Σαν σήμερα στις 14-1-1822 ο Δημήτριος Υψηλάντης και ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης κυριεύουν την Ακροκόρινθο.
Οι Τούρκοι παραδίδονται στον Κολοκοτρώνη, ο οποίος παίρνει την ελληνική σημαία, σταυρώνει με αυτή την πύλη και μπαίνει στο φρούριο.
Ήταν η πρώτη φορά στη νεώτερη ελληνική Ιστορία που κυμάτιζε η Ελληνική Σημαία και κυμάτιζε στον Ακροκόρινθο, μία από τις μεγάλες, τις βαθιά συγκινητικές στιγμές της ιστορίας μας, δέθηκε μαζί του.
Ο Ακροκόρινθος, αυτό το φυσικό Μνημείο, από τότε που κάτω από την επιβλητική του προστασία πρωτοδημιουργήθηκε ένας μικρός οικισμός κοντά στον Ακροκόρινθο, η Εφύρα, ο οποίος στη συνέχεια εξελίχθηκε στην πάμπλουτη και περήφανη Κόρινθο, ήταν το φυσικό σημάδι της ύπαρξης της πόλης, και οχυρώθηκε κατά υποδειγματικό τρόπο, αποτελώντας το σημαντικότερο οχυρωματικό έργο της περιοχής από την αρχαιότητα ως τα νεώτερα χρόνια.
Οι επιβλητικές του οχυρώσεις θεμελιώθηκαν στα μυκηναϊκά χρόνια και απέκτησαν μεγαλοπρέπεια μεταξύ του 7ου-6ου π.Χ. αιώνα., όταν η δυναστεία των Κυψελιδών (Κύψελος, Περίανδρος κλπ) έφθασε την Κόρινθο στο απόγειο της ακμής της. Το κάστρο του Ακροκορίνθου, σε όλη τη ύπαρξη του ήταν άπαρτο. Με τα 574μ. υψόμετρο, την άγρια μεγαλοπρέπειά του και το μοναδικό δώρο της φύσης (ή του θεού Ασωπού στον Σίσυφο) την πηγή της Άνω Πειρήνης, αντιστάθηκε σε κάθε εχθρό που θέλησε να καταλάβει το «Άστρο των Άστρων», τον «Παντεπόπτη και Κλειδοκράτορα της Πελοποννήσου», το «Κάστρον φοβερόν, το κάλλιον της Ρωμανίας». Είναι το μεγαλύτερο κάστρο της Ελλάδας και ένα από τα μεγαλύτερα της Ευρώπης.
Σήμερα, η είσοδος του κάστρου είναι από τα δυτικά, όπου καταλήγει ο σύγχρονος δρόμος, αλλά κατά τους προϊστορικούς χρόνους η είσοδος ήταν από την βορειοδυτική πλευρά. Στη συνέχεια, μέσα στον περίβολο των τειχών χτίστηκε ο περίφημος ναός της ένοπλης Αφροδίτης, όπου οι ιέρειες της θεάς ασκούσαν την ιερή πορνεία. Ο Ακροκόρινθος αποτελούσε την Ακρόπολη της Κορίνθου – εκεί χρωστά τ΄ όνομά του από το συνδυασμό των λέξεων Άκρο και Κόρινθος- και οχυρώθηκε με εξαιρετική επιμέλεια. Αριστερά της 1ης Πύλης και δεξιά διακρίνονται τμήματα του τείχους των κλασικών χρόνων της αρχαιότητας και ακριβώς πάνω τους οι προσθήκες της βυζαντινής εποχής, της Φραγκοκρατίας, της ενετοκρατίας και της τουρκοκρατίας.
Η 1ηπύλη, όπως και οι άλλες δύο αποτελούν τυπικά δείγματα φράγκικης, φρουριακής αρχιτεκτονικής. Η 2η πύλη όμως δεν είναι εξ’ ολοκλήρου φράγκικη κατασκευή, αλλά βελτίωση της βυζαντινής πύλης του 9ου – 10ουμΧ αιώνα, γι’ αυτό η πύλη είναι διώροφη και ο 2ος όροφος φέρει το λιοντάρι του Αγίου Μάρκου (εθνόσημο της Βενετίας), ώστε να καταδείξει την ισχύ των νέων κυρίαρχων του κάστρου.
Οι 3 πύλες, πλαισιώνονται από 3 σειρές πανίσχυρων τειχών. Τα τείχη ακολουθούν πολυγωνική διαδρομή, σύμφωνα με την φυσική γραμμή του βράχου και ενισχύονται από πύργους, προμαχώνες, επάλξεις με πολεμίστρες και κανονιοθυρίδες.
Το μέσο πάχος των τειχών είναι 2 μέτρα, το πάχος του στηθαίου κυμαίνεται ανάμεσα στους 60 και 70 πόντους με διαδοχικά ανοίγματα ύψους περί το 1,65.
Μετά την 3η σειρά των τειχών, κατασκευασμένη πάνω στο κλασικό τείχος (δηλ. την βασική οχύρωση των αρχαίων χρόνων), απλώνεται ο χώρος όπου βρίσκονται τα ερείπια του Μεγαλόπρεπου Ναού της Αφροδίτης, ένα Τζαμί του 16ου αιώνα, ένας Μιναρές, μία Δεξαμενή των Βυζαντινών χρόνων, η οποία πιθανόν είναι η Βυζαντινή Μητρόπολη που ισοπέδωσαν οι Ενετοί και τη μετέβαλαν σε δεξαμενή, ο Πύργος του Βιλλαρδουϊνου, η υπόγεια Άνω Πειρήνη Κρήνη (οι ντόπιοι την αποκαλούν Δραγονέρα) και η καλοδιατηρημένη ανατολική σειρά των τειχών.
Ο Ναός της Αφροδίτης είναι στο υψηλότερο σημείο του Ακροκορίνθου. Από κει μπορεί ο επισκέπτης να ατενίσει μία τεράστια περιοχή: Τον Κιθαιρώνα, τη Ζήρεια, το Παναχαϊκό, την Στερεά Ελλάδα, την πεδιάδα του Άργους, ολόκληρο τον Κορινθιακό, τον Σαρωνικό και όταν υπάρχει μεγάλη διαύγεια, διακρίνεται η Ακρόπολη των Αθηνών.
Λίγοι ασφόδελοι φυτρώνουν πάντα στο σημείο αυτό. Είναι πια η μόνη ανάμνηση από τις ολόδροσες ιέρειες της Αφροδίτης που για 700 περίπου χρόνια ατένιζαν τις πατρίδες τους από το ίδιο ακριβώς μέρος, από το μέρος που ήταν διάσημο σε ολόκληρο τον αρχαίο κόσμο.
Αλλά η ιστορία του Ακροκορίνθου δεν περιορίζεται εδώ: Όντας υπερασπιστής της ελευθερίας το Κάστρο, είδε στιγμές ηρωισμού και αυτοθυσίας.
Το 1208, Άρχοντας του Κάστρου είναι ο Λέοντας Σγουρός. Μέχρι τότε έχει νικήσει τους Φράγκους εισβολείς, παρά το γεγονός ότι αυτοί κατά την 1η πολιορκία του Κάστρου είχαν χτίσει ένα σωζόμενο έως σήμερα καστράκι ελέγχου (το Πεντεσκούφι) απέναντι από την είσοδο του Ακροκορίνθου. Τώρα όμως, τα τρόφιμα δεν επαρκούν. Ο Σγουρός, εγκαταλελειμμένος απ’ όλους, δένει τα μάτια του αγαπημένου του αλόγου, ανοίγει μία θύρα του τείχους πάνω στον γκρεμό, το σπιρουνίζει και περνά στην Ιστορία, ανυπότακτος στον κατακτητή.
Το Κάστρο περνά τώρα στα χέρια του Δεσπότη της Ηπείρου Μιχαήλ Α΄ που το εμπιστεύεται στον ανιψιό του Θεόδωρο. Αυτός, μετά από πολιορκία 5 ετών, θα το παραδώσει στον Γουλιέλμο Βιλλεαρδουϊνο, που έτσι θα κατακτήσει ολόκληρη την Πελοπόννησο.
Τον 14ο αιώνα, ο Ακροκόρινθος υποδέχεται στην αγκαλιά του ολόκληρο τον πληθυσμό της Κορίνθου και η πόλη ερημώνει για 3 αιώνες.
Το 1395, το Κάστρο πουλιέται από τον Φλωρεντινό Τραπεζίτη Νέριο Τόκκο στον Θεόδωρο Παλαιολόγο. Το 1397, ο Θεόδωρος το πουλά στους Ιωαννίτες Ιππότες της Μάλτας, φοβούμενος του Τούρκους, αλλά οι Ιωαννίτες του το ξαναεπιστρέφουν το 1404. Το 1458 καταλαμβάνεται από τον Μωάμεθ Β΄. Το 1687 καταλαμβάνεται από τους Ενετούς και το 1715 επανακαταλαμβάνεται από τους Τούρκους. Τότε ξεκινούν και οι καταστροφές των Μνημείων των Αρχαίων Κορινθίων, καθώς οι Τούρκοι προτίμησαν να εγκατασταθούν στο προνομιακό αυτό μέρος του λόφου με την εκπληκτική θέα. Εκεί θα χτιστεί και το Σεράϊ του Τούρκου Διοικητή (Μπέη). Ο πιο ονομαστός από αυτούς, ο Κιαμήλ-Μπέης, που θα είναι και ο τελευταίος Τούρκος Μπέης της Κορίνθου, σώρευσε έναν τεράστιο θησαυρό: 40.000 πουγκιά με χρυσά νομίσματα έδωσε η χήρα του στον Δράμαλη.