Ποια διαφορά έχουν Παλαιό και Νέο Ημερολόγιο

Το πιο διαδεδομένο σε χρήση ημερολόγιο σήμερα είναι γνωστό ως Γρηγοριανό ή Δυτικό ή Χριστιανικό. Ωστόσο, δεν είναι το μόνο ημερολόγιο. Υπάρχει και το λεγόμενο Παλαιό. Πότε έγινε το σχίσμα; Γιατί δεν μπορεί να υπάρχει μονάχα ένα;

 

Τι διαφορά έχουν Παλαιό και Νέο Ημερολόγιο και γιατί δεν «τα βρίσκουμε» μεταξύ μας;

 

Το Γρηγοριανό νέο ημερολόγιο έλκει την ονομασία του από τον Πάπα Γρηγόριο 13ο, ο οποίος το παρουσίασε το 1582.

 

Το Γρηγοριανό Ημερολόγιο είναι μέρος της καθημερινότητας και οι περισσότεροι άνθρωποι το χρησιμοποιούν χωρίς να γνωρίζουν την πραγματική του ιστορία, τους λόγους που υιοθετήθηκε και την επίδραση που είχε στον κόσμο.

 

Τί ακριβώς συμβαίνει με το Νέο και Παλαιό Ημερολόγιο στη χώρα μας;

 

Στις 16 Φεβρουαρίου 1924 εισήχθη στην Εκκλησία της Ελλάδος το Νέο Ημερολόγιο, οπότε και η συγκεκριμένη ημερομηνία έγινε αυτόματα 1 Μαρτίου 1924.

 

Η αλλαγή δεν έγινε επιπόλαια, αλλά ύστερα από πολλές συσκέψεις της Ιεράς Συνόδου με καθηγητές πανεπιστημίου και αρμόδιες επιτροπές. Γι’ αυτόν τον λόγο και η απόφαση πάρθηκε ομόφωνα, από όλους τους ιεράρχες.

 

Στα Ορθόδοξα κράτη, λοιπόν, η αρχή της μεταρρύθμισης ξεκίνησε το 1895 όταν ο οικουμενικός πατριάρχης Άνθιμος Ζ’ εξέφρασε «πόθους και ευχάς υπέρ ενός ενιαίου ημερολογίου δι’ άπαντας τους χριστιανικούς λαούς».

 

Έτσι το 1903, μετά από ερώτημα του πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως Ιωακείμ Γ’, η Ιερά Σύνοδος της Εκκλησίας της Ελλάδος σε συνεργασία με τη θεολογική σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών αποφάσισε ότι «αι ορθόδοξοι Εκκλησίαι εν συνεννοήσει μετ’ αλλήλων και μετά της πολιτείας εκάστης αυτών δύνανται να επιχειρήσωσι την μεταρρύθμισιν του νυν εν χρήσει παρ’ ημίν ημερολογίου συμφώνως προς τας προόδους και τα πορίσματα της αστρονομικής επιστήμης».

 

Το 1919 η ελληνική πολιτεία ανακίνησε και πάλι το ημερολογιακό θέμα και τελικά τον Ιανουάριο του 1923 αντικατέστησε νομοθετικά το Ιουλιανό Ημερολόγιο με το Γρηγοριανό και όρισε την έναρξη της εφαρμογής του την 16η Φεβρουαρίου 1923. Για να γίνει η διόρθωση η 16η Φεβρουαρίου ονομάστηκε 1η Μαρτίου, δηλαδή αφαιρέθηκαν 13 ημέρες από το έτος 1923.

 

Αυτό έγινε γιατί στις 10 ημέρες λάθους μεταξύ Γρηγοριανού και Ιουλιανού από το 325 έως το 1582 είχε επέλθει καθυστέρηση και άλλων τριών ημερών στα περίπου 340 χρόνια που είχαν παρέλθει από την πρώτη εισαγωγή του Γρηγοριανού Ημερολογίου. Γι’ αυτό άλλωστε το έτος 1923 στην Ελλάδα δεν είχε 365 ημέρες αλλά 352, οπότε και κανένας Έλληνας υπήκοος δεν έχει πιστοποιητικό γέννησης με ημερομηνία από 16 έως 28 Φεβρουαρίου 1923.

 

Οι αντιδράσεις στο Νέο Ημερολόγιο

 

Η πρώτη αντίδραση ξεκίνησε από κάποιους αγιορείτες μοναχούς οι οποίοι ξεσήκωσαν τον απλό λαό λέγοντας πως η κίνηση αυτή πρόδιδε την πίστη των πατέρων μας. Οι αντιδράσεις, δυστυχώς, γενικεύτηκαν και δημιουργήθηκε ένταση και απαράδεκτες ενέργειες και από τις δύο πλευρές.

 

Ωστόσο, το ουσιαστικό πρόβλημα ξεκίνησε ένδεκα ολόκληρα χρόνια αργότερα όταν τρεις ιεράρχες, “θυμήθηκαν” πως έπρεπε να αγωνιστούν υπέρ τού “πάτριου” ημερολογίου. Στις 26 Μαΐου 1935 συλλειτούργησαν σε ναό της Αθήνας, διακήρυξαν των αγώνα υπέρ της επαναφοράς του παλαιού ημερολογίου και προχώρησαν σε χειροτονίες τεσσάρων επισκόπων. Έτσι έγινε το σχίσμα.

 

Αξίζει να σημειώσουμε ότι το Παλαιό Ημερολόγιο δηλαδή το Ιουλιανό ακολουθείται ακόμα από τα Πατριαρχεία  Ιεροσολύμων, Σερβίας και Ρωσίας, τα οποία είναι και τα μόνα πλέον που δεν έχουν αποδεχθεί μέχρι σήμερα την ημερολογιακή μεταρρύθμιση .

 

Φυσικά το Ιουλιανό ημερολόγιο χρησιμοποιεται και σε ολόκληρο το Άγιο Όρος. Βέβαια, οι Αγιορείτες Πατέρες, αλλά και τα Πατριαρχεία δεν έχουν αποκοπεί από την κανονική Εκκλησία και μνημονεύουν κανονικά τους Ορθοδόξους αρχιερείς. Παραδείγματος χάριν το  Άγιο Όρος μνημονεύει κανονικά τον Οικουμενικό Πατριάρχη, στον οποίο και υπάγεται.

 

«Παλαιοημερολογίτες» ή «Γνήσιοι Ορθόδοξοι Χριστιανοί», ονομάζονται οι σχισματικοί που δεν  έχουν αποδεχθεί το νέο ημερολόγιο και δεν αποτελούν πλέον μέλη της κανονικής Εκκλησίας. Σύμφωνα με αυτούς τους «Ζηλωτές», εκείνοι που έχουν αποδεχθεί το νέο ημερολόγιο είναι «προδότες της πίστεως και παπικόφρονες».