«Αυτή η ανεξέλεγκτη και χειμαρρώδης αντιστασιολογία, πόσω μάλλον από ανθρώπους που όψιμα ανακάλυψαν αυτό το ορυχείο, ομολογώ ότι με εκνευρίζει λίγο. Κυρίως με ενοχλεί ο στόμφος, τα μεγάλα λόγια, η καθυστερημένη επίδειξη τίτλων και ευσήμων που για μένα ελάχιστοι τα δικαιούνται. Η ιστορία πλαστογραφήθηκε, εξευτελίστηκε, παραποιήθηκε».
Στις 23 Ιουνίου 2005, έφυγε από τη ζωή ένας από τους σπουδαιότερους μεταπολεμικούς ποιητές. Ο Μανόλης Αναγνωστάκης δεν υπήρξε μεγάλος μόνο για το ποιητικό του έργο, αλλά και για την έντονη πολιτική του δράση.
Κατά τη διάρκεια της γερμανικής Κατοχής κι ενώ σπούδαζε στη σχολή της Ιατρικής εντάχθηκε στην ΕΠΟΝ. Την διετία 1943-1944 διατέλεσε αρχισυντάκτης του περιοδικού «Ξεκίνημα», του εκπολιτιστικού ομίλου του Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης και την ίδια περίοδο εμφανίστηκαν τα πρώτα του γραπτά στο περιοδικό «ΠειραΪκά Γράμματα».
Το 1948 φυλακίστηκε για τη δράση του στο φοιτητικό κίνημα με αποτέλεσμα να καταδικαστεί σε θάνατο από έκτακτο στρατοδικείο. Το 1951 βγήκε από τη φυλακή με τη γενική αμνηστία.
Επηρεασμένος από τα γεγονότα του Β΄ Παγκοσμίου πολέμου και την δικτατορία ο λόγος του βρίσκεται πάντα στο πλευρό των αδικημένων. Είναι στοργικός και συχνά οι εξομολογήσεις του φανερώνουν μια πικρία για την Αριστερά χωρίς ποτέ όμως να απομακρύνεται από το όραμα της. Χαρακτηρίζεται ως ο «ποιητής της ήττας».
Μεταφυσικοί υποτονισμοί, μελαγχολία, διάψευση είναι μόνο κάποια από τα χαρακτηριστικά της ποίησης του.
Τα πρώτα χρόνια επηρεάζεται από τους συμβολιστές, κάποιοι τον συγκρίνουν με τον Καρυωτάκη, περισσότερο στο ύφος και λιγότερο στο περιεχόμενο. Αργότερα προσανατολίζεται προς τον ρεαλισμό χρησιμοποιώντας ελεύθερο στίχο, καθημερινό που όμως δεν ξεφεύγει από την δραματικότητα.
Αυτός είναι και ο λόγος που μαζί με τον Ντίνο Χριστιανόπουλο τον θεωρούν εισηγητή του «ποιητικού ρεαλισμού».
Η μνήμη παίζει κυρίαρχο λόγο στο έργο του και συχνά όσα περιγράφει αποτελούν προσωπικά βιώματα. Επιστρέφει σε εκείνον και μοιράζει τη ζωή του στους αναγνώστες, στα «αδέρφια» του όπως συχνά θα τον ακούσουν να λέει. Ο κοινωνικός-πολιτικός προβληματισμός συνυπάρχει σε ένα σύμπαν υπαρξιακό.
Ποιήματά του μεταφράστηκαν στα αγγλικά, γαλλικά, γερμανικά, ιταλικά, ενώ μελοποιήθηκαν από συνθέτες, όπως ο Μίκης Θεοδωράκης, ο Θάνος Μικρούτσικος, ο Μιχάλης Γρηγορίου, ο Γιάννης Μαρκόπουλος και ο Δημήτρης Παπαδημητρίου.
Τιμήθηκε με το Κρατικό Βραβείο Ποίησης (1986) και το Μεγάλο Βραβείο Λογοτεχνίας (2002), ενώ αναγορεύτηκε επίτιμος διδάκτορας του πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης.
Στο ποίημα του «Φοβάμαι» το οποίο γράφτηκε τον Νοέμβρη του 1983 -δέκα χρόνια μετά τα γεγονότα στο Πολυτεχνείο- και δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα Αυγή μιλάει με πικρία και σαρκασμό για όλους όσοι εκμεταλλεύτηκαν και οικειοποιήθηκαν έναν αγώνα που ποτέ δεν ήταν δικός τους.
«Φοβάμαι
τους ανθρώπους που εφτά χρόνια
έκαναν πως δεν είχαν πάρει χαμπάρι
και μια ωραία πρωία –μεσούντος κάποιου Ιουλίου–
βγήκαν στις πλατείες με σημαιάκια κραυγάζοντας
«Δώστε τη χούντα στο λαό».
Φοβάμαι τους ανθρώπους
που με καταλερωμένη τη φωλιά
πασχίζουν τώρα να βρουν λεκέδες στη δική σου.
Φοβάμαι τους ανθρώπους
που σου ‘κλειναν την πόρτα
μην τυχόν και τους δώσεις κουπόνια
και τώρα τους βλέπεις στο Πολυτεχνείο
να καταθέτουν γαρίφαλα και να δακρύζουν.
Φοβάμαι τους ανθρώπους
που γέμιζαν τις ταβέρνες
και τα ‘σπαζαν στα μπουζούκια
κάθε βράδυ
και τώρα τα ξανασπάζουν
όταν τους πιάνει το μεράκι της Φαραντούρη
και έχουν και «απόψεις».
Φοβάμαι τους ανθρώπους
που άλλαζαν πεζοδρόμιο όταν σε συναντούσαν
και τώρα σε λοιδορούν
γιατί, λέει, δεν βαδίζεις στον ίσιο δρόμο.
Φοβάμαι, φοβάμαι πολλούς ανθρώπους- φέτος φοβήθηκα ακόμα περισσότερο».
Ειρήνη Δρίβα