Όλοι γνωρίζουμε σχετικά με την Ανάσταση του Λαζάρου. Τι συνέβη όμως στον αγαπημένο φίλο του Χριστού, αφού επέστρεψε από τους νεκρούς;
Πριν ο Ιησούς Χριστός αναστηθεί, κατά τη διάρκεια της ζωής του στη Γη είχε πραγματοποιήσει πολλά θαύματα θεραπεύοντας μεταξύ άλλων ανθρώπους από ασθένειες ή απαλλάσσοντάς τους από δαιμόνια. Ωστόσο, πριν την δική του Ανάσταση είχε φέρει ξανά στη ζωή άλλους τρεις ανθρώπους. Η πιο γνωστή φυσικά είναι αυτή του Λαζάρου, του αγαπημένου του φίλου, για την οποία λίγο πολύ γνωρίζουμε οι περισσότεροι. Τι συνέβη όμως στον Λάζαρο αφού ο Χριστός τον έφερε πίσω από τον κόσμο των νεκρών;
Οι τρεις Αναστάσεις του Ιησού
Σύμφωνα με τον Ευαγγελιστή Λουκά, η πρώτη φορά που ο Χριστός ανέστησε κάποιον ήταν ο γιος μιας χήρας γυναίκας στην πόλη Ναΐν. Ο Χριστός συνάντησε την πομπή της κηδείας του παιδιού και λυπήθηκε τη γυναίκα που αφού έχασε τον άντρα της τώρα έπρεπε να αντιμετωπίσει και τον θάνατο του παιδιού της. Έτσι, ακουμπώντας το παιδί απαλά το ανέστησε.
Και πάλι ο Ευαγγελιστής Λουκάς αναφέρει τη δεύτερη ανάσταση που πραγματοποίησε ο Ιησούς. Πρόκειται για την δωδεκάχρονη κόρη του Ιαείρου, ενός άρχοντα της συναγωγής. Ο Ιάειρος προσέγγισε τον Ιησού, για να τον παρακαλέσει να θεραπεύσει την ετοιμοθάνατη κόρη του. Όταν όμως έφτασαν στο σπίτι του άντρα, το κορίτσι είχε ήδη πεθάνει. Ο Ιησούς όμως της φώναξε λέγοντας: «Κορίτσι, σήκω» και τότε «επέστρεψε το πνεύμα της και σηκώθηκε αμέσως».
Ωστόσο, η πιο σημαντική ανάσταση ανθρώπου που πραγματοποίησε ο Ιησούς ήταν αυτή του αγαπημένου του φίλου, Λάζαρου (εξελληνισμένος τύπος του εβραϊκού ονόματος Ελεάζαρ, το οποίο σημαίνει ‘ο Θεός βοήθησε’), ένα γεγονός που εορτάζεται το τελευταίο Σάββατο πριν από το Πάσχα και την Ανάσταση του ίδιου του Χριστού. Την Ανάσταση του Λαζάρου περιγράφει στο Ευαγγέλιό του ο Ευαγγελιστής και μαθητής του Χριστού, Ιωάννης, και αφιερώνει αρκετές παραγράφους στην αφήγηση του γεγονότος. Ο Ιωάννης μας παραδίδει ότι ο Ιησούς ήταν πολύ καλός φίλος με τον Λάζαρο και μαζί με τις αδερφές του, Μάρθα και Μαρία, είχαν προσφέρει συχνά κατάλυμα στον γιο του Θεού και στους μαθητές του, όταν περνούσαν από την πόλη τους, την Βηθανία.
Ενώ ο Χριστός βρισκόταν στην Γαλιλαία έλαβε μήνυμα από τη Μάρθα και τη Μαρία ότι ο φίλος του σε ηλικία περίπου 30 ετών ήταν βαριά άρρωστος. Ωστόσο, σύμφωνα με τον Ιωάννη, παρόλο που ο Χριστός αγαπούσε ιδιαίτερα αυτήν την οικογένεια δεν έτρεξε αμέσως κοντά τους όταν έμαθε για την ασθένεια αλλά έμεινε εκεί όπου βρισκόταν για δυο μέρες ακόμα μέχρι να πει στους μαθητές ότι «ο Λάζαρος πέθανε». Ο Ιωάννης αφήνει να εννοηθεί ότι καθυστέρησε επίτηδες το ταξίδι του, ώστε ο Λάζαρος να πεθάνει, για να του δοθεί η ευκαιρία «να φανεί η δύναμη του Θεού […] η δόξα του Υιού του Θεού».
Έτσι με αυτή την καθυστέρηση του ταξιδιού, όταν ο Χριστός με τους μαθητές έφτασε στη Βηθανία, ο Λάζαρος βρισκόταν για τέταρτη ημέρα νεκρός στο μνήμα. Συνάντησε τις αδερφές του, Μάρθα και Μαρία, οι οποίες έτρεξαν να τον συναντήσουν. Και οι δύο του είπαν ότι «αν ήσουν εδώ δεν θα πέθαινε ο αδερφός μου» με τον Χριστό να απαντά ότι «Ο αδερφός σου θα αναστηθεί» και ότι «Εγώ είμαι η Ανάσταση και η Ζωή».
Μάλιστα μπροστά στη Μαρία, βλέποντάς την να κλαίει και να πέφτει στα πόδια του, εμφανίζεται να συγκινείται και να δακρύζει και ο ίδιος προτού ζητήσει να τον πάνε στο μνήμα του Λαζάρου, το οποίο ήταν ουσιαστικά μια σπηλιά, που την είσοδό της την έφραζε μια μεγάλη πέτρα. Ο Ιησούς διέταξε να τραβήξουν την πέτρα και παρόλο που φοβούνταν ότι η μυρωδιά θα ήταν ανυπόφορη λόγω της σήψης, ο κόσμος τριγύρω το έπραξε.
Ο Χριστός φώναξε τη γνωστή φράση: «Λάζαρε, έλα έξω!» και ο Λάζαρος βγήκε έξω έχοντας τυλιγμένα τα πόδια και τα χέρια με πάνινες λουρίδες και το πρόσωπό του με το σουδάριο, όπως συνήθιζαν τότε να θάβουν τους νεκρούς.
Ο Ιωάννης παραδίδει ότι εξαιτίας του θαύματος αυτού πολλοί από τους παρευρισκόμενους πίστεψαν στον Χριστό, ενώ άλλοι πήγαν στους Φαρισαίους και τους ενημέρωσαν. Αυτοί, αφού συγκάλεσαν συμβούλιο, αποφάσισαν πως θα πρέπει να βρεθεί κάποιος τρόπος να εξοντωθεί αυτός ο «λαοπλάνος» άνθρωπος, ο Ιησούς
Η συνέχεια της ιστορίας: Η πρώτη εκδοχή
Όλοι γνωρίζουν την ιστορία της Ανάστασης του Λαζάρου καθώς και τα όσα ακολούθησαν στη ζωή του Χριστού, ο οποίος δεν άργησε να περπατήσει τον δρόμο του μαρτυρίου που οδήγησε τελικά στην Ανάστασή του. Ωστόσο πολλοί λίγοι ξέρουν τι συνέβη στην συνέχεια της ζωής του Λάζαρου μετά την επιστροφή του από τους νεκρούς.
Ο ίδιος ο Ιωάννης στη συνέχεια της αφήγησής του αναφέρει ότι έξι μέρες πριν από το εβραϊκό Πάσχα, ο Χριστός και οι μαθητές του επισκέφτηκαν ξανά την Βηθανία και δείπνησαν στο σπίτι του Λάζαρου. Αξίζει να σημειωθεί εδώ ότι την ημέρα που εμείς γιορτάζουμε το Σάββατο του Λαζάρου στην πραγματικότητα δεν έγινε η ανάστασή του – η οποία είχε γίνει λίγο νωρίτερα- αλλά αυτό το δείπνο που περιγράφει ο Ιωάννης καθώς μια μέρα μετά από αυτό ο Ιησούς μπαίνει στην Ιερουσαλήμ μέσα από δρόμους που στρώθηκαν με βάγια και ξεκινά η εβδομάδα του μαρτυρίου. Ο ευαγγελιστής προσθέτει σχετικά με αυτό το δείπνο ότι ο πρώην νεκρός ήταν ένας από τους συνδαιτυμόνες, ενώ σε άλλο σημείο τονίζει ότι οι άνθρωπο τον «έβλεπαν ζωντανό και υγιή» και πίστευαν στον Χριστό. Μάλιστα τονίζει ότι οι Ιουδαίοι αρχιερείς δεν κυνηγούσαν να σκοτώσουν μόνο τον Ιησού αλλά και τον Λάζαρο καθώς ήταν η ζωντανή απόδειξη του θαύματος. Σε αυτό το σημείο σταματά από το Ευαγγέλιο κάθε αναφορά στον Λάζαρο.
Τον αναστημένο Λάζαρο τον συναντάμε ξανά στο Τριώδιο, το λειτουργικό βιβλίο της Εκκλησίας, το οποίο περιέχει τους ύμνους που διαβάζονται στην Εκκλησία από την Κυριακή του Τελώνου και Φαρισαίου μέχρι και το Μεγάλο Σάββατο. Οι ύμνοι του Τριωδίου γράφτηκαν από τον 5ο έως τον 15ο αιώνα. Χειρόγραφα των ύμνων του Τριωδίου σώζονται από τον 10ο αιώνα ενώ για πρώτη φορά τυπώθηκε στα ελληνικά το 1522 στην Βενετία. Σύμφωνα με τα όσα αναφέρονται εκεί, ο Λάζαρος φοβούμενος τη δίωξη από τους Ιουδαίους κατέφυγε στην Κύπρο.
Η φυγή του Λαζάρου στην Κύπρο μπορεί να τοποθετηθεί χρονολογικά γύρω στο 33, το έτος που αναστήθηκε ο Χριστός. Ο Λάζαρος έζησε στο Κίτιο (Λάρνακα) της Κύπρου, το οποίο επισκέφτηκαν δώδεκα χρόνια αργότερα (άνοιξη του 45) οι Απόστολοι Παύλος και Βαρνάβας, συνοδευόμενοι κι από τον ευαγγελιστή Μάρκο, οι οποίοι περιόδευαν ανά τον κόσμο για να διαδώσουν του Χριστιανισμό.
Οι δυο απόστολοι κι ο ευαγγελιστής, όταν συνάντησαν τον Λάζαρο, τον χειροτόνησαν επίσκοπο Κιτίου και έτσι ο αγαπημένος φίλος του Χριστού έγινε από τους πρώτους αρχιερείς του Χριστιανισμού και πρώτος επίσκοπος Κιτίου.
Για την φυγή του στην Κύπρο και την χειροτόνηση τους ως επίσκοπος το Τριώδιο αναφέρει: «Οἱ δέ ἀρχιερεῖς καί τόν Λάζαρον ἀποκτεῖναι διενοήθησαν˙ διότι πολλοί αὐτόν ὁρῶντες, Χριστῷ προσετίθεντο. Ἀλλ’ ἐκεῖνος τά σκεπτόμενα ἐγνωκώς, πρός τήν Κύπρον νῆσον διαδιδράσκει» και « [Ο Λάζαρος] κἀκεῖσε διατρίβων [=στην Κύπρο], ἐσύστερον παρά τῶν ἀποστόλων ἀρχιερεύς τῆς Κιτιαίων ἀναδεικνύεται πόλεως».
Αντίστοιχη αναφορά γίνεται και από τον Δαμασκηνό Στουδίτη (16ος αιώνας) στον πέμπτο λόγο του, ο οποίος αναφέρει: « Ἔφυγε [ο Λάζαρος] καί ἐπῆγεν εἰς τήν Κύπρον τήν νῆσον. Μετά ταῦτα δέ οἱ ἀπόστολοι τόν ἐχειροτόνησαν ἀρχιερέα εἰς ἕνα κάστρον, ὁπού ὠνομάζετο Κιτιαία».
Σύμφωνα με το Τριώδιο, ο Λάζαρος έζησε για άλλα τριάντα χρόνια αφού τον ανέστησε ο Χριστός και τελικά πέθανε οριστικά για δεύτερη φορά και τάφηκε στο Κίτιο.
«Καλῶς δέ καί θεοφιλῶς πολιτευσάμενος, μετά τριακονταετῆ χρόνον τῆς αὐτοῦ ἀναβιώσεως, θνήσκει πάλιν· κἀκεῖσε δέ θάπτεται [=στο Κίτιον], πολλά θαυμάσια κατεργεσάμενος», αναφέρεται στο Τριώδιο.
Δεδομένου ότι ο Λάζαρος χειροτονήθηκε επίσκοπος στο Κίτιον 12 χρόνια μετά την ανάστασή του, αυτό σημαίνει ότι υπηρέτησε ως αρχιερέας κατά τα υπόλοιπα 18 χρόνια της ζωής του και μέχρι τον θάνατό του στην πόλη αυτή γύρω στο 63 μ.Χ.
Μάλιστα και ο Άγιος Επιφάνιος, ο επίσκοπος Κωνσταντίας της Κύπρου (367-403), αναφέρει ότι ο Λάζαρος έζησε άλλα τριάντα χρόνια μετά την ανάστασή του, οπότε φαίνεται ότι η γνώση για τα χρόνια που έζησε ο Λάζαρος υπήρχε σίγουρα από αρκετά νωρίς. Συγκεκριμένα, ο Επιφάνιος γράφει περίπου τέσσερις αιώνες μετά: «Εν παραδόσεσιν εύρομεν ότι τριάκοντα ετών ήταν τότε ο Λάζαρος ότε εγήγερται, μετά δε το αναστήναι αυτόν άλλα τριάκοντα έζησε, και ούτω πρός Κύριον εξεδήμησε κοιμηθείς».
Η άλλη εκδοχή
Η ιστορία για την φυγή του Λαζάρου στην Κύπρο γίνεται αποδεκτή μόνο από την Ανατολική Ορθόδοξη Εκκλησία. Αντίθετα, η Δυτική Εκκλησία θεωρεί ότι ο Λάζαρος μετά την ανάσταση και τον διωγμό του κατέφυγε μαζί με τις αδερφές του στην Προβηγκία της Γαλλίας. Εκεί χωρίστηκαν και ο καθένας πήγε σε διαφορετικό μέρος για να κηρύξει τον λόγο του Θεού. Ο Λάζαρος πήγε στη Μασσαλία, όπου αργότερα επίσης έγινε επίσκοπος εκεί. Σύμφωνα με αυτήν την εκδοχή της ιστορίας, ο Λάζαρος συνελήφθη και τελικά αποκεφαλίστηκε βρίσκοντας μαρτυρικό θάνατο κατά τους διωγμούς του αυτοκράτορα Δομιτιανού. Δεδομένου, ότι ο Δομιτιανός βασίλευσε από το 81 ως το 96, ο Λάζαρος θα πρέπει να ήταν αρκετά μεγάλος σε ηλικία, όταν μαρτύρησε.
Πάντως, σύμφωνα με τους μελετητές θεωρείται πολύ πιο πιθανό ο Λάζαρος να πήγε στην Κύπρο αντί για τη Γαλλία. Η σχετικά κοντινή απόσταση μεταξύ Κύπρου και Ιουδαίας είναι ένα στοιχείο που δείχνει προς αυτήν την κατεύθυνση καθώς και το γεγονός ότι στο Κίτιο υπήρχε μεγάλη παροικία Ιουδαίων, όπου ο Λάζαρος θα μπορούσε να φιλοξενηθεί.
Παράλληλα, σε μια ευαγγελική περικοπή (Πράξεις, ια, 19) αναφέρεται ότι μετά τον θάνατο του πρωτομάρτυρα Στεφάνου και την έναρξη των διωγμών των οπαδών του σταυρωθέντος ήδη Χριστού, «οι πλείστοι των συντρόφων του φοβηθέντες διεσπάρησαν ἓως Φοινίκης καί Κύπρου καί Ἀντιοχείας». Οπότε φαίνεται ότι πολλοί πιστοί του Χριστού βρήκαν καταφύγιο στην Κύπρο και ανάμεσα σε αυτούς θα μπορούσε να είναι ο Λάζαρος μαζί με τις αδερφές του.
Η συνάντηση με την Παναγία
Σύμφωνα με τα όσα αναφέροντα στο Τριώδιο, η μητέρα του Χριστού επισκέφτηκε τον Λάζαρο στο Κίτιο και μάλιστα του έφερε ως δώρο και ένα ωμοφόριο (μέρος του αμφίου των αρχιερέων), το οποίο είχε πλέξει η ίδια.
«Λέγεται δέ, μετά τήν ἀναβίωσιν, μηδέν τινος ἐσθίειν χωρίς γλυκάζοντος, καί ὅτι τό αὐτοῦ ὠμοφόριον, ἡ πάναγνος τοῦ Θεοῦ Μήτηρ, οἰκείαις ἐπισκευασαμένη χερσίν, αὐτῷ ἐχαρίσατο»
Ο Δαμασκηνός Στουδίτης, στον πέμπτο λόγο του, αναφέρει επίσης σχετικά:
«Ἐκεῖ λέγουσιν ὅτι ἡ Παναγία, ἀκόμη ὅταν ἦτον σωματικῶς εἰς τήν γῆν, τοῦ ὑπῆγεν ἕνα ὠμόφορον, τό ὁποῖον ὠμόφορον ἡ Παναγία μοναχή της τό ἔκαμε μέ τά χέρια της».
Παράλληλα, στα Κυπριακά Χρονικά είχε δημοσιευθεί σχετική παράδοση από ένα χειρόγραφο του 18ου αιώνα με τίτλο «Ἀνάμνησις μερική περί τοῦ Ἄθω ὄρους τά λεγόμενα πάτρια καί ἀπόδειξις ὅτις πῶς ἦλθεν ἡ Θεοτόκος ἐν τῇ Κύπρῳ εἰς χώραν Λάρναξ», όπου διασώζεται παλαιότερη προφορική παράδοση. Εκεί, περιγράφεται ότι ο Λάζαρος αφού πήγε στην Κύπρο και χειροτονήθηκε επίσκοπος, ήθελε να επισκεφθεί τη μητέρα του Χριστού αλλά δεν τολμούσε να επιστρέψει στα Ιεροσόλυμα επειδή ακόμα φοβόταν για τη δίωξή του. Έτσι, όταν η Παναγία έμαθε την επιθυμία του αποφάσισε να πάει η ίδια στην Κύπρο. Αρχικά, το καράβι στο οποίο ταξίδευε μαζί με τον Ιωάννη τον Θεολόγο παρασύρθηκε από τα κύμα στο Άγιον Όρος (εξ ου και η σχέση της με το Όρος) και αργότερα τελικά έφτασε στην Κύπρο και συνάντησε τον Λάζαρο στο Κίτιον. Εκεί του έδωσε δώρα που η ίδια είχε φτιάξει, ένα ωμοφόριο και επιμανίκια.
Παρόμοια παράδοση κατέγραψε και ο Ρώσος επίσκοπος Ευδόκιμος (Μόσχα, 1911), που παραπέμπει και σε αναφορά της Ακαδημίας του Κιέβου (1871).
Τα λείψανα του Λαζάρου
Αρκετούς αιώνες μετά τον (δεύτερο και τελευταίο) θάνατο του Λαζάρου, περίπου στα τέλη του 8ου αιώνα, έγινε γνωστό ότι είχε ανευρεθεί το λείψανό του. Συγκεκριμένα, το 890 βρέθηκε ένας τάφος στη Λάρνακα στον οποίο ήταν χαραγμένη η επιγραφή: «Λάζαρος, ο φίλος του Χριστού». Το 898, ο Βυζαντινός αυτοκράτορας Λέων Στ΄ ο Σοφός (886-912) ζήτησε να μεταφερθούν τα λείψανα στην Κωνσταντινούπολη, ενώ ως αντάλλαγμα απέστειλε χρήματα και τεχνίτες στο Κίτιο, όπου έκτισαν στο σημείο που βρέθηκαν τα λείψανα τον ναό του Αγίου Λαζάρου, ο οποίος διατηρείται ως σήμερα στη Λάρνακα. Ναό στη μνήμη του αγίου Λαζάρου έκτισε ο Λέων Στ’ ο Σοφός και στην Κωνσταντινούπολη, όταν το λείψανο μετεφέρθη εκεί.
Παρόμοια αναφορά βρίσκουμε και στο Τριώδιον, αλλά και στο Μηναῖον (17 Οκτωβρίου), όπου δίνεται και μια πληροφορία, ότι το λείψανο είχε βρεθεί μέσα σε μαρμάρινη λάρνακα στην οποία υπήρχε και η επιγραφή: Λάζαρος ὁ τετραήμερος καί φίλος Χριστοῦ. Βρέθηκε, όπως σημειώνεται, θαμμένο στη γη, μετά από παρέλευση χιλίων χρόνων από του ενταφιασμού του, πράγμα που δεν είναι σωστό γιατί, αφού βρέθηκε επί Λέοντος του Σοφού, το μεταξύ διάστημα ήταν λιγότερο από 900 χρόνια. Κατά μια παράδοση, από τη λάρνακα στην οποία βρέθηκε το λείψανο του αγίου, πήρε την ονομασία της η πόλη Λάρνακα. Σήμερα τα λείψανα του Αγίου Λαζάρου βρίσκονται στον ίδιο ναό του 9ου αιώνα που χτίστηκε στη Λάρνακα επί Λεόντα Στ’ στο σημείο που βρέθηκαν αρχικά.
Ο αγέλαστος Λάζαρος
Μια λαϊκή παράδοση -που δεν στηρίζεται ωστόσο από κάποιο ιερατικό κείμενο- αναφέρει ότι μετά την Ανάστασή του ο Λάζαρος ήταν πάντοτε σκυθρωπός και αγέλαστος. Ο λόγος πίσω από αυτή την θλίψη ήταν τα όσα είχε δει κατά την τετραήμερη παραμονή του στον κόσμο των νεκρών. Εξάλλου, όταν ο Λάζαρος πέθανε την πρώτη φορά δεν είχε δημιουργηθεί ακόμα ο Παράδεισος για τους ενάρετους καθώς αυτό έγινε μετά την Ανάσταση του Χριστού. Έτσι, ο κόσμος που συνάντησε ήταν ο εφιαλτικός Άδης όπου υπήρχε μόνο πόνος, σκοτάδι και αλύτρωτες ψυχές.
Σύμφωνα με την ίδια παράδοση, ο Λάζαρος μέσα σε αυτά τα 30 χρόνια που έζησε ακόμα γέλασε μόνο μία φορά. Αυτό ήταν όταν είδε κάποιον να κλέβει ένα πήλινο αγγείο και σχολίασε: «το ένα χώμα κλέβει το άλλο» υπονοώντας ότι ο άνθρωπος δεν είναι τίποτα περισσότερο από χώμα και νερό.