Πρόταση Μητσοτάκη-Τουσκ για την αεράμυνα της Ευρώπης από ευρωπαϊκά χρήματα • Άρθρο Κυριάκου Μητσοτάκη στους Financial Times
Τρεις βασικές ερωτήσεις, πολλά δισεκατομμύρια και ένα κάρο διαιρέσεις έχει να διαχειριστεί ο πρόεδρος του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου Αντόνιο Κόστα κατά τα την άτυπη συνάντηση των 27 Ευρωπαίων ηγετών, σήμερα στις Βρυξέλλες. Στο τραπέζι θα βρεθεί το θέμα της Άμυνας, όπως και οι διατλαντικές σχέσεις, με τον Τραμπ να εξαπολύει απειλές δεξιά και αριστερά, αλλά όχι ακόμα επισήμως.
Επί της ουσίας, θα είναι μια πρώτη κουβέντα σε βάθος για να συζητήσουν όλοι μαζί τι θέλουν να κάνουν για την ευρωπαϊκή Άμυνα, πώς θα το χρηματοδοτήσουν και με ποιον θα συνεργαστούν. Πέραν των 27 και της προέδρου της Κομισιόν, στη συνάντηση θα παρευρεθεί και η πρόεδρος του Ευρωκοινοβουλίου Ρομπέρτα Μέτσολα, ο γενικός γραμματέας του ΝΑΤΟ Μαρκ Ρούτε, αλλά και ο Βρετανός πρωθυπουργός Κιρ Στάρμερ.
Η συνάντηση επρόκειτο να είναι μια... θεραπεία (retreat το είχε ονομάσει η ομάδα του Κόστα). Υποτίθεται ότι οι ηγέτες θα βρίσκονταν σε ένα απομονωμένο κάστρο δύο ώρες από τις Βρυξέλλες, προκειμένου να συζητήσουν μακριά από τα φώτα της δημοσιότητας τα «καυτά» θέματα της ευρωπαϊκής ασφάλειας. Εκεί, χωρίς την πίεση των συμπερασμάτων μιας Συνόδου, οι ηγέτες θα «ζυμώνονταν» για να καταλάβει ο ένας τον άλλον, ώστε στην επόμενη επίσημη συνάντηση να υπάρξουν πιο εύκολες αποφάσεις.
Ωστόσο, από την πρώτη στιγμή φάνηκε ότι κάτι δεν πήγαινε καλά: στο Ευρωπαϊκό Συμβούλιο του Δεκεμβρίου, ο Έλληνας πρωθυπουργός μίλησε για Σύνοδο Κορυφής στις 3 Φεβρουαρίου απορρίπτοντας κάθε έννοια... retreat, οι δημοσιογράφοι ζητούσαν χώρο για δηλώσεις μπροστά στο κάστρο -το οποίο διατίθεται και για γάμους, όπως διαφήμιζε και η ιστοσελίδα του!- και οι μετακινήσεις θα έπαιρναν χρόνο και πολύ κόπο από τη βελγική αστυνομία.
Τελικά, η άτυπη Σύνοδος πραγματοποιείται σε ένα παλάτι εντός των Βρυξελλών (Εγκμόν Παλάς), ούτε τρία χιλιόμετρα από την πλατεία Σούμαν όπου βρίσκεται το κτίριο του Συμβουλίου στο οποίο συνήθως συναντιούνται. Η πρόσβαση θα είναι κάπως πιο περιορισμένη για τους δημοσιογράφους, αλλά και δηλώσεις θα γίνουν και συνεντεύξεις Τύπου θα υπάρξουν μετά το τέλος της συνάντησης. Καμία σχέση δηλαδή με το ειδυλλιακό ήσυχο μέρος που είχε φαντασιωθεί ο Πορτογάλος.
Ούτε στη συζήτηση όμως τα πράγματα αναμένονται εύκολα. Η Άμυνα εξακολουθεί να αποτελεί εθνική αρμοδιότητα και κανένα κράτος-μέλος δεν επιθυμεί να την παραχωρήσει. Από τη μία ο Τραμπ ζητάει να αυξηθούν οι αμυντικές δαπάνες του ΝΑΤΟ στο 5% του ΑΕΠ, από την άλλη Ε.Ε. δεν σημαίνει ΝΑΤΟ...
Ωστόσο, και οι 27 ηγέτες συμφωνούν ότι κάτι πρέπει να γίνει και σε ευρωπαϊκό επίπεδο: η εμπειρία της πανδημίας έδειξε ότι στα πολύ δύσκολα, καμία ευρωπαϊκή χώρα δεν μπορεί μόνη της. Έδειξε επίσης ότι μαζί μπορούν καλύτερα.
Επομένως αυτό που πρέπει να αποφασιστεί τελικά είναι τι έχει νόημα να γίνει σε ευρωπαϊκό επίπεδο, τι ωφελεί να κάνουν οι 27 από κοινού. Γι' αυτό και το πρώτο ερώτημα που έχει θέσει ο Αντόνιο Κόστα έχουν αξία: τι θέλουν να κάνουν οι ευρωπαϊκές χώρες;
Πρόταση Μητσοτάκη-Τουσκ
Η απάντηση δεν είναι ούτε ξεκάθαρη, ούτε αυτονόητη. Υπάρχει η πρόταση των Μητσοτάκη-Τουσκ οι οποίοι με κοινή επιστολή προς την πρόεδρο της Ευρωπαϊκής Επιτροπής Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν, ζήτησαν τη δημιουργία μιας κοινής ασπίδας για την αεράμυνα της Ευρώπης από ευρωπαϊκά χρήματα. Άλλοι ηγέτες όμως μιλούν για κοινή παραγωγή ντρόουνς, πυραύλων μεσαίου βεληνεκούς, συστήματα υβριδικά για κυβερνοασφάλεια και άμυνα.
Στην πραγματικότητα, η ευρωπαϊκή αγορά άμυνας είναι κατακερματισμένη. Η χαρτογράφησή της γίνεται τώρα από την Κομισιόν, προκειμένου να διαπιστωθούν τα κενά και οι ανάγκες. Στη Λευκή Βίβλος για την Άμυνα που θα παρουσιάσει η Κομισιόν στα μέσα, προς τα τέλη Μαρτίου υποτίθεται ότι θα συμπεριλαμβάνονται όλες οι απαντήσεις.
Πού θα βρεθούν τα λεφτά;
Κι ενώ το πρώτο ερώτημα του Κόστα δεν έχει καν απαντηθεί, το δεύτερο περί χρηματοδότησης αναμένεται να... κλέψει την παράσταση. Πού θα βρεθούν τα λεφτά; Ο πρώην «τσιγκούνης» ως Ολλανδός Πρωθυπουργός Μαρκ Ρούτε, με το «καπέλο» του ΝΑΤΟ τώρα προτείνει δαπάνες και αν χρειαστεί ακόμα και τη μείωση του κοινωνικού κράτους στους ευρωπαίους συναδέλφους του! Τι ειρωνεία!
Πολλές χώρες δε θέλουν φυσικά να βάλουν το χέρι στην τσέπη, οι Γερμανοί που οδεύουν προς εκλογές στις 23 Φεβρουαρίου δε θέλουν ούτε να ακούσουν για κοινό δανεισμό, ακόμα και το ενδεχόμενο να εξαιρεθούν οι αμυντικές δαπάνες από τα δημοσιονομικά τους προκαλεί φόβο ότι «θα ανοίξει το κουτί της Πανδώρας»! Το αδιέξοδο... γυαλίζει από μακριά.
Την ίδια στιγμή, κάποιες από τις χώρες που παραδοσιακά «τσιγκουνεύονται» τώρα επιμένουν. Χώρες της Βαλτικής, Φινλανδία, Σουηδία θέλουν κοινά ευρωπαϊκά πρότζεκτς Άμυνας... Σε απόσταση αναπνοής από τη Ρωσία, αλλά και έναν Τραμπ που ανά πάσα στιγμή μπορεί να... βγάλει την πρίζα, θέλουν να επενδύσουν στην αμυντική βιομηχανία της Ε.Ε.
Και εδώ κολλάει και το τρίτο ερώτημα. Θα κινηθεί η Ε.Ε. προς την στρατηγική της αυτονομία, μεν, αλλά με ποιους θα συνεργαστεί; Με τις ΗΠΑ για να κατευνάσει το νέο πλανητάρχη; Με την Τουρκία, αφού κάποιες χώρες δε θα είχαν κανένα πρόβλημα; Με το Ισραήλ μήπως;
Η επικρατούσα ιδέα, το να «αγοράσουμε ευρωπαϊκά» όπως ζητάει ο Γάλλος Πρόεδρος Μακρόν συναντά δυσκολίες ως προς τη διάθεση της παραγωγής, αλλά και ως προς τις επενδύσεις της βιομηχανίας.
Και εδώ έρχεται να κολλήσει η επιστολή των 19 ηγετών -μεταξύ των οποίων και του Έλληνα φυσικά- περί ενεργοποίησης της Ευρωπαϊκής Τράπεζας Επενδύσεων.
Λένε ότι με την επέκταση των χρηματοδοτικών μηχανισμών και την αξιοποίηση όλων των διαθέσιμων μέσων της ΕΤΕπ «μπορούμε να αντιμετωπίσουμε την επείγουσα ανάγκη ανάπτυξης της αμυντικής βιομηχανικής και τεχνολογικής βάση της Ευρώπης, διασφαλίζοντας ότι είναι σε θέση να ανταποκριθεί τόσο στις άμεσες όσο και στις μακροπρόθεσμες προκλήσεις».
Στην επιστολή αναφέρεται ακόμα ότι «η απόφαση της ΕΤΕπ να αυξήσει τον δείκτη δανειακής επιβάρυνσης της τράπεζας στο 290% θα επιτρέψει την αύξηση των επενδύσεων σε κρίσιμους τομείς όπως η ασφάλεια και η άμυνα». Η ομάδα των ηγετών της Ε.Ε. προτείνουν τις εξής τρεις άμεσες ενέργειες για επενδυτική χρηματοδότηση του τομέα της ασφάλειας και της άμυνας: την επαναξιολόγηση του καταλόγου των δραστηριοτήτων που εξαιρούνται προς το παρόν από την ΕΤΕπ, την προσαρμογή της δανειοδοτικής πολιτικής για την αύξηση του όγκου της διαθέσιμης χρηματοδότησης στον τομέα της ασφάλειας και της άμυνας και τη διερεύνηση της έκδοσης χρέους ειδικού σκοπού για τη χρηματοδότηση έργων ασφάλειας και άμυνας.
Κάποιοι άλλοι μιλούν για διάθεση ήδη υπάρχοντων κονδυλίων, όπως για παράδειγμα από το Ταμείο Συνοχής –«γιατί είναι για τη συνοχή της ΕΕ στην Άμυνα», λένε!- και αδιάθετα κονδύλια του Ταμείου Ανάκαμψης. Ακόμα και τον Ευρωπαϊκό Μηχανισμό Σταθερότητας έχουν «επιστρατεύσει».
Πώς χωρίζονται οι Ευρωπαίοι ηγέτες σε σχέση με τον Τραμπ
Το άλλο μεγάλο θέμα της συνάντησης είναι ο... τυφώνας Τραμπ. Η Ε.Ε. είναι διχασμένη όσον αφορά τον χειρισμό του Τραμπ, έγραψε η Κρίστι Ράικ, διευθύντρια του Διεθνούς Κέντρου Άμυνας και Ασφάλειας, στο Foreign Policy.
Οι ενθουσιώδεις: Η Ιταλία, η Ουγγαρία και η Σλοβακία, οι οποίοι είναι ιδεολογικοί σύμμαχοι.
Οι εμπλεκόμενοι: Η Πολωνία, οι Σκανδιναβοί και τα Βαλκάνια, οι οποίοι θέλουν να διατηρήσουν την αμυντική σχέση. (σ.σ. μάλλον εδώ συμπεριλαμβάνει και την Ελλάδα η Ράικ).
Οι ηθικολόγοι: Η Γερμανία, και συγκεκριμένα ο καγκελάριος Όλαφ Σολτς, «του οποίου η σχέση με τον Τραμπ δηλητηριάζεται από αμοιβαία περιφρόνηση».
Οι ευκαιριακοί: Η Γαλλία, συγκεκριμένα ο πρόεδρος Εμανουέλ Μακρόν, ο οποίος βλέπει έναν δρόμο για να ανακτήσει τη γαλλική ηγεσία στην Ευρώπη.
Οι στρατιωτικές δαπάνες θα πρέπει να εξαιρούνται από τους δημοσιονομικούς κανόνες της ΕΕ.
Ο συνδυασμός του επιθετικού πολέμου της Ρωσίας κατά της Ουκρανίας, της αστάθειας στη Μέση Ανατολή και των ευρύτερων παγκόσμιων μετατοπίσεων ισχύος σημαίνει ότι η Ευρώπη πρέπει να αναλάβει μεγαλύτερη ευθύνη για την ασφάλειά της.
Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή εκτιμά ότι απαιτούνται πρόσθετες επενδύσεις ύψους 500 δισ. ευρώ στον τομέα της άμυνας κατά την επόμενη δεκαετία. Αυτό δεν αποτελεί απλώς αναγκαιότητα, αλλά και μία ευκαιρία για να διασφαλιστεί η ευρωπαϊκή στρατηγική αυτονομία, υπέρ της οποίας έχω ταχθεί εδώ και καιρό. Αλλά για να γίνει αυτό απαιτείται συλλογική δράση σε δύο μέτωπα: πρώτον, χρειαζόμαστε ένα βιώσιμο μοντέλο χρηματοδότησης για αυξημένες αμυντικές δαπάνες. Και δεύτερον, πρέπει να μετασχηματίσουμε την ευρωπαϊκή αμυντική βιομηχανία.
Όσον αφορά τη χρηματοδότηση, το πρόβλημα είναι ότι, στο νέο ευρωπαϊκό δημοσιονομικό πλαίσιο, οποιαδήποτε σημαντική αύξηση των αμυντικών δαπανών είναι πιθανό να ενεργοποιήσει τις λεγόμενες διαδικασίες υπερβολικού ελλείμματος (ΔΥΕ), οι οποίες σχεδιάστηκαν ώστε οι προϋπολογισμοί ενός κράτους να κινούνται εντός κάποιων ορίων. Αυτό είναι αναποτελεσματικό και δυνητικά πολύ δαπανηρό.
Υπάρχει, ωστόσο, ένας απλός τρόπος για να ξεπεραστεί αυτή η δυσκολία: οι αμυντικές δαπάνες θα πρέπει να εξαιρεθούν από τους δημοσιονομικούς στόχους εκ των προτέρων. Αυτό θα επιτρέψει στα κράτη μέλη να ξοδεύουν περισσότερα για την άμυνα, διατηρώντας παράλληλα τη δημοσιονομική αξιοπιστία και ευνοϊκές συνθήκες στις αγορές.
Δίνοντας στα κράτη μέλη αυτό το δημοσιονομικό περιθώριο θα αυξήσουμε τις δυνατότητες μας στους τομείς της άμυνας και της ασφάλειας. Αλλά αυτό δεν θα είναι αρκετό, διότι από ένα σημείο κι έπειτα οι αγορές μπορεί να προσθέσουν ένα επιπλέον κόστος στις αποδόσεις των κρατικών ομολόγων μας. Εκτός από το αυξημένο δημοσιονομικό κόστος, αυτό θα μπορούσε να λειτουργήσει ως αποθαρρυντικός παράγοντας για αμυντικές δαπάνες και να οδηγήσει σε δυσανάλογο καταμερισμό των βαρών μεταξύ των κρατών μελών της ΕΕ.
Η συμπερίληψη της ασφάλειας και της άμυνας στον κατάλογο των στρατηγικών προτεραιοτήτων της Ευρωπαϊκής Τράπεζας Επενδύσεων θα βοηθήσει. Ωστόσο, αυτό από μόνο του θα καλύψει μόνο ένα μικρό μέρος των επενδυτικών αναγκών μας. Για τον λόγο αυτό, βασιζόμενος στη θετική εμπειρία με τον Μηχανισμό Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας της ΕΕ ως προς τις αγορές, προτείνω τη δημιουργία ενός νέου ευρωπαϊκού εργαλείου, ύψους τουλάχιστον 100 δισ. ευρώ, για τη χρηματοδότηση των συλλογικών αμυντικών αναγκών μας.
Ωστόσο, η αύξηση των δαπανών για την άμυνα πρέπει να συνοδεύεται από αύξηση της αποτελεσματικότητας. Όπως αναφέρουν και οι δύο πρόσφατες εκθέσεις Draghi και Letta, η ευρωπαϊκή αμυντική βιομηχανία παραμένει κατακερματισμένη, δεν διαθέτει το απαραίτητο μέγεθος και χρειάζεται περαιτέρω ενοποίηση και εξειδίκευση για τη δημιουργία κέντρων αριστείας.
Η ανάπτυξη πολύπλοκων αμυντικών συστημάτων νέας γενιάς απαιτεί επενδύσεις που υπερβαίνουν τις δυνατότητες οποιουδήποτε μεμονωμένου κράτους μέλους. Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο, τον περασμένο Μάιο, μαζί με τον Πολωνό πρωθυπουργό Donald Tusk, κατέθεσα μια φιλόδοξη πρόταση για τη δημιουργία μιας ευρωπαϊκής ασπίδας αεράμυνας, ως αξιόπιστου αποτρεπτικού μέσου έναντι δυνητικών επιθέσεων.
Η εξαγγελία και η χρηματοδότηση μιας τέτοιας μεγάλης ευρωπαϊκής πρωτοβουλίας, την οποία θα ακολουθήσουν γρήγορα και άλλα εμβληματικά έργα, θα έχει άμεσο αντίκτυπο σε τέσσερις τομείς.
Πρώτον, θα επέτρεπε στα κράτη μέλη και στην ΕΕ συνολικά να αντιμετωπίσουν καίριας σημασίας αδυναμίες στις αμυντικές τους δυνατότητες. Δεύτερον, θα ενίσχυε την τεχνολογική και βιομηχανική βάση της Ευρώπης. Τρίτον, θα αύξανε εμφανώς τη συμβολή της Ευρώπης στο ΝΑΤΟ και θα ενίσχυε τη διατλαντική συνεργασία. Τέλος, και ίσως το πιο σημαντικό, θα έστελνε ένα αδιαμφισβήτητο μήνυμα ότι η Ευρώπη είναι ενωμένη και αποφασισμένη, μια παγκόσμια δύναμη που πρέπει να λαμβάνεται σοβαρά υπόψη.
Το γεγονός ότι η Πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής Ursula von der Leyen συμπεριέλαβε την ιδέα εμβληματικών έργων μίας Ευρωπαϊκής Αμυντικής Ένωσης στις πολιτικές κατευθυντήριες γραμμές για τη δεύτερη θητεία της είναι καλοδεχούμενο. Το ίδιο ισχύει για την επικείμενη λευκή βίβλο για το μέλλον της ευρωπαϊκής άμυνας, καθώς και τη «στρατηγική για την ετοιμότητα». Και τα δύο θα συμβάλλουν στη δημιουργία των προϋποθέσεων για τη δημιουργία μίας Ευρωπαϊκής Αμυντικής Ένωσης.
Αυτό έχει σημασία διότι μία από τις βασικές παραδοχές πίσω από τη μεγαλύτερη ευρωπαϊκή στρατηγική αυτονομία θα πρέπει να είναι ότι η εδαφική ακεραιότητα κάθε κράτους μέλους είναι άρρηκτα συνδεδεμένη με την ακεραιότητα όλων των άλλων κρατών μελών και της ΕΕ στο σύνολό της. Γι' αυτό πρέπει να ενισχύσουμε την αξιοπιστία και την επιχειρησιακή αξία των ρητρών αμοιβαίας άμυνας (42.7 ΣΕΕ) και αλληλεγγύης (222 ΣΛΕΕ) στις Συνθήκες της ΕΕ.
Ως κράτος μέλος πρώτης γραμμής, τόσο της ΕΕ όσο και του ΝΑΤΟ, και ως χώρα που αντιμετωπίζει μοναδικές και άμεσες προκλήσεις ασφαλείας, ιδίως στην Ανατολική Μεσόγειο, η Ελλάδα έχει προ πολλού κατανοήσει την κρίσιμη σημασία των επενδύσεων στην άμυνα. Αλλά αυτές οι προκλήσεις ασφαλείας δεν είναι πλέον περιφερειακού χαρακτήρα. Το γεωπολιτικό διακύβευμα για την Ευρώπη δεν ήταν ποτέ υψηλότερο.
Εάν η Ένωσή μας πρόκειται να παραμείνει πυλώνας ειρήνης και σταθερότητας, πρέπει να αποκτήσουμε μια ισχυρή, ενιαία και αξιόπιστη αποτρεπτική ικανότητα. Δεν υπάρχει χρόνος για χάσιμο.
Μαρία Ψαρά