Το όνομα «Λάζαρος» είναι εξελληνισμένος τύπος του εβραϊκού “Ελεάζαρ”. Ο Λάζαρος, ο επονομαζόμενος Δίκαιος και Τετραήμερος, ήταν αδελφός της Μάρθας και της Μαρίας (η γυναίκα που άλειψε με μύρο τα πόδια του Ιησού λίγες ημέρες πριν από τη σταύρωση και στη συνέχεια τα στέγνωσε με τα μαλλιά της), με τις οποίες ζούσε στη Βηθανία, κοντά στα Ιεροσόλυμα. Στο σπίτι τους είχε φιλοξενηθεί επανειλημμένα ο Ιησούς, όταν περνούσε από την περιοχή, με κατεύθυνση προς την Ιερουσαλήμ.
Το θαύμα της Ανάστασης του Λαζάρου
Κατά την Καινή Διαθήκη (Ιωάννου ια’ 1-44), μια ημέρα ο Λάζαρος αρρώστησε βαριά και πέθανε. Οι αδελφές του ειδοποίησαν τον Ιησού ότι ο φίλος του ασθενεί βαρέως, αλλά εκείνος καθυστέρησε να έλθει. Στους μαθητές του είπε ότι ο φίλος του κοιμήθηκε και ότι θα μεταβεί στη Βηθανία για να τον ξυπνήσει. Όταν έφθασε στη Βηθανία με τους μαθητές του, η Μαρία του παραπονέθηκε ότι αν ερχόταν εγκαίρως δεν θα πέθαινε ο αδελφός της.
Όταν έφθασε στο μνημείο ο Ιησούς, δάκρυσε και διέταξε να βγάλουν την ταφόπλακα. Τότε ύψωσε τα μάτια του στον ουρανό, ευχαρίστησε τον Θεό και Πατέρα και με μεγάλη φωνή είπε: «Λάζαρε δεύρο έξω!» ( Λάζαρε, βγές έξω). Αμέσως, ο Λάζαρος βγήκε έξω τυλιγμένος με τα σάβανα, ο τετραήμερος νεκρός μπροστά στο πλήθος που παρακολουθούσε και ο Ιησούς ζήτησε να του λύσουν τα σάβανα και να πάει σπίτι του. (Ιωαν. ια΄,44).
Η αρχαία παράδοση λέγει ότι τότε ο Λάζαρος ήταν 30 χρονών και έζησε άλλα 30 χρόνια. Τελείωσε το επίγειο βίο του στην Κύπρο το έτος 63 μ.Χ. και ο τάφος του στην πόλη των Κιτιέων έγραφε: «Λάζαρος ο τετραήμερος και φίλος του Χριστού».
Το έτος 890μ.Χ. το ιερό λείψανό του, μεταφέρθηκε στην Κωνσταντινούπολη από τον αυτοκράτορα Λέοντα το σοφό, ο οποίος συνέθεσε τα ιδιόμελα στον εσπερινό του Λαζάρου. (Κύριε, Λαζάρου θέλων τάφον ιδείν, κλπ.). Η Ανάσταση του Λαζάρου επέτεινε το μίσος των Εβραίων που, μόλις έγινε γνωστή, ζήτησαν να σκοτώσουν τον Λάζαρο και το Χριστό.
Χαρακτηριστικό της μετέπειτα ζωής του Λαζάρου, σύμφωνα με την παράδοση, ήταν ότι δεν γέλασε ποτέ παρά μια φορά μόνο όταν είδε κάποιον να κλέβει μια γλάστρα και είπε τη φράση «Το ένα χώμα κλέβει το άλλο».
Το Σάββατο του Λαζάρου είναι μέρα στην οποία, παραδοσιακά, οι ερημίτες εγκαταλείπουν τις σκήτες τους και επιστρέφουν στο μοναστήρι για τη Μεγάλη Εβδομάδα. Αυτή τη μέρα δεν γίνονται μνημόσυνα με κόλλυβα, αλλά μόνο απλό Τρισάγιο.
Στην Ελλάδα, το Σάββατο του Λαζάρου, σύμφωνα με το έθιμο, φτιάχνουν ειδικά ψωμάκια που μοιάζουν με σαβανομένο άνθρωπο και ονομάζονται λαζαράκια ενώ σε κάποιες περιοχές, τα παιδιά τραγουδούσαν τα λαζαρικά, τα κάλαντα δηλαδή, για τη σημερινή ημέρα.
Ο Λάζαρος έχει εμπνεύσει τη λαϊκή φαντασία, αφού γνωστές είναι οι παροιμίες, όπως «Με τη φωνή και ο Λάζαρος» ή «Ξαναζωντάνεψε σαν τον Λάζαρο» και «Κέρινος σαν τον Λάζαρο».
Γενικά, το προσωνύμιο «Λάζαρος» αποδίδεται μεταφορικά σε άτομα που σώθηκαν ανέλπιστα από βέβαιο θάνατο, σε άτομα που θεωρούνταν χαμένα και ξαφνικά επέστρεψαν και σε ανθρώπους καχεκτικούς ή διαρκώς κατηφείς.