Δεν έχουν περάσει πολλές ημέρες από τότε που μια γνώριμη φωνή ηχούσε με ικανοποίηση μέσα από τη συχνότητα περιφερειακού ραδιοφωνικού σταθμού. Εννέα μήνες τώρα η ίδια αυτή φωνή, άλλοτε θυμωμένα κι άλλοτε σπαρακτικά, μα πάντα με τον ίδιο τόνο σιγουριάς, φώναζε ότι ο θάνατος της Ειρήνης Λαγούδη, της 44χρονης μητέρας τριών παιδιών που βρέθηκε την 8η Ιανουαρίου του 2018 νεκρή μέσα στο αυτοκίνητό της στην παραλία Φωτμού στη Μυρτιά Τριχωνίδας, δεν ήταν αυτοκτονία αλλά ένα καλοστημένο έγκλημα.
Τώρα, η φωνή του Γιώργου Λαγούδη, αδελφού της Ειρήνης, μαλάκωσε. Αφορμή, οι ενδείξεις που έγιναν αποδείξεις οδηγώντας στα τέλη του περασμένου Σεπτέμβρη τον εισαγγελέα Αιτωλοακαρνανίας στην άσκηση ποινικής δίωξης κατά αγνώστων για ανθρωποκτονία από πρόθεση για τον θάνατο της Ειρήνης Λαγούδη: «Εύχομαι να τιμωρηθούν οι ένοχοι. Έχω απόλυτη εμπιστοσύνη στις δικαστικές αρχές. Θέλω να ευχαριστήσω ολόψυχα όλους όσους πίστεψαν ότι είναι δολοφονία και με στήριξαν... Δικαίωση δεν υπάρχει για μένα εφόσον δεν έρχεται πίσω η Ειρήνη. Είναι όμως μια μεγάλη ηθική ικανοποίηση... Ήμουν σίγουρος ότι επρόκειτο για δολοφονία - κι αυτό νομίζω ότι το κατάλαβε αμέσως ο εισαγγελέας ήδη από την πρώτη συνάντησή μας. Έτσι ένιωσα. Όπως και όλη η κοινή γνώμη το πίστεψε. Χαμένος είναι μόνο ο αγώνας που δεν δίνεται...» είχε πει τότε ο κ. Λαγούδης. Πράγματι. Χαμένος είναι μόνο ο αγώνας που δεν δίνεται και στην περίπτωση του κ. Λαγούδη ο αγώνας μοιάζει να δικαιώνεται μέρα με τη μέρα, καθώς λίγα εικοσιτετράωρα μετά την πρώτη δίωξη κατά αγνώστων ο εισαγγελέας άσκησε ακόμη μία, αυτήν της ηθικής αυτουργίας σε ανθρωποκτονία κατά τουλάχιστον του γιατρού και πρώην συντρόφου της Ειρήνης Λαγούδη για τη δολοφονία της 44χρονης γυναίκας.
Ο μεγάλος έρωτας που «κάηκε» στη λίμνη Τριχωνίδας
Είναι καλοκαίρι του 2014, όταν η χήρα και μητέρα τριών παιδιών Ειρήνη Λαγούδη από το χωριό Κατοχή Αιτωλοακαρνανίας αναζητά έναν γιατρό προκειμένου να κουράρει την ηλικιωμένη πεθερά της, την οποία η νεαρή γυναίκα αγαπά και φροντίζει σαν δεύτερη μάνα της. Η γιαγιά δεν είναι καλά. Πονάει παντού και με το ζόρι μπορεί να σταθεί όρθια. Κάποια φίλη της τής συστήνει τον καλύτερο ορθοπεδικό του Μεσολογγίου, έναν άνδρα περίπου στα 55, ο οποίος φημίζεται για τις επαγγελματικές του ικανότητες. Εκτός από τη γιαγιά, ο Ν.Γ. κουράρει και τη Ρηνούλα, η οποία υποφέρει από πόνους στη μέση. Πολύ σύντομα, από τις πρώτες κιόλας επισκέψεις, ο γιατρός δείχνει έντονο ενδιαφέρον για εκείνη, φλερτάροντάς την σε καθημερινή βάση. Η Ρηνούλα γοητεύεται και χωρίς ακόμη να γνωρίζει ότι είναι παντρεμένος ενδίδει στο επίμονο φλερτ του. Ο τόπος ωστόσο είναι μικρός και το νέο της συζυγικής του ζωής ταξιδεύει γρήγορα στα αυτιά της νεαρής γυναίκας. Εκείνος της λέει ότι θα χωρίσει. Ότι είναι ήδη σε διάσταση. Οτι παρότι έχει δύο μικρά παιδιά η συμβίωση με την κατά πολλά έτη νεαρότερη σύζυγό του, η οποία εργάζεται ως νοσηλεύτρια σε μεγάλο νοσοκομείο της περιοχής, είναι αδύνατη. Η Ρηνούλα τον πιστεύει, με την πίστη της να δυναμώνει από κάποια κουτσομπολιά που θέλουν τον γιατρό να αντιμετωπίζει όντως προβλήματα στον γάμο του. Η σχέση τους, η οποία αποτελεί κοινό μυστικό όχι μόνο στην Κατοχή αλλά και στην ευρύτερη περιοχή, δεν αργεί να φτάσει και στα αυτιά των δικών της ανθρώπων.
Ο γιος της αντιδρά, λέγοντάς της ότι πρέπει να χωρίσει από τον συγκεκριμένο άνθρωπο. Ότι το μέλλον μαζί του δεν είναι απλώς μακρινό, αλλά ανύπαρκτο. Εκείνη τον ακούει αλλά δεν συμμερίζεται τις απόψεις του. Όσο οι μήνες περνούν τόσο τα κουτσομπολιά πληθαίνουν. Όλοι γνωρίζουν ότι η Ρηνούλα σε τακτά χρονικά διαστήματα αφήνει το αυτοκίνητό της σε συγκεκριμένο σημείο της περιοχής, επιβιβάζεται σε εκείνο του γιατρού και ταξιδεύει στον νέο μεγάλο της έρωτα - κάποιοι ισχυρίζονται ότι μαζί με τον έρωτά της ο γιατρός αποσπά από τη γυναίκα και γενναία χρηματικά ποσά, ενώ υπάρχουν και εκείνοι που ψιθυρίζουν ότι ο έρωτας αυτός μετρά πολύ μεγαλύτερο χρονικό διάστημα από εκείνο που οι πολλοί γνωρίζουν. Στο σπίτι ξεσπάει καβγάς. Στο τελείωμά του, πριν από σχεδόν τέσσερα χρόνια, ο γιος της αποφασίζει να τα παρατήσει όλα, να μετακομίσει στην Αθήνα και να σχεδιάσει ένα νέο επαγγελματικό μέλλον στην Αεροπορία. Όσοι δεν γνωρίζουν τη σχέση της Ρηνούλας με τον γιατρό ξαφνιάζονται με την απρόσμενη απόφαση του παιδιού, το οποίο λατρεύει τον τόπο και τα χωράφια του. Όσοι γνωρίζουν, το καταλαβαίνουν.
Τα Χριστούγεννα του 2017 η σχέση της Ειρήνης με τον γιατρό φαίνεται να περνάει κρίση. Βρίσκονται οι δυο τους στην Αθήνα, η σύζυγός του πληροφορείται τα πάντα για τη σχέση τους και ο γιατρός λέει στη Ρηνούλα ότι πρέπει να χωρίσουν. Εκείνος κατευθύνεται προς το πατρικό του στο Αγρίνιο και εκείνη προς το σπίτι της στην Κατοχή. Το Σάββατο 6 Ιανουαρίου ωστόσο τα ίχνη της γυναίκας χάνονται μυστηριωδώς. Γύρω στις 11.30 το βράδυ της ίδιας ημέρας ο αδελφός της στέλνει μήνυμα στον γιατρό ρωτώντας τον: «Είσαι με την αδελφή μου; Γιατί την ψάχνω!» . Ο γιατρός τού τηλεφωνεί λέγοντάς του ότι η τελευταία φορά που είδε τη Ρηνούλα ήταν το μεσημέρι της Παρασκευής. Ο φόβος τρυπώνει μέσα στην ψυχή του κ. Λαγούδη, για να μεταμορφωθεί σε θρήνο το μεσημέρι της Δευτέρας 8 Ιανουαρίου όταν μέσα σε ένα σχεδόν καμένο αυτοκίνητο, στη λίμνη Τριχωνίδας, ανακαλύπτεται ένα πτώμα γυναίκας. Το πτώμα της Ρηνούλας…
Από την αυτοχειρία στην ποινική δίωξη
Το πρώτο διάστημα μετά τον θάνατο της Ρηνούλας τα κουτσομπολιά γύρω από το πρόσωπο του γιατρού διαδέχονται το ένα μετά το άλλο: «Δεν έχω καμία ανάμειξη. Είμαι καθαρός. Η κατάσταση είναι δύσκολη για όλους. Έχουν ειπωθεί ακρότητες. Δεν ξέρω πώς θα αντιδράσω σε όλα αυτά. Δεν έχω ορίσει δικηγόρο γιατί δεν υπάρχει λόγος. Εγώ είμαι εδώ, στο ιατρείο μου. Είμαι καθαρός και δεν έχω καμία εμπλοκή». Αυτά ήταν τα λόγια του γιατρού σε καταθέσεις, δηλώσεις, φίλους και γνωστούς, από την πρώτη κιόλας στιγμή της μακάβριας ανακάλυψης. Αυτό μαρτυρούσε και η στάση ζωής που ακολούθησε ο ίδιος αμέσως μετά το τραγικό γεγονός. «Ο Ν.Γ. δεν έδειχνε ότι έχει κάποιον λόγο για να ανησυχεί ή να φοβάται για κάτι», λέει πρόσωπο που γνωρίζει τον γιατρό και συνεχίζει: «Μετά το φοβερό περιστατικό με τη Ρηνούλα συνέχισε κανονικά τη ζωή του - πήγαινε στη δουλειά του, έβλεπε ασθενείς, έβγαινε στην πόλη, δεν έφερε επάνω του το παραμικρό ίχνος ενοχής. Η μοναδική του ενοχή έγκειτο ενδεχομένως στη σύναψη αυτής της σχέσης...».
Κάποιοι τον πίστεψαν, άλλοι όχι. Ανάμεσα στους δεύτερους και ο κ. Λαγούδης, ο οποίος την περίοδο εκείνη πληροφορείται ότι η τελευταία φορά που ο γιατρός συνάντησε την αδελφή του δεν ήταν το μεσημέρι της Παρασκευής, όπως του είχε πει στο τηλέφωνο το βράδυ που την αναζητούσε, αλλά το μεσημέρι του Σαββάτου στην περιοχή της Μυρτιάς και πως μαζί τους ήταν ακόμη ένα άτομο. «Ο πρώην σύντροφός της μου είπε ψέματα για το πότε την είδε τελευταία φορά. Τι λόγο είχε να το κάνει; Και κάτι ακόμη: γιατί σ’ εκείνο το ραντεβού, το μεσημέρι του Σαββάτου, πήγε μαζί και ο αδελφός του για να λύσουν τις όποιες διαφορές τους; Φοβήθηκε μην τον δείρει η Ειρήνη;» είχε πει σε συνέντευξή του τον Φεβρουάριο ο κ. Λαγούδης.
Ωστόσο, όπως και να ’χε, και όσες υποψίες κι αν βασάνιζαν τον κ. Λαγούδη, τόσο η Αστυνομία όσο και ο ιατροδικαστής μιλούσαν από την πρώτη στιγμή για ξεκάθαρη αυτοχειρία καθώς δεν είχαν βρεθεί ίχνη που να υποδήλωναν τέλεση εγκληματικής ενέργειας. Από την άλλη, στην αντίπερα όχθη έστεκαν ένα μεγάλο μέρος της κοινής γνώμης και μία οικογένεια, η οικογένεια της 44χρονης γυναίκας, που δεν πίστεψαν ούτε στιγμή ότι η Ρηνούλα, αυτή η δυνατή και αισιόδοξη γυναίκα, αποφάσισε να δώσει τέλος στη ζωή της για τα μάτια ενός άνδρα βάζοντας φωτιά στο αυτοκίνητό της. Η Ρηνούλα, λίγο πριν εξαφανιστεί, είχε πει στην κόρη της: «Παιδί μου, πετάγομαι κάπου και θα έρθω. Δεν θα αργήσω». Είχε αγοράσει γλυκά για τη γιορτή του γιου της, είχε οργανώσει με τη μεγάλη κόρη της ταξίδι στη Γαλλία, είχε όνειρα, σχέδια και στόχους ζωής. Ποια γυναίκα, ποια μάνα θα έκανε όλα τα παραπάνω αν είχε αποφασίσει να βάλει τέλος στη ζωή της; Πέρα από τα παραπάνω λογικά, πλην θεωρητικά κομμάτια που δεν κολλούσαν με τίποτα στο παζλ της αυτοχειρίας, η οικογένεια όλο αυτό το διάστημα κατάφερε να συγκεντρώσει και μία σειρά στοιχείων που συνηγορούσαν στο ενδεχόμενο της δολοφονίας και που, όπως όλα δείχνουν, οδήγησαν τον εισαγγελέα στην άσκηση ποινικών διώξεων.
Ένα από τα στοιχεία αυτά ήταν η αιθάλη που βρέθηκε ακριβώς έξω από την πόρτα του οδηγού. Σύμφωνα με τους ειδικούς, το γεγονός αυτό μαρτυρά ότι υπάρχει πολύ σοβαρή πιθανότητα στο σημείο όπου βρέθηκε η γυναίκα νεκρή να βρισκόταν και δεύτερο άτομο, το οποίο αφού έβαλε φωτιά με το εύφλεκτο αυτό χημικό στη συνέχεια βγήκε έξω παγιδεύοντας τη ζωντανή μέχρι τότε Ειρήνη. Το αμέσως επόμενο στοιχείο που συγκλίνει περισσότερο στο ενδεχόμενο της εγκληματικής ενέργειας είναι πως η Ειρήνη Λαγούδη λίγες ώρες προτού βρεθεί νεκρή είχε γεμίσει σε βενζινάδικο ένα μπιτόνι με πετρέλαιο κίνησης, σχεδόν 20 λίτρα. Από το πετρέλαιο αυτό όμως βρέθηκε ελάχιστη ποσότητα. Πού πήγε η υπόλοιπη; Μήπως κάποιος της ζήτησε το πετρέλαιο για να την παρασύρει στο ραντεβού; Οι ερευνητές μάλιστα πιστεύουν ακράδαντα ότι έγινε «μετάγγιση» από το μπιτόνι σε αυτοκίνητο φιλικού της προσώπου.
Το αποτύπωμα
Ακόμη ένα σοβαρό στοιχείο προέκυψε τον Μάιο από έκθεση του ειδικού ερευνητή και δικαστικού πραγματογνώμονα διερεύνησης εγκλημάτων εμπρησμού Ανδριανού Γκουρμπάτση, η οποία έκανε λόγο για σωρεία σοβαρών λαθών και παραλείψεων στην έκθεση/αυτοψία της Ασφάλειας Αγρινίου μέσω των οποίων αλλοιώθηκε η συνολική πραγματική εικόνα της σκηνής της πυρκαγιάς στο αυτοκίνητο όπου βρήκε τραγικό θάνατο η άτυχη γυναίκα. Ο εν λόγω πραγματογνώμονας διαπίστωσε κατά την έρευνά του ότι η Ειρήνη βρισκόταν στη θέση του συνοδηγού και μεταφέρθηκε εκ των υστέρων στο πίσω κάθισμα όπου βρέθηκε νεκρή. Στην παραπάνω άποψη συνηγορεί πλην άλλων ευρημάτων και ένα αποτύπωμα παπουτσιού (μπότας), που φέρεται να ανήκε στην Ειρήνη Λαγούδη, το οποίο εντυπώθηκε στο τζάμι -στην πίσω δεξιά πλευρά του αυτοκινήτου- κατά τη μεταφορά της από τους δράστες. Δεδομένου ότι ήταν μια πολύ ψηλή γυναίκα, 1,85 μ. σχεδόν, ο ερευνητής συμπέρανε ότι η Ειρήνη χτυπούσε με τα πόδια της στην προσπάθειά της να γλιτώσει από τη φωτιά.
Μεγάλη εντύπωση είχε επίσης προκαλέσει εξαρχής το γεγονός της εξαφάνισης του κινητού τηλεφώνου της. «Κάποιος που έχει αποφασίσει να αυτοκτονήσει τι λόγο έχει να εξαφανίσει το κινητό του;» αναρωτιόντουσαν εύλογα από την αρχή οι δικοί της άνθρωποι. Τον Ιούνιο η αποκάλυψη του δικηγόρου της οικογένειας Βασίλη Ταουξή ότι το στίγμα του κινητού της είχε βρεθεί σε συγκεκριμένο σπίτι έπεσε σαν κεραυνός εν αιθρία στη σκοτεινή υπόθεση της λίμνης Τριχωνίδας: «Την υπόθεση της Ειρήνης παρακολουθούν Έλληνες από ολόκληρο τον κόσμο. Έτσι, δύο μήνες μετά τον θάνατό της ήρθαμε σε επαφή και ζητήσαμε βοήθεια από κάποιους ομογενείς που εργάζονταν στο FBI. Μας είπαν ότι θα μας βοηθούσαν, αφού η υπόθεση αυτή τους θύμιζε έντονα μια άλλη περίπτωση γυναίκας στην Αμερική, που ενώ αρχικά ο θάνατός της είχε αποδοθεί σε αυτοχειρία, εν τούτοις αποδείχθηκε ότι ήταν δολοφονία. Λίγο καιρό μετά μας ενημέρωσαν από το FBI ότι το κινητό είναι κλειστό, πως εντοπίζουν το στίγμα του σε μια επαρχιακή κωμόπολη της Αιτωλοακαρνανίας και μας έδωσαν τη διεύθυνση. Όταν πήγαμε στη διεύθυνση αυτή και διαπιστώσαμε σε ποιον ανήκει δεν πιστεύαμε στα μάτια μας, αφού ανήκει σε άτομο που ενδεχομένως να συνδέεται με την υπόθεση...», είχε δηλώσει τότε ο γνωστός δικηγόρος.
Τέλος, σύμφωνα με καλά πληροφορημένες πηγές, πριν από την άσκηση δίωξης για ηθική αυτουργία ο εισαγγελέας φαίνεται ότι έλαβε σοβαρά υπόψη του τα μεγάλα χρηματικά ποσά που, σύμφωνα με δημοσιογραφικές πηγές, είχε δανείσει η 44χρονη Ειρήνη Λαγούδη στον γιατρό και σύντροφό της Ν.Γ. Οπως άλλωστε έλεγε η Αγκάθα Κρίστι: «Όποτε υπάρχουν στη μέση πολλά λεφτά δεν πρέπει να εμπιστεύεσαι κανέναν...».
Πηγή: protothema.gr