Όταν ο Βασίλης Παπακωνσταντίνου μας χάρισε το πιο αξέχαστο Βράδυ Σαββάτου απ’όλα

Βρεθήκαμε σε μια από τις πιο αξέχαστε συναυλίες του Βασίλη Παπακωνσταντίνου στο Release Athens Festival, με special guests τους Gus G και Ronnie Romero και μοιραζόμαστε μαζί σας τα όσα ζήσαμε.

 

Βράδυ Σαββάτου κι εμείς ήμασταν κάπου… μέσα στο πλήθος της Πλατείας Νερού. Ο απόλυτος πια καλοκαιρινός θεσμός του Release Athens Festival συνεχίζεται με πασίγνωστα ονόματα της παγκόσμιας μουσικής σκηνής, ωστόσο το περασμένο Σάββατο ανήκε στον αιώνιο έφηβο, τον δικό μας, Βασίλη.

 

Δεν χρειάζονται συστάσεις και επίθετα, αυτή είναι η μαγεία της σχέσης που έχουμε μαζί του όλα αυτά τα χρόνια. Η Πλατεία Νερού «πλημμύρισε» με μικρούς, μεγάλους, άτομα όλων των ηλικιών, όλων των στυλ, με κοινή αγάπη για τον μύθο «εκείνου του αλητάμπουρα που κράταγε σφεντόνα». Εκείνου που μας χάρισε ίσως την καλύτερη προσωπική του συναυλία των τελευταίων χρόνων.

 

 

H προσθήκη του Gus G στο opening act μας χάρισε την απόλυτη μέταλ εμπειρία. Ο Θεσσαλονικιός κιθαρίστας, ο οποίος έπαιζε στο πλάι του Ozzy Osbourne για οκτώ χρόνια, γράφει την δική του ιστορία πάνω από 20 χρόνια. Στο ζέσταμα, μας ξεσήκωσε κατευθείαν με μερικά από τα πιο εκρηκτικά instrumental, όπως το «Fearless» και «Quantum Leap», ξεδιπλώνοντας μπροστά στα μάτια μας το υπέρμετρο ταλέντο του. Λίγο αργότερα, ο Gus καλεί στη σκηνή τον Ronie Romero, ο οποίος έρχεται ορμητικά, με τα ουρλιαχτά και τις κραυγές ενθουσιασμού μας να μπλέκονται στον αέρα.

 

Από εκεί κι έπειτα ηχεί μια πανδαισία από εμβληματικά κομμάτια της hard rock και Metal σκηνής, με τα «Highway Star» των Deep Purple, «Kill The King» των Rainbow (των οποίων, για την ιστορία, υπήρξε μέλος ο Ronie), αλλά και το «I Am The Fire», από την προσωπική δισκογραφία του Gus. Ο απόλυτος χαμός, ωστόσο, επικράτησε, σε τραγούδι της μπάντας που έχει στιγματίσει τόσο την καριέρα του κιθαρίστα, όσο και όλων των παθιασμένων φαν. Μόλις ακούγεται η εισαγωγή στο War Pigs των Black Sabbath, ξέρουμε πως θα ακολουθήσει πανικός. Όπως και γίνεται. Έτσι μας αποχαιρετούν, αφήνοντάς μας να «διψάμε» για ακόμα περισσότερο.

 

Λίγα λεπτά μετά τις εννιά, η «οικογένεια» του Βασίλη, όπως την αποκάλεσε ο ίδιος στη συνέχεια, πήρε την θέση της στο stage. Οι πολύ cool Βαγγέλης Πατεράκης στο μπάσο και Γιώργος Κατσίκας στα τύμπανα, ο Γιάννης Αυγέρης στις κιθάρες, η μαγευτική σειρίνα μας, Μαίρη Μπρόζη στο βιολί και τα φωνητικά και ο Απόστολος Μόσιος στις κιθάρες και τα φωνητικά. Η χαρακτηριστική μελωδία από τα Χαιρετίσματα ξεκινάει να γεμίζει τα αυτιά μας και το κοινό πλέει ήδη κάπου ανάμεσα στην συγκίνηση και την αδρεναλίνη. Έκρηξη συναισθημάτων. Αυτό είναι ο Βασίλης και η μουσική του, άλλωστε.

 

Αφού μας καλωσορίζει, μας ξανασυστήνεται μέσα από την εικόνα του «παιδιού με τη μεγάλη μύτη» από τη Σφεντόνα. Έπειτα, παίρνει λίγο χρόνο για να μιλήσει για τις εξετάσεις. Αναπολώντας την περίοδο που ήταν ο ίδιος στη θέση αυτή, που φοβόταν για τα αποτελέσματα, απευθύνθηκε σε όλα τα παιδιά που μόλις έλαβαν τα αποτελέσματα των εξετάσεων. Θέλησε να πει σε όλους όσους δεν πέτυχαν, πως δεν πειράζει, «δεν ήρθε το τέλος του κόσμου» και πως δεν είναι ποτέ αργά να αναζητήσεις εναλλακτικές οδούς, μονοπάτια που φοβάσαι, αλλά μπορεί να σου ξεδιπλώσουν αυτό που τελικά αναζητάς.

 

 

Μετά από ακόμα μια καθηλωτική ερμηνεία του Φοβάμαι, έρχεται το μεγάλο Μπουμ, και στην κουβέντα έρχεται η Παλαιστίνη. Αμέσως, σημαίες της χώρας υψώνονται, ενώ όλοι μαζί φωνάζουμε «Λευτεριά, Λευτεριά στην Παλαιστίνη», σε μια από τις πολλές συγκινητικές στιγμές της αξέχαστης βραδιάς.

 

Κομμάτια, που όσοι τον ακολουθούμε πιστά στα live του, είχαν καιρό να κάνουν την εμφάνισή τους στα άδυτα των set-list του Βασίλη, προς έκπληξή μας έκαναν θεαματικό comeback. «God Bless America» και «Θα ‘ρθω να σε βρω», με το δεύτερο να κάνει μια εντυπωσιακή εναλλαγή στον Μπαγάσα, στο καθιερωμένο tribute στο Νικόλα Άσημο.

 

Ύστερα από μερικά ακόμα καθιερωμένα classics πια, φτάνει η μεγάλη έκπληξη της βραδιάς. Ο Βασίλης καλεί τον Gus στη σκηνή και στο κοινό επικρατεί επιεικώς παροξυσμός. Κάνοντας τα μαγικά του, έπαιξε το πιο hot intro για το Ελλάς, το οποίο δεν θα είναι ποτέ ξανά το ίδιο μετά από εκείνο το βράδυ. Η αψεγάδιαστη φωνή του Βασίλη, έπαιζε κυνηγητό με τον μεθυστικό ήχο της ηλεκτρικής κιθάρας, κι όταν εν τέλει «πιάστηκαν» μεταξύ τους, νιώσαμε λες και η ψυχή μας είχε βγει από το σώμα μας. Μακράν μια από τις καλύτερες – αν όχι η καλύτερη- εμπειρίες που βιώσαμε τόσο εμείς, όσο και οι ίδιοι πάνω στη σκηνή. Ο Βασίλης φαινόταν εκστασιασμένος με το πως από κοινού απογείωσαν το τραγούδι. «Μπράβο αγοράκι μου, μπράβο Gus, σ’ ευχαριστούμε πάρα πολύ», λέει στον Gus αποχαιρετώντας τον.

 

Όσες φορές και να πάω σε συναυλία του, όσο αλλαγμένο κι αν είναι, το τέλος πάντα με συγκλονίζει. Έπειτα από την απουσία του στη σκηνή, όπου μας κράτησαν συντροφιά η Μαίρη και ο Απόστολος, σε ένα συνονθύλευμα από κλασικά ροκ τραγούδια, ο Βασίλης επέστρεψε παρέα με τον «Μαύρο Γάτο». Αφού χορέψαμε με άπλετη χαρά και τσαχπινιά, περιηγηθήκαμε στα στενά της Βικτώριας, φωνάζοντας «Δεν γουστάρω να σωθώ», ενώ στη συνέχεια απολαύσαμε και επισήμως το τόσο ταιριαστό Βράδυ Σαββάτου, παρέα με τον Γουίλι και τον Στρατιώτη. Έπειτα λίγο Πριν το Τέλος, πήραμε το επόμενο Σαπιοκάραβο και σαλπάραμε κόντρα στα κύματα των συναισθημάτων που μας προκάλεσε όπως πάντα ο αιώνιος έφηβος της καρδιάς μας.

 

Στα 74 του, ο Βασίλης τραγούδησε για 2,5 ώρες πάνω από τριάντα τραγούδια, με την φωνή του να μην σπάει ούτε για μια νότα. Αποδεικνύοντας έτσι, την αειθαλή και ασύγκριτη ενέργεια που αντλεί από τη μουσική και όλους εμάς. Η διαχρονικότητα και η αιώνια λιακάδα της ενέργειάς του είναι εκείνα που δεν αποτυγχάνουν να μας συγκινούν κάθε φορά και περισσότερο. Βασίλης μη μας αφήσεις ποτέ!