Μπορεί ως Έλληνες να θεωρούμε ως εθνικό μας φαγητό τη φασολάδα, ωστόσο τα στοιχεία δείχνουν, ότι είμαστε μάλλον... μακαρονάδες, με την κατά κεφαλήν ετήσια κατανάλωση να παραμένει σταθερά στα περίπου 8,5 κιλά, κατατάσσοντας την Ελλάδα στη 2η θέση της λίστας των χωρών με τις μεγαλύτερες καταναλώσεις ζυμαρικών, πίσω από την Ιταλία, όπου η κατά κεφαλήν κατανάλωση του εθνικού της προϊόντος προσεγγίζει τα περίπου 25 κιλά ετησίως.
Στη χώρα μας πάντως η λατρεία για το ιταλικό εθνικό φαγητό δεν βασίζεται στις εισαγωγές από τη γειτονική μας χώρα, καθώς προτιμάμε τα ζυμαρικά που παράγονται στην Ελλάδα και από εγχώριες εταιρείες, οι οποίες καταλαμβάνουν τη «μερίδα του λέοντος» στην εσωτερική αγορά και όχι μόνο, αφού ένα ποσοστό της τάξης του 20%-30% της παραγωγής τους εξάγεται. Κυρίαρχη εταιρεία στην αγορά ζυμαρικών, όχι σήμερα, αλλά από τότε που ιδρύθηκε, αναδυκνείεται η MISKO ή ΜΙΣΚΟ όπως ήταν η αρχική της επωνυμία, έχοντας ως μεγάλο ανταγωνιστή την έτερη ελληνική εταιρεία Melissa.
Ο καλόγερος Ακάκιος και τα μακαρόνια της ΜΙΣΚΟ
Στα μέσα της δεκαετίας του 1950 έκανε την εμφάνισή της στα μέσα μαζικής ενημέρωσης της εποχής μία διαφήμιση με σλόγκαν «Ακάκιε, τα μακαρόνια να είναι Μίσκο», η οποία αποδείχθηκε η πιο επιτυχημένη ίσως διαφήμιση προϊόντος στην Ελλάδα. Τα μακαρόνια MISKO υπήρξαν για πολλά χρόνια άρρηκτα συνδεδεμένα με τον Ακάκιο, τον καλόγερο που ξεκινούσε με το γαϊδουράκι του για τα ψώνια της μονής, όταν ο ηγούμενος του μοναστηριού του υπενθύμισε την μάρκα των μακαρονιών. Ο Ακάκιος 60 και πλέον χρόνια μετά, όχι μόνο δεν έχει ξεχαστεί, αλλά εξακολουθεί να κοσμεί όλες τις συσκευασίες των προϊόντων της εταιρείας.
Η ιστορία της ΜΙΣΚΟ, όπως ήταν η αρχική της επωνυμία, πριν εξευρωπαϊστεί, ξεκινάει πριν από 94 χρόνια, όταν ο πρόσφυγας από τη Μικρά Ασία Φώτης Μιχαηλίδης συνεταιρίστηκε με τον εβραϊκής καταγωγής Έλληνα από τα Χανιά Μίνωα Σ. Κωνσταντίνη. Μάλιστα, λέγεται ότι η εταιρεία οφείλει το όνομά της στα αρχικά των επωνύμων των δύο ιδρυτών της, Μιχαηλίδης-Κωνστανίνης, ωστόσο η επικρατέστερη άποψη είναι, ότι προέρχεται αποκλειστικά από τα αρχικά του ονοματεπώνυμου του Κωνσταντίνη, με το Σ στη μέση να προέρχεται από το όνομα του πατέρα του.
Άλλωστε, μπορεί ο Μιχαηλίδης να ήξερε την τέχνη διατηρώντας βιοτεχνία παραγωγής ζυμαρικών στη Σμύρνη της Μικράς Ασίας, ωστόσο ο Κωνσταντίνης ήταν αυτός που έβαλε τα κεφάλαια για την ίδρυση της εταιρείας και την κατασκευή του δικού της εργοστασίου ζυμαρικών στη συμβολή των οδών Φωκίωνος και Ναυπάκτου στον Πειραιά. Το εργοστάσιο εγκαινιάστηκε στις 27 Φεβρουαρίου 1925 και ήταν το πρώτο αυτού του είδους στα Βαλκάνια, δεδομένου ότι ο Κωνσταντίνης έδωσε ιδιαίτερη προσοχή στην εκπαίδευση του προσωπικού και στη χρησιμοποίηση των καλύτερων μηχανημάτων της εποχής.