετή», κατά τον Σωκράτη, απαιτεί σήμερα από εμάς τις ηθικές και διανοητικές αρετές του Αριστοτέλη: θάρρος, εγκράτεια, προσφορά, μεγαλοψυχία, σύνεση, δικαιοσύνη, σεβασμό.
Αυτές είναι οι απαρέγκλιτες αρχές που πρέπει να συγκροτούν το σύγχρονο κοινοβουλευτικό ήθος. Σήμερα, περισσότερο από ποτέ, είναι ανάγκη να δώσουμε το παράδειγμα, λειτουργώντας ως διαμορφωτές του κοινοβουλευτικού πολιτισμού και κατ’επέκταση της ελληνικής συνείδησης. Τόσο ο καθένας ξεχωριστά, όσο και συνολικά ως Σώμα, μπορούμε να αναλάβουμε μαζί κοινωνική δράση, πέρα από τα στενά κοινοβουλευτικά μας καθήκοντα. Η Βουλή των Ελλήνων έχει τόσο τη δύναμη, όσο και την υποχρέωση να το πράξει, όπως έκανε και στο παρελθόν. Με κοινές πρωτοβουλίες, με φρέσκιες ή δοκιμασμένες ιδέες και με το βλέμμα στραμμένο στη μεγάλη εικόνα της Ελλάδας, μακριά από στεγανά και μικροπολιτικές.
Αλλά πάνω από όλα με ενότητα, γιατί αυτό είναι το ζητούμενο στις παράξενες εποχές που ζούμε. Κάποτε ο Κωνσταντίνος Καραμανλής είπε πως “η Ιστορία διδάσκει ότι οι Έλληνες ό,τι κερδίζουν στον πόλεμο το χάνουν στην ειρήνη. Παράδειγμα το 1920, το 1940 και τόσα άλλα. Και το χάνουμε γιατί έχουμε την κακή συνήθεια να καθιστούμε τα εθνικά μας θέματα αντικείμενο έντονων πολιτικών ανταγωνισμών, οι οποίοι πολλές φορές παίρνουν τη μορφή της πατριδοκαπηλίας και καταλήγουν σε διχασμούς”.
Σήμερα λοιπόν, από τη θέση αυτή, σας προκαλώ ανοιχτά να τον διαψεύσουμε όλοι μαζί.
Γιατί αν βλέπατε σε αυτή την αίθουσα αυτό που βλέπω εγώ, θα ήσασταν σίγουροι ότι μπορούμε. Στην αίθουσα αυτή λοιπόν, δεν υπάρχουν νικητές και ηττημένοι, μικροί ή μεγάλοι, γαλάζιοι, πράσινοι, ή κόκκινοι… Υπάρχουν απλώς 300 πρόσωπα που μπορούν να αποτελέσουν πρότυπα για τον ελληνικό λαό. Αρκεί να το θέλουν. Αρκεί να συνομολογήσουν την πίστη τους στα γνήσια δημοκρατικά ιδεώδη, στην ανθρωπιά, την ακεραιότητα και την φιλοπατρία. Ίσως πείτε πως είμαι ρομαντικός. Όμως προσωπικά, λόγω εμπειρίας, προτιμώ να τάσσομαι στο πλευρό του Καβάφη που έγραφε πως πρέπει “να βλέπουμε κι αθώα κάποτε τα πράγματα, και ήπια”, και όχι “στες ραδιουργίες μας (να) πρέπει να πάμε πάλι —να ξαναπιάσουμε την ανιαρά πολιτική μας πάλη”…
Οι καιροί που έρχονται θα γεννήσουν νέες προκλήσεις. Και όλοι εμείς καλούμαστε να αναμετρηθούμε με δυο αράδες από το έργο του μεγάλου Αλεξανδρινού.
“Τα μεγαλεία να φοβάσαι, ω ψυχή.
Και τες φιλοδοξίες σου να υπερνικήσεις αν δεν μπορείς,
με δισταγμό και προφυλάξεις να τες ακολουθείς.
Κι όσο εμπροστά προβαίνεις,
τόσο εξεταστική, προσεκτική να είσαι”.
Σας ευχαριστώ.
Άγγελος Προβολισιάνος