Τρεις ώρες αναμνήσεων και συγκίνησης, με επιδόσεις ολκής από τους δύο πρωταγωνιστές της πλούσιας παράστασης, οι οποίοι χειροκροτήθηκαν θερμά από ένα πλήθος που ήξερε πολύ καλά τι είχε έρθει να δει και να ακούσει στον ιστορικό χώρο της Ευελπίδων.
Αν δεν άφηνε για ένα διάστημα τη σκηνή στην Ελπίδα, ώστε να της προσφέρει χώρο να ξετυλίξει και την πιο ποπ σταδιοδρομία της, θα κάναμε άνετα λόγο για one-man show του Κώστα Χατζή, αφού ήταν πολλά τα πρόσωπα που άλλαξε στην τρίωρη διάρκεια της βραδιάς στο "Άλσος": πότε μόνος πίσω από το μικρόφωνο απλά με την κιθάρα του, πότε παρέα με το κουαρτέτο μουσικών που τον περιστοίχησε, πότε μαζί με την Ελπίδα (με ή χωρίς μπάντα), πότε συνοδεύοντας την κόρη του Δανιέλα Χατζή στο δικό της τμήμα του προγράμματος, και στο φινάλε όρθιος, δίχως πια κιθάρα, να τραγουδά με μάτια κλειστά το "Απ' Το Αεροπλάνο" του 1973, παρέα με τον κόσμο, σε ένα στιγμιότυπο ατόφιας συγκίνησης.
Καθώς σιγομουρμούραγα κι εγώ τους αγαπημένους στίχους της Σώτιας Τσώτου –"για μένα ήταν ποιήτρια", τόνισε ο Χατζής σε κάποιο σημείο, αναφερόμενος στην καθοριστική τους συνεργασία– σκέφτηκα ότι αυτόν τον υπέροχο τροβαδούρο θα μπορούσα να κάτσω να τον ακούσω άλλες τόσες ώρες, ακόμα κι αν διάβαζε απλά τον ...τηλεφωνικό κατάλογο σιγοντάροντας με την κιθάρα του, για να καταφύγω σε μια κλισέ υπερβολή του μουσικοδημοσιογραφικου σιναφιού. Ο ίδιος αστειεύτηκε συχνά για την ηλικία του, μα η αλήθεια είναι ότι λίγα πράγματα προδίδουν ότι οδεύει, αισίως, για τα 88 έτη: τραγουδά με την ίδια φλόγα και με το χαρακτηριστικό εκείνο συναίσθημα που γνωρίζουμε από τις μέρες της δημιουργικής του ωριμότητας, ενώ παίζει και απαράμιλλη κιθάρα· ίσως και καλύτερα από ποτέ, μάλιστα.
Κεφάτος και ομιλητικός, ο Χατζής εμφανίστηκε με ένα "καλησπέρα, καλώς όρισα!", προξενώντας αβίαστο γέλιο. Στη συνέχεια ξεκίνησε να λέει ιστορίες από το παρελθόν, ενθυμούμενος λ.χ. την τελευταία φορά που είχε βρεθεί στο "Άλσος", τότε που ακόμα μεσουρανούσε ο Γιώργος Οικονομίδης. Θα στεκόταν, όμως, και σε άλλα περιστατικά από την καριέρα του (π.χ. στη μπουάτ "Τιπούκειτος", όπου έπαιζε το 1961), ενώ θα μιλούσε και για τον Δάκη –ο οποίος τον συνόδευσε στη σκηνή και στη δισκογραφία μαζί με την Ελπίδα, πίσω στη δεκαετία του 1970– αλλά και για τον Μάνο Χατζιδάκι, δηλώνοντας με έμφαση: "μου φέρθηκε πολύ ωραία". Απέναντί του, άλλωστε, είχε έναν χώρο κατάμεστο με ανθρώπους πρόθυμους να προσέξουν και τις διηγήσεις αυτές, πέρα από τα τραγούδια. Οι οποίοι, στην πλειονότητά τους (υπήρχαν και ορισμένοι νεότεροι), ήξεραν πολύ καλά τι είχαν έρθει να δουν και να ακούσουν στον ιστορικό χώρο της Ευελπίδων.
Το συναυλιακό λάκτισμα δόθηκε από τα "Όταν Είμαι Μόνος" και "Γυφτάκι", με τη δυναμική των παιξιμάτων της μπάντας και της κιθάρας/ερμηνείας του Χατζή να κορυφώνουν στο "Δεν Είμαι Εγώ", πριν έρθει το "Κι Ύστερα" να βάλει για τα καλά και το πλήθος στο παιχνίδι, το οποίο τραγούδησε πρόθυμα το οικείο ρεφρέν. Αυτή η ενέργεια συνόδευσε έπειτα και το πιο κοινωνικό ρεπερτόριο του Ρομά τραγουδοποιού, για το οποίο έμεινε μόνος επί σκηνής: "Έλα Κοντά Μου Μια Άλλη Γη Να Ονειρευτείς", "Πάλι Ύπνος Δεν Με Πιάνει", "Ο Γιός Της Άνοιξης", "Η Γη Ακόμα Ζει" ήταν άσματα που αποδόθηκαν με αδιαμεσολάβητη έκφραση, αν κι εκεί που έδωσε ρέστα ο Χατζής, οδηγώντας τον κόσμο σε ξεσπάσματα ενθουσιασμού, ήταν στα "Δεν Είναι Που Δε Σ' Αγαπώ" και "Εμείς Οι Ταπεινοί". Σε τέτοιες επιλογές, βέβαια, ίσως τα λόγια να ακούγονται κάπως αφελή και υπέρ το δέον διδακτικά, μερικές φορές. Ανεξάρτητα από το μήνυμα, όμως, στέκουν πρώτα και κύρια ως καλλιτεχνήματα, χάρη στον Χατζή, ο οποίος πείθει ότι εννοεί κάθε λέξη. Με έναν τρόπο που ίσως μπορεί να συγκριθεί μόνο με τα ερμηνευτικά "σερβιρίσματα" που έκανε ο Τόλης Βοσκόπουλος στο απόγειό του.
Η σκυτάλη, έπειτα, πέρασε στο στερνοπούλι του, τη Δανιέλα Χατζή –το έκτο του παιδί, από τον δεύτερό του γάμο. Αρχικά με ελαφρώς τζαζ διαθέσεις, οι οποίες εμπότισαν ενορχηστρωτικά κομμάτια του πατέρα της σαν το "Ταμ Ταμ", έπειτα με μια διασκευή στο "Je Veux" της Zaz, στη συνέχεια με ακυκλοφόρητο καινούριο άσμα (για μια βέρα Αθηναία από την Εκάλη έλεγαν οι στίχοι), τέλος με τραγούδια πασίγνωστα σαν το "Πάρε Ένα Κοχύλι Απ' Το Αιγαίο", το "Σύνορα Η Αγάπη Δε Γνωρίζει" και (ξανά) το "Κι Ύστερα". Σε κάθε περίπτωση, αποτυπώθηκε ως συμπαθητική, εξωστρεφής παρουσία, σε αγαστή σύμπλευση με τον Χατζή, ο οποίος συνεισέφερε φοβερά δεύτερα φωνητικά, ενόσω τη συνόδευε με τις δυναμικές της κιθάρας του. Το κάτι παραπάνω, ωστόσο, έλειψε: οι ερμηνευτικοί της τρόποι χρειάζονται περισσότερο "ψήσιμο", ενώ δεν κερδίζει κάτι, πιστεύω, λέγοντας τραγούδια που έχουν μείνει στη συνείδησή μας με τη φωνή της Μαρινέλλας.
Στη συνέχεια, ο Χατζής έμεινε ξανά μόνος, τίμησε τη μνήμη του Δάκη λέγοντας το "Κάθε Που Θα Σουρουπώσει" κι έπειτα μας μίλησε για την Ελπίδα με τα θερμότερα λόγια, εστιάζοντας στις προτάσεις που είχε από το εξωτερικό στη νιότη της, τις οποίες αρνήθηκε, ώστε να αφιερωθεί στο μεγάλωμα της οικογένειάς της. "Ελπίδα, come here!", είπε στη συνέχεια –κι εκείνη διέσχισε το "Άλσος" μέσα σε παλαμάκια, λαμβάνοντας θέση στο πλάι του.
Είχε, ίσως, κάποιο τρακ η Ελπίδα; Κάπως βιάστηκε, νομίζω, να αισθανθεί τον παλμό του κόσμου, με χιουμοριστικές απόπειρες μισοπετυχημένες, ενώ της διέφυγαν και λόγια σε ένα ή δύο κομμάτια. Θεωρώ, επίσης, ότι, όσο έμεινε μόνη στη σκηνή με τον Χατζή, ορισμένες εντάσεις στα ψηλά φωνήεντα βγήκαν αχρείαστα δυνατές: άρμοζαν, όπως θα αποδεικνυόταν ακολούθως, στο τμήμα της βραδιάς όπου συνοδευόταν από τη μπάντα. Τα έχει αυτά το ζωντανό, βέβαια. Περισσότερη σημασία, τελικά, είχε το κέφι της Ελπίδας και η καλή κατάσταση στην οποία διατηρείται η φωνή της, στοιχεία που τροφοδότησαν τις ωραίες της ερμηνείες στο "Έλεγα Πάντα", στο "Τώρα Θέλω", στο "Μου Είπες Σ' Αγαπώ" και φυσικά στα "Χάσαμε" και "Αντίο", όπου τα χειροκροτήματα έπεσαν βροχή.
Κάπου εκεί, ο Χατζής αποχώρησε για λίγο, αφήνοντάς τη να ξετυλίξει τις πιο ποπ επιτυχίες της. Ανέβασε στροφές και η ίδια η Ελπίδα, έστησε και ο κόσμος την κατάλληλη κερκίδα και ήδη από το "Άλλη Μια Μέρα" –που κόμισε μνήμες από το Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης– το νερό μπήκε στο αυλάκι. Το ζενίθ θα ερχόταν λίγο αργότερα, όταν έφτασε η ώρα του "Έτσι Απλά Σ' Αγαπώ", του "Σ' Ευχαριστώ" και ασφαλώς του γιουροβιζιονικού "Σωκράτη". Λαμπερές οι ερμηνείες, περίσσιο το κρεσέντο του ενθουσιασμού από πλατεία και εξώστη, δημιουργήθηκε έτσι μια πρώτης τάξεως χημεία, οπότε η Ελπίδα έκανε την παραχώρηση να πει και τη θρυλική "Ντισκοτέκ", μιας και της τη ζητούσαν επίμονα. Δεν την είχε προβάρει, την τραγούδησε όμως a cappella, συνοδευόμενη από το κοινό, που συντρόφευσε δυνατά σε κάθε στίχο.
Στο σημείο αυτό ο Χατζής επέστρεψε για το τελευταίο μέρος του πλούσιου προγράμματος. Εδώ, σιγοτραγούδησε με ζέση Μίκη Θεοδωράκη ("Αστέρι Μου Φεγγάρι Μου"), Μάνο Χατζιδάκι ("Τ' Αστέρι Του Βοριά"), αλλά και Γιάννη Σπανό ("Οδός Αριστοτέλους") και Διονύση Σαββόπουλο ("Μη Μιλάς Άλλο Γι' Αγάπη"), με έναν τρόπο που σε έκανε να πιστεύεις ότι κάθεται στο σαλόνι του, προβάροντας αγαπημένες επιλογές από το παρελθόν του εγχώριου πενταγράμμου. Κατόπιν, βέβαια, στράφηκε ξανά στο δικό του ρεπερτόριο, λέγοντας π.χ. το αντιπολεμικό "Ένας Γερμανός Και Μια Εβραία", αλλά και τα εμβληματικά "Σπουδαίοι Άνθρωποι, Αλλά" και "Δε Βαριέσαι Αδερφέ". Ο κόσμος, ήδη καλά κουρδισμένος, τραγούδησε μαζί του σε κάθε περίσταση, με αποτέλεσμα η βραδιά να κλείσει πανηγυρικά, με την Ελπίδα και τη Δανιέλα Χατζή να ξαναγυρνούν κι αυτές ενώπιόν μας για μια τελευταία, κοινή υπόκλιση, μέσα σε δικαιότατες επευφημίες.