Υγεία-ΕΣΥ: Κεραυνοί από την Κομισιόν για έλλειψη προσωπικού, μείωση των δαπανών

Κεραυνοβολεί την κυβέρνηση η Κομισιόν με την εξαμηνιαία έκθεση για τον τομέα της Υγείας στην Ελλάδα. Διαπιστώνει μεγάλη μείωση του προσδόκιμου ζωής στην Ελλάδα λόγω της πανδημίας, μείωση των δαπανών για την Υγεία ως ποσοστό του ΑΕΠ, σοβαρές ελλείψεις υγειονομικού προσωπικού, δυσκολίες στον έλεγχο της συνταγογράφησης φαρμάκων και της φαρμακευτικής δαπάνης και ανησυχητική αύξηση της χρήσης αντιβιοτικών

 

Οι διαπιστώσεις συμπίπτουν με τις εκτιμήσεις της αντιπολίτευσης για κατάρρευση του ΕΣΥ και τους κινδύνους που εγκυμονεί για τους πολίτες το υποβαθμισμένο σύστημα υγείας.

 

Η ανάλυση αποκαλύπτει τη σοβαρή αναποτελεσματικότητα της πολιτικής της κυβέρνησης για την πανδημία, που αντανακλάται στη μεγάλη μείωση του προσδόκιμου ζωής στην Ελλάδα το 2021, έναντι πολύ μικρότερης στην ΕΕ. Στην Ελλάδα, το προσδόκιμο ζωής έπεσε απότομα από τα 81,4 χρόνια στα 80,2 το 2021, ενώ στην ΕΕ η μείωση ήταν μικρότερη, από 80,4 σε 80,1 χρόνια.

 

Όπως τονίζει η Κομισιόν, ένας υγιής πληθυσμός και ένα αποτελεσματικό, προσβάσιμο και ανθεκτικό σύστημα υγείας αποτελούν προϋποθέσεις για μια βιώσιμη οικονομία και κοινωνία. Καταγράφοντας την κατάσταση στον τομέα της Υγείας, η Επιτροπή αναφέρει:

 

Το προσδόκιμο ζωής στην Ελλάδα ήταν πάνω από τον μέσο όρο της ΕΕ, αλλά έχει μειωθεί σημαντικά από το 2019 και τώρα είναι οριακά πάνω από τον μέσο όρο της ΕΕ. Αυτό αντανακλά την επίδραση της νόσου COVID-19 στην Ελλάδα, η οποία προκάλεσε τρεις φορές περισσότερους θανάτους το 2021 από ό,τι το 2020.

 

Προσδόκιμο ζωής σε Ελλάδα και ΕΕ

 

life

 

Το ποσοστό θνησιμότητας της Ελλάδας από θεραπεύσιμα αίτια ήταν μόλις πάνω από τον μέσο όρο της ΕΕ το 2021. Την ίδια χρονιά, οι κύριες αιτίες θνησιμότητας ήταν ασθένειες του κυκλοφορικού συστήματος («καρδιαγγειακές παθήσεις») και καρκίνος, ακολουθούμενες από τη νόσο COVID-19. Ο καρκίνος του πνεύμονα και οι ισχαιμικές καρδιοπάθειες εξακολουθούν να είναι οι κύριες αιτίες θανάτων που μπορούν να προληφθούν.

 

Μείωση δαπανών Υγείας ως ποσοστό του ΑΕΠ

 

  • Οι συνολικές δαπάνες υγείας σε σχέση με το ΑΕΠ στην Ελλάδα (9,2%) ήταν κάτω από τον μέσο όρο της ΕΕ (10,9%) το 2021. Το ποσοστό μειώθηκε από 9,5% το 2020, καθώς η ανάκαμψη του ΑΕΠ ξεπέρασε την αύξηση των δαπανών για την υγεία. Προσωρινά στοιχεία από τον ΟΟΣΑ δείχνουν ότι το 2022 οι συνολικές δαπάνες για την υγεία μειώθηκαν περαιτέρω στο 8,6% του ΑΕΠ.

 

  • Το 2021, οι δημόσιες δαπάνες για την υγεία αντιπροσώπευαν το 11,6% των συνολικών δημόσιων δαπανών, που είναι σχεδόν ο μέσος όρος για αυτά τα τελευταία 5 χρόνια. Οι κατά κεφαλήν δαπάνες για ενδονοσοκομειακή περίθαλψη, φαρμακευτικά προϊόντα και εξωνοσοκομειακή περίθαλψη είναι όλες κάτω από τον μέσο όρο της ΕΕ. Ωστόσο, ως ποσοστό των συνολικών δαπανών για την υγεία, οι δαπάνες για ενδονοσοκομειακή περίθαλψη και φαρμακευτικά προϊόντα είναι από τις υψηλότερες στην ΕΕ, ενώ οι δαπάνες για εξωνοσοκομειακή περίθαλψη είναι και πάλι χαμηλότερες από τον μέσο όρο της ΕΕ.

 

  • Το 2021, οι δαπάνες για την πρόληψη στην Ελλάδα ανήλθαν στο 4,0 % των συνολικών δαπανών για την υγειονομική περίθαλψη, έναντι 6,0 % για την ΕΕ συνολικά. Το μερίδιο των συνολικών δαπανών για προληπτική περίθαλψη υπερτριπλασιάστηκε μεταξύ 2019 και 2021 (αύξηση κατά 106 % για την ΕΕ συνολικά). Στην Ελλάδα, οι κύριοι παράγοντες που εξηγούν την αύξηση των δαπανών για προληπτική φροντίδα το 2021 είναι οι σημαντικές αυξήσεις για την ανοσοποίηση και την επιδημιολογική επιτήρηση, καθώς και τα προγράμματα ελέγχου κινδύνων και νοσημάτων.

 

  • Ένα άλλο μέτρο για τη διασφάλιση της δημόσιας υγείας είναι ο εξορθολογισμός της χρήσης αντιβιοτικών. Η κατάσταση στην Ελλάδα είχε βελτιωθεί σημαντικά, με την ημερήσια κατανάλωση το 2021 να μειώνεται στο 69% αυτής του 2019. Ωστόσο, το 2022 αυξήθηκε σημαντικά, στο δεύτερο υψηλότερο επίπεδο στην ΕΕ και σχεδόν πίσω στο επίπεδο του 2019. Σύμφωνα με τη σύσταση του Συμβουλίου σχετικά με την εντατικοποίηση των δράσεων της ΕΕ για την καταπολέμηση της μικροβιακής αντοχής, έως το 2030 η Ελλάδα αναμένεται να μειώσει τη συνολική κατανάλωση αντιβιοτικών σε κοινοτικά και νοσοκομειακά περιβάλλοντα συνολικά κατά 27% σε σχέση με το επίπεδο του 2019.

 

Οι δαπάνες για τη δημόσια Υγεία και οι ελλείψεις προσωπικού

 

  • Οι δαπάνες για τη δημόσια υγεία ως ποσοστό των συνολικών δαπανών για την υγεία (62,1% το 2021) είναι οι χαμηλότερες στην ΕΕ. Το μερίδιο των άμεσων πληρωμών για υγειονομική περίθαλψη είναι πολύ υψηλό (33,3%, το δεύτερο υψηλότερο στην ΕΕ). Το 2022 η Ελλάδα ανέφερε το δεύτερο υψηλότερο ποσοστό πληθυσμού (μεταξύ των χωρών της ΕΕ) που ανέφερε μη καλυπτόμενες ανάγκες ιατρικής περίθαλψης, με τις μεγαλύτερες ανισότητες στην ΕΕ μεταξύ των εισοδηματικών ομάδων. Υπάρχουν επίσης σημαντικές διαφορές μεταξύ των περιφερειών. Οι δημόσιες δαπάνες για την υγεία προβλέπεται να αυξηθούν κατά 0,8 εκατοστιαίες μονάδες του ΑΕΠ σε ισοτιμία αγοραστικής δύναμης έως το 2070 λόγω της γήρανσης του πληθυσμού, σε σύγκριση με 0,6 εκατοστιαίες μονάδες για την ΕΕ συνολικά.

 

  • Η Ελλάδα έχει τον μεγαλύτερο αριθμό εξουσιοδοτημένων ιατρών, αλλά έναν από τους χαμηλότερους κατά κεφαλήν νοσηλευτές σε όλες τις χώρες της ΕΕ. Οι γενικοί ιατροί αντιπροσωπεύουν μόνο το 6% όλων των ιατρών, ποσοστό που είναι μακράν το χαμηλότερο μεταξύ των χωρών της ΕΕ. Σύμφωνα με τον νέο ορισμό που χρησιμοποίησε η Eurostat (μετά την οδηγία 2005/36/ΕΚ της ΕΕ σχετικά με την αναγνώριση των επαγγελματικών προσόντων), ο αριθμός νοσηλευτών ανά 1.000 κατοίκους (2,1 το 2020) ήταν από τους χαμηλότερους στην ΕΕ και πολύ χαμηλότερος από τον μέσο όρο της ΕΕ (7,9 το 2021). Επιπλέον, αυτό δεν αναμένεται να βελτιωθεί καθώς ο αριθμός των αποφοίτων νοσηλευτικής είναι σχετικά χαμηλός.

 

Οι επενδύσεις μέσω Ταμείου Ανάκαμψης

 

  • Ιστορικά, οι επενδύσεις στην υγειονομική περίθαλψη στην Ελλάδα υπολείπονται του μέσου όρου της ΕΕ, αλλά τα κονδύλια της ΕΕ παρέχουν σημαντική στήριξη. Μεταξύ των χωρών της ΕΕ, η Ελλάδα έχει διαθέσει ένα συγκριτικά χαμηλό ποσοστό του ΑΕΠ σε επενδύσεις στον ακαθάριστο σχηματισμό κεφαλαίου στον τομέα της υγειονομικής περίθαλψης.
  •  
  • Μέσω του σχεδίου ανάκαμψης και ανθεκτικότητας, η Ελλάδα σχεδιάζει να επενδύσει 1.486 εκατ. ευρώ στην υγειονομική περίθαλψη. Οι μεταρρυθμίσεις στο RRP (σ.σ.: Σχέδιο Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας) επικεντρώνονται στην πρωτοβάθμια υγειονομική περίθαλψη, τη φαρμακευτική χρηματοδότηση, τη δημόσια υγεία, την ψυχική υγεία και το σύστημα αμοιβής των νοσοκομείων. Οι επενδύσεις RRP στοχεύουν στις νοσοκομειακές υποδομές και την ψηφιοποίηση, αποσκοπούν στην εισαγωγή της κατ’ οίκον νοσηλείας και στη δημιουργία ενός κέντρου ακτινοθεραπείας και μιας αιματολογικής κλινικής για κυτταρική και γενετική θεραπεία.
  •  
  • Προβλέπονται συμπληρωματικές επενδύσεις στο πλαίσιο των ταμείων της πολιτικής συνοχής για την περίοδο 2021-2027. Η Ελλάδα θα επενδύσει περίπου 416 εκατ. ευρώ από το Ευρωπαϊκό Ταμείο Περιφερειακής Ανάπτυξης, κυρίως σε υποδομές υγείας, εξοπλισμό υγείας και ηλεκτρονικές υπηρεσίες υγείας. Η Ελλάδα θα διαθέσει επίσης περίπου 323 εκατ. ευρώ από το Ευρωπαϊκό Κοινωνικό Ταμείο Plus για τη βελτίωση της προσβασιμότητας και της αποτελεσματικότητας των υπηρεσιών υγείας, με έμφαση στις περιθωριοποιημένες κοινότητες, τις ευάλωτες ομάδες και τα παιδιά.

 

Η φαρμακευτική δαπάνη και η πρωτοβάθμια περίθαλψη

 

  • Οι πολιτικές για τη διατήρηση των δημόσιων δαπανών για φαρμακευτικά προϊόντα υπό έλεγχο αντιμετωπίζουν προκλήσεις. Αυτές οι πολιτικές περιλαμβάνουν clawbacks – εντολές αποπληρωμής που εκδίδονται στον κλάδο όταν οι δαπάνες υπερβαίνουν τον προϋπολογισμό. Για το 2023, τα προσυμφωνημένα ανώτατα όρια του προϋπολογισμού πιθανότατα θα τηρηθούν, καθώς οι αρχές διαπραγματεύτηκαν υψηλότερες εκπτώσεις. Ωστόσο, φαίνεται ότι υπάρχουν δυσκολίες στον έλεγχο της ζήτησης μέσω υποχρεωτικών πρωτοκόλλων συνταγογράφησης και ορθολογικών πρακτικών συνταγογράφησης.

 

  • Οι μεταρρυθμίσεις για την ενίσχυση της πρωτοβάθμιας περίθαλψης βασίζονται στην επίτευξη κατάλληλου αριθμού γιατρών και νοσηλευτών. Οι πρόσφατες μεταρρυθμίσεις επικεντρώνονται στους γιατρούς. Για να βοηθήσει στην εξοικείωση των φοιτητών ιατρικής με τον τομέα της πρωτοβάθμιας υγειονομικής περίθαλψης, στο πλαίσιο των μεταρρυθμίσεων RRP, προστέθηκε μια ενότητα οικογενειακής ιατρικής στα προγράμματα σπουδών όλων των ιατρικών σχολών. Εκτός αυτού, 5 από τις 7 ιατρικές σχολές έχουν πλέον ενεργά ακαδημαϊκά προγράμματα σπουδών στην οικογενειακή ιατρική. Ένα νέο πακέτο αμοιβών προσφέρθηκε στους γιατρούς και τώρα 3.488 γιατροί εργάζονται στην πρωτοβάθμια υγειονομική περίθαλψη, επιτρέποντας σε περισσότερο από το 50% του πληθυσμού να εγγραφεί σε γιατρό. Στόχος είναι η δημιουργία αποθέματος ιατρών για τη διασφάλιση πλήρους και ισότιμης πρόσβασης στο σύστημα υγείας μέσω της πρωτοβάθμιας φροντίδας υγείας.

 

 

ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ ΝΕΑ