Ο Πρωθυπουργός αναρωτήθηκε αν καλώς πήγε στη Βουλή, σπαταλώντας τον πολύτιμο χρόνο του. Δεν ξέρω πού πρέπει να αποδοθεί πρωτίστως αυτή η συμπεριφορά. Στην αλαζονεία που χορηγεί η εξουσία ή στην απουσία κοινωνικής και πολιτικής παιδείας; Υποθέτω και στα δύο.
Του Κώστα Γιαννακίδη
«Αναρωτιόμουν όλη μέρα αν άξιζε να έρθω και να σπαταλήσω μέρος του πολύτιμου χρόνου μου» είπε ο Πρωθυπουργός, αναφερόμενος στη συζήτηση επί της πρότασης που κατέθεσε η ΝΔ, για τη σύσταση προανακριτικής επιτροπής με αντικείμενο τη διερεύνηση υπουργικών ευθυνών στην υπόθεση Novartis.
Λίγο αργότερα επέπληξε τον Κυριάκο Μητσοτάκη για το ύφος της ομιλίας του. «Ηρθαμε εδώ και επί 45 λεπτά μας κοιμίσατε». Σωστό. Αν δεν υπάρχουν κορώνες και αντεγκλήσεις, ποια η χρησιμότητα του πολιτικού λόγου; Και μετά έβγαλε από την τσέπη το ηθικό πλεονέκτημα. «Οι δικοί μας φίλοι έχουν βουλκανιζαντέρ, δεν έχουν offshore». Λες και δεν υπάρχει μέση λύση. Θα έχεις φίλους είτε ιδιοκτήτες βουλκανιζαντέρ, είτε ιδιοκτήτες offshore. Καρανίκες ή Χάρβαρντ, όπως ο ίδιος ο Πρωθυπουργός είχε πει παλαιότερα.
Δεν ξέρω πού πρέπει να αποδοθεί πρωτίστως αυτή η συμπεριφορά. Στην αλαζονεία που χορηγεί η εξουσία ή στην απουσία κοινωνικής και πολιτικής παιδείας; Υποθέτω και στα δύο. Τείνω δε να πιστέψω ότι δεν θα μπορούσε να συμβεί και αλλιώς, υπάρχει μία μηχανική νομοτέλεια. Ο Αλέξης Τσίπρας γαλουχήθηκε πολιτικά σε ένα περιβάλλον που δεν διακρίνεται από σεβασμό στις δημοκρατικές αξίες, που υιοθετεί το μπάχαλο ως μέσο επίτευξης πολιτικών σκοπών, νομιμοποιώντας ηθικά την ίντριγκα και τον φραξιονισμό. Τα έχει αυτά η πολιτική, απλώς η εμπειρία της Αριστεράς τούς έχει προσδώσει δεοντολογικά χαρακτηριστικά.
Είναι λογικό, λοιπόν, όταν το λαχείο της ζωής κληρώσει σε έναν άνθρωπο με αντίστοιχα βιώματα, να πληρωθεί με έπαρση, αλαζονεία και με μικρή, αλλά αισθητή, εξασθένηση της σχέσης με την πραγματικότητα. Ευτυχώς που δεν θρησκεύεται. Δεν αποκλείεται να σκεφτόταν ότι διατηρεί προνομιακή πρόσβαση στο θείο.
Βέβαια αυτό το ύφος, της ενστικτώδους αυθάδειας, έχει πλέον αποκτήσει στοιχεία πολιτικής στρατηγικής. Στον πυρήνα της, αυτή η στρατηγική, παραπέμπει σε κάποιο βαθμό στη συμπεριφορά που υιοθετεί ο Ντόναλντ Τραμπ. Οταν ερωτώνται οι σύμβουλοι του αν αυτοί οι τρόποι συνάδουν με το αξίωμα, εκείνοι χαμογελούν, λέγοντας ότι ο πρόεδρος είναι αρκετά ευφυής ώστε να μην εγκαταλείψει τους τρόπους που τον έστειλαν στον Λευκό Οίκο. Είτε πρόκειται για τον Τσίπρα, είτε αφορά τον Τραμπ, από ένα σημείο και μετά ο πολιτικός άνδρας εκτιμά ότι αποκομίζει οφέλη αν είναι, απλώς, ο εαυτός του. Εγώ και εσείς μπορεί να εκτιμούμε ότι ο Πρωθυπουργός προσβάλλει τη Βουλή, τα μέλη και το ακροατήριο της. Ωστόσο από την άλλη, υπάρχει και η κρίσιμη μάζα ψηφοφόρων που είτε δεν αντιμετωπίζει αυτή τη συμπεριφορά με τον ίδιο τρόπο, είτε απαιτεί από τον Πρωθυπουργό να λειτουργεί έτσι. Αλλωστε αν οι καλοί τρόποι ήταν κριτήριο πολιτικής επίδοσης, η Βουλή δεν έπρεπε να έχει χρυσαυγίτες.
Συχνά ο Αλέξης Τσίπρας μου θυμίζει τον Ντάνιελ Ντράβοτ που ερμήνευσε ο Σον Κόνερι στο «Ο άνθρωπος που θα γινόταν βασιλιάς». Ο Ντάνιελ πείθει τον φίλο του τον Πίτσι (Μάικλ Κέιν) να ανέβουν στα βουνά του σημερινού Αφγανιστάν, ισχυριζόμενοι προς τους υπηκόους του απομονωμένου βασιλείου, ότι είναι απόγονοι του Μεγάλου Αλεξάνδρου. «Εδώ τα κατάφεραν Ελληνες, δεν θα τα καταφέρουν δύο αξιωματικοί του Βρετανικού Στρατού;» αναρωτιέται ο Ντάνιελ.
Πράγματι, ανέβηκαν στο βουνό και ο Ντάνιελ τους έπεισε ότι είναι θεός. Μέχρι που τον είδαν να ματώνει. Τότε έχασε το στέμμα, μαζί με το κεφάλι του. Ο χρόνος του Πρωθυπουργού είναι πολύτιμος. Αξίζει όμως να επενδύσει δύο ώρες για να δει την ταινία.