Απλωμένη σε κάτι λιγότερο από 600 στρέμματα -έκταση μεγαλύτερη από το Μονακό- με 13.000 εργαζομένους, 19 εστιατόρια, τράπεζες, ταχυδρομείο, ακόμη και αστυνομικό τμήμα, η Αγορά του Rungis είναι μία πόλη μέσα στην πόλη και την ίδια στιγμή μία παγκόσμια πύλη προς την ηπειρωτική Ευρώπη και πέραν αυτής, μέσω της οποίας διακινούνται καθημερινά εκατομμύρια τόνοι φρέσκων γαστρονομικών προϊόντων.
Το μεγαλύτερο Food Market του πλανήτη «ξυπνάει» τα μεσάνυχτα, όταν το Παρίσι -ως επί το πλείστον- κοιμάται. Το παράλληλο αυτό σύμπαν, σε απόσταση μόλις επτά χιλιομέτρων από τη γαλλική πρωτεύουσα, θέτει σε λειτουργία έναν γιγάντιο μηχανισμό.
Καθ′ όλη τη διάρκεια της νύχτας κλείνονται συμφωνίες, με άλλα λόγια, πωλούνται σε χονδρική κρέας, φρούτα, λαχανικά, γαλακτοκομικά, ψάρια, θαλασσινά, λουλούδια και εκλεκτά είδη delicatessen, μια και μερικά από τα πιο γνωστά γαλλικά εστιατόρια επιλέγουν την Αγορά για τις πρώτες ύλες τους.
Ειδικότερα, διακινούνται 3 εκατομμύρια τόνοι προϊόντων διατροφής ετησίως προκειμένου να σιτιστούν 18 εκατομμύρια άνθρωποι.
Μέχρι να χαράξει, οι χιλιάδες εργαζόμενοι του Rungis έχουν καταναλώσει περί τους 3000 καφέδες, στριμωγμένοι εκ περιτροπής στη μπάρα του καφέ Le Saint Hubert που μοιάζει με πέταλο.
«Εδώ θα βρείτε την εργατική τάξη, λέει στους New York Times ο 56χρονος κρεοπώλης Pascal Rolland πίνοντας ένα ποτήρι λευκό κρασί στις 5:30 τα ξημερώματα (φορώντας -εννοείται- ακόμη τη γεμάτη αίμα ποδιά του). «Δεν υπάρχει κανείς εδώ που να μην εργάζεται σκληρά».
Η Αγορά του Rungis αποτελεί σημείο αναφοράς για τους «γαστρονομικούς κύκλους», αλλά παραμένει άγνωστη στους επισκέπτες της πόλης.
Πολλοί έχουν ακούσει για τις Les Halles, τον περίφημο, ιστορικό «πρόγονο», τη χαοτική, λαβυρινθώδη, κεντρική αγορά του Παρισιού που επί 800 ολόκληρα χρόνια τροφοδοτούσε τη γαλλική πρωτεύουσα και ήταν σημείο συνάντησης των Παριζιάνων και η οποία πέρασε στην αθανασία χάρη στο βιβλίο του Εμίλ Ζολά «Το στομάχι του Παρισιού».
Ωστόσο, κάποια στιγμή η μεταφορά της εκτός κέντρου κρίθηκε απαραίτητη και το 1969, με τη συνδρομή της αστυνομίας και εντός τριών μόλις ημερών, η Αγορά μεταφέρθηκε στο προάστιο Rungis με εντολή του τότε προέδρου της χώρας, Σαρλ ντε Γκολ.
Τζίρος δισεκατομμυρίων, αλλά και το μολύβι στο αυτί
Σήμερα, η Αγορά του Rungis είναι ένα υπερσύγχρονο market με ετήσιες πωλήσεις 9 δισ. ευρώ.
Τα περίπτερα είναι χωρισμένα στις 4 μεγάλες κατηγορίες τροφίμων και επιπλέον, χάρη στο σύστημα ανακύκλωσης βιολογικών αποβλήτων, αλλά και στην παγκόσμια πλατφόρμα ηλεκτρονικού εμπορίου, η επιχείρηση λειτουργεί τόσο αποτελεσματικά ώστε, η Μόσχα, το Αμπού Ντάμπι και άλλες πρωτεύουσες αναδιαμορφώνουν τις κεντρικές αγορές τους με πρότυπο το Rungis.
Καθώς όμως, ο ανταγωνισμός από την Amazon, τη Google και άλλους online ομίλους στην αγορά τροφίμων αυξάνεται, η κρατική εταιρεία που διαχειρίζεται την Αγορά, η Semmaris, στρέφει τους χονδρέμπορους στο ηλεκτρονικό εμπόριο. Όπως λέει ο πρόεδρος της Semmaris, Stéphane Layani «εάν δεν στρέψουμε τον ιχθυοπώλη, τον μανάβη, τον κρεοπώλη στο digital θα εξαφανιστούμε».
Βεβαίως, η ιδέα να εξελιχθούν σε «cybermerchants» βρίσκει αντιστάσεις, κυρίως από τους «μόνιμους ενοίκους», τους δεύτερης και τρίτης γενιάς εμπόρους, οι πατεράδες και οι παππούδες των οποίων έκαναν εμπόριο πρόσωπο με πρόσωπο με τον πελάτη και είχαν το μολύβι στο αυτί για να σημειώνουν ανά πάσα ώρα και στιγμή παραγγελίες και να κάνουν λογαριασμούς.
«Είναι αφέλεια να πιστεύουμε ότι αυτό μπορεί να γίνει μέσω ηλεκτρονικού υπολογιστή» λέει ο 58χρονος Mr. Dufays δείχνοντας τα ψάρια. «Οι άνθρωποι θέλουν να δουν το ψάρι, να το πιάσουν, να βεβαιωθούν ότι είναι φρέσκο. Μπορείς να τα κάνει αυτά από μια οθόνη;». Η μοναδική εξ αποστάσεως πώληση που κάνει είναι τηλεφωνικά με αγοραστές οι οποίοι γνωρίζουν την ποιότητα των προϊόντων του.
Από την άλλη, η προοπτική της αύξησης των κερδών μέσω online παραγγελιών είναι αρκετά δελεαστική για πολλούς στην Αγορά του Rungis.
Γύρω στις 5 π.μ., μια ντουζίνα πωλητές στο Pierre Desmettre & Fils, τον μεγαλύτερο χονδρέμπορο του Rungis, περνάει ηλεκτρονικές παραγγελίες σε μια τεράστια αίθουσα με φρούτα και λαχανικά.
Ο Jérôme Desmettre, πρόεδρος και τέταρτη γενιά εμπόρων, λέει ότι ο παππούς του πήγαινε στα αγροκτήματα με το κάρο για να μαζέψει μήλα που στη συνέχεια πουλούσε. Σήμερα, ο κ. Desmettre «πηγαίνει» online για να αγοράσει τα κεράσια του από τη Βραζιλία και τα ροδάκινα του (που παραδίδονται με τρένο) από τη νότια Γαλλία.
Πάντως, μεταξύ των διαφωνούντων με το ηλεκτρονικό εμπόριο είναι και νέοι άνθρωποι, όπως η 30χρονη Aurore Boussac, η οποία έχει ανθοπωλείο στο Παρίσι και έπαψε να κάνει τις παραγγελίες της online όταν της παραδόθηκαν μαραμένα λουλούδια.
Έκτοτε, πηγαίνει η ίδια στο Rungis, θέλοντας να ελέγχει προσωπικά τα τριαντάφυλλα, τις τουλίπες και τα άλλα άνθη για το κατάστημα της. Όπως λέει «πρέπει να ξέρουμε τι αγοράζουμε. Και το πιο σημαντικό, έχουμε αναπτύξει μία σχέση με τους ανθρώπους εδώ».
Ο 82χρονος Antoine και οι ανθρώπινες σχέσεις
Ως είναι αυτονόητο, οι σχέσεις -και μεταξύ των εργαζομένων- είναι εξαιρετικά σημαντικές στην ιδιότυπη αυτή πολιτεία, που μοιάζει με χωριό της Προβηγκίας. Παρά την αχανή έκταση, η καθημερινότητα σφυρηλατεί σχέσεις και χτίζει δεσμούς.
Ο 58χρονος Francis Fauchère, πρόεδρος της Eurodis Meat, είναι χονδρέμπορος κρεάτων και απασχολεί 40 άτομα. Μεγάλωσε σε μια φτωχή οικογένεια και προσλαμβάνει ανθρώπους με παρόμοιο background, οι περισσότεροι εκ των οποίων είναι από τα προάστια του Παρισιού, όπου η ανεργία αγγίζει το 40%.
«Αν είστε διατεθειμένοι να εργαστείτε σκληρά, θα βρείτε δουλειά» λέει ένας άνδρας που στέκεται πάνω από ένα σφάγιο. Ο κ. Fauchère δήλωσε ότι δίνει στους υπαλλήλους του σχεδόν δύο φορές τον κατώτατο μισθό και τους μαθαίνει τη δουλειά, έτσι ώστε να αποκτήσουν δεξιότητες που θα τους φανούν χρήσιμες στην πορεία, με άλλα λόγια, θα τους εξασφαλίσουν συνεχή απασχόληση.
Μία από τις πλέον χαρακτηριστικές φιγούρες του Rungis -σύμφωνα με το δημοσίευμα «celebrity της Αγοράς»- είναι ο 82χρονος Antoine D’Agostino, ο οποίος μπήκε στη δουλειά σε ηλικία 12 χρονών στις Les Halles μεταφέροντας προϊόντα με το ξύλινο καροτσάκι του. «Δεν είχα ποτέ χρόνο να πάω σχολείο» λέει στους New York Times με τον πρώτο καφέ στο χέρι. «Όμως, ήξερα να μετράω».
Ο Antoine D’Agostino θυμάται ότι στις Les Halles όλα έπρεπε να γίνουν γρήγορα επειδή δεν υπήρχαν ψυγεία. Ότι έτρεχε με το φορτωμένο καροτσάκι του από τον έναν πάγκο στον άλλον σκοντάφτοντας σε καρότα και μαρούλια, όπως και ότι, η μεγαλύτερη απειλή της Αγοράς ήταν οι αρουραίο.
Σήμερα, βοηθά τον γιο του στην επιχείρηση χονδρικής κρασιών που διατηρεί και όπως λέει (καθώς οι σαμπάνιες και το Château Pétrus πωλούνται και μέσω διαδικτύου) «... κανείς δεν λέει ‘γεια’ ή ‘ευχαριστώ’ (σ.σ. στο online εμπόριο). Οι άνθρωποι θέλουν να τους συμπεριφέρονται ανθρώπινα. Και στην Αγορά αυτό συμβαίνει...».
Πηγή: huffingtonpost.gr