Είδαμε στο Θέατρο Θησείον «Το πιο όμορφο σώμα που έχει βρεθεί ποτέ σε αυτό το μέρος» σε σκηνοθεσία Ζωής Ξανθοπούλου με τον Αργύρη Ξάφη
ΟΑργύρης Ξάφης παίρνει στα χέρια του το έργο του βραβευμένου Καταλανού συγγραφέα Ζουζέπ Μαρία Μιρό «Το πιο όμορφο σώμα που έχει βρεθεί ποτέ σε αυτό το μέρος», «παραδίδει» τα υποκριτικά του εργαλεία στα σκηνοθετικά χέρια της Ζωής Ξανθοπούλου και πατάει στη σκηνή του Θεάτρου Θησείον για να ζωντανέψει σε έναν καταιγιστικό μονόλογο την ιστορία ενός αγοριού αλλά και όλους τους εμπλεκόμενους ήρωες.
Το έργο, που μοιάζει με έναν τρόπο να έχει καταπιεί την εποχή μέσα από μια ιστορία σκληρή, που ανασύρει την αποσυρμένη στα σεντούκια της λήθης σύγχρονη μνήμη, είναι ακριβώς αυτό: Μια θεατρική αντίσταση σε όλες εκείνες τις προσπάθειες απόκρυψης και αποσιώπησης τόσων και τόσων κακοποιητικών και δολοφονικών επιθέσεων με έμφυλη αφετηρία.
Ένας έφηβος, το πιο όμορφο αγόρι σε όλη την αγροτική περιοχή της Καταλονίας, βρίσκεται νεκρός στη μέση του πουθενά και το γεγονός αυτό γίνεται η κινητήριος αφορμή και αιτία για να ξεδιπλωθεί αναπόφευκτα ολόκληρη η παθογένεια της κλειστής κοινωνίας μιας επαρχιακής πόλης που έχει μάθει να καταπίνει και να κρύβει κάτω από το χαλάκι τα πάντα για να διατηρήσει την καθαρή και αμόλυντη εικόνα της.
Με μοναδική συγγραφική οδηγία ότι για το ανέβασμα του έργου δεν ενδιαφέρουν ούτε το φύλο ούτε η ηλικία ούτε η σωματική διάπλαση του ηθοποιού, η Ζωή Ξανθοπούλου, σε ένα σκηνοθετικό σύμπαν παραδομένο και επικεντρωμένο στις λέξεις και στην ιστορία, οδηγεί τον Αργύρη Ξάφη από τη μία άκρη της σκηνής στην άλλη σε μια τελετουργική θεατρική στιγμή, με εκείνον να πετάει από τις τσέπες του τον έναν ήρωα μετά τον άλλον.
Οι νότες του Φώτη Σιώτα, που συμπληρώνουν το θεατρικό αυτό κάδρο, ξεπηδούν από τις λέξεις και την ιστορία, γεγονός που μαρτυρά ότι ο Σιώτας έσκυψε απαλά πάνω από το κείμενο και την ιστορία και γέννησε έτσι τους απαραίτητους σκηνικούς μουσικούς συμμάχους για τον Ξάφη.
Ο Αργύρης Ξάφης αναλαμβάνει την ευαίσθητη αποστολή να υπηρετήσει τις λέξεις του κειμένου που περίτεχνα σκαλίζουν τα νωπά τραύματα της δικής μας επικαιρότητας χωρίς να χρειάζεται καμία ευθεία αναφορά σ’ αυτή. Ζωντανεύοντας καταιγιστικά ολομόναχος στη σκηνή όλους τους ήρωες της ιστορίας, με μόνο στόχο μια βροντερή αφήγηση της ίδιας της ιστορίας, καταφέρνει να οδηγήσει από σκηνής την καρδιά μας και τον νου να γεννήσουν τις απαραίτητες αναφορές στη σύγχρονη ελληνική πραγματικότητα.
Το απαιτητικό αυτό θεατρικό εγχείρημα, που τολμηρά μας υπενθυμίζει τα εργαστηριακά και μάλλον ανεπανόρθωτα ελαττώματα του ανθρώπινου είδους, αφήνει το τελικό του αποτέλεσμα στις πλάτες ενός ηθοποιού που γνωρίζει πολύ καλά πώς να διαχειριστεί τα ολοζώντανα υποκριτικά του εργαλεία και να τα διαθέσει απλόχερα στα μάτια μας χωρίς καμία αγωνία να τα επιδείξει. Τα διαθέτει φτιάχνοντας σε ένα κρεσέντο υποκριτικής παρενδυσίας ήρωες που ξετυλίγουν ένα πολύ σκοτεινό και δυστυχώς πια γνώριμο νήμα της ανθρώπινης ύπαρξης, παραδίνοντας τελικά μια παράσταση εμπειρία που σκαλίζει πότε απαλά και πότε βίαια τις πληγές μας. Ένα βλέμμα, ένα φως, μια διαφορετική κίνηση, ένα διαφορετικό σκηνικό σημείο, μια διαφορετική εκφορά μιας λέξης, μια απλή χειρονομία αρκούν για τις σκηνικές μεταμορφώσεις στις οποίες υποβάλλει τον ηθοποιό ο συγγραφέας, υλικά που ο Αργύρης Ξάφης έχει πια αριστοτεχνικά καταπιεί.
Αυτή η θεατρική στιγμή ξεκάθαρα επαναφέρει δυναμικά στο προσκήνιο τη σύγχρονη τολμηρή δραματουργία που είναι εκεί έξω και αντλεί άφοβα τις εμπνεύσεις της από την αληθινή ζωή, αλλά ταυτόχρονα αφήνει παρακαταθήκη και την ερμηνεία του Αργύρη Ξάφη για να μας θυμίζει έναν ηθοποιό που, εκτός από τη διαυγή διαχείριση των υποκριτικών του εργαλείων, έχει πια αυτή τη σπάνια σκηνική εμπειρία της αφήγησης των ιστοριών μ’ αυτόν τον δυσεύρετο έμφυτο σεβασμό στις λέξεις, μακριά από ματαιοδοξίες και υπολανθάνουσες τάσεις επιδειξιμανίας.