Πώς η Ελλάδα, σε αντίθεση με την Τουρκία, “έχασε” τη Συρία

Ο Δρ. Άρεφ Αλομπέιντ, καθηγητής πολιτικής επιστήμης και ιστορίας, ειδικός σε θέματα Μέσης Ανατολής, γράφει για την αντιμετώπιση της συριακής κρίσης από τις ελληνικές κυβερνήσεις, καθώς και τις πρωτοβουλίες της Τουρκίας.

 

Η διαχείριση της συριακής κρίσης από τις ελληνικές κυβερνήσεις κατά την περίοδο 2013-2024 αποδείχτηκε ζήτημα στρατηγικής σημασίας, με σοβαρές επιπτώσεις στην ελληνική εξωτερική πολιτική.

 

Παρά τις ευκαιρίες για την προώθηση εθνικών συμφερόντων, οι χειρισμοί χαρακτηρίστηκαν από έλλειψη στρατηγικής προσέγγισης, γεγονός που περιορίζει τη δυνατότητα της Ελλάδας να διαδραματίσει ουσιαστικό ρόλο στη Συρία του μέλλοντος.

 

Ιστορική αναδρομή και λανθασμένοι χειρισμοί

 

Η αδυναμία κατανόησης της πολυπλοκότητας της συριακής πραγματικότητας, καθώς και η περιορισμένη πρόσβαση σε αξιόπιστες πληροφορίες, οδήγησαν τις ελληνικές κυβερνήσεις σε λανθασμένες επιλογές.

 

Στηρίζοντας κυρίως τρεις παράγοντες α) το καθεστώς Άσαντ, β) τις Συριακές Δημοκρατικές Δυνάμεις PYD-PKK και γ) ορισμένες χριστιανικές κοινότητες, οι ελληνικές κυβερνήσεις επιδίωξαν τη δημιουργία «στρατηγικών» συνεργασιών που, όμως, αποδείχθηκαν προβληματικές.

 

Πώς η Ελλάδα, σε αντίθεση με την Τουρκία, “έχασε” τη Συρία

 

 

Το καθεστώς Άσαντ: Παρά την αρχική του επιβίωση, το καθεστώς Άσαντ ήταν γνωστό ότι αντιμετώπιζε σοβαρές πιέσεις που περιόριζαν την επιρροή του και που τελικά οδήγησαν στην πτώση του. Με αποτέλεσμα, η στήριξή του από την Ελλάδα να έχει περιορισμένα οφέλη, χωρίς να διασφαλίζει μακροπρόθεσμες προοπτικές συνεργασίας.

 

Η συνεργασία με τις «Συριακές Δημοκρατικές Δυνάμεις» (PYD-PKK): Οι δυνάμεις αυτές μετά την πτώση του Άσαντ και την ανάληψη της εξουσίας από τον Αμερικανό πρόεδρο Τραμπ θα βρίσκονται σε ευάλωτη θέση. Η συνεργασία αυτή ενέχει κινδύνους, καθώς οι πληροφορίες που παρέχονταν από την πλευρά τους φαίνεται να εξυπηρετούσαν τα δικά τους συμφέροντα και όχι της Ελλάδας.

 

Σημειώνεται ότι η πλειοψηφία του πληθυσμού της περιοχής που ελέγχεται από τις δυνάμεις αυτές είναι Άραβες, γεγονός που δημιουργεί αμφιβολίες για τη βιωσιμότητα αυτών των συνεργασιών σε μια δημοκρατική αναμέτρηση. Επιπλέον, η πλειοψηφία των μελών του PKK, που ελέγχουν τις δυνάμεις των Κούρδων της Συρίας, προέρχεται από την Τουρκία και όχι από τη Συρία, γεγονός που περιορίζει τη σύνδεσή τους με τις τοπικές κοινότητες.

 

Ορισμένοι παράγοντες από ορισμένες χριστιανικές κοινότητες φαίνεται να επιδίωξαν προσωπικά οφέλη και συνεργάστηκαν με άλλες δυνάμεις όπως τη Ρωσία, συχνά εις βάρος της συνολικής ελληνικής στρατηγικής.

 

Η μη επαρκής αξιολόγηση της αξιοπιστίας των τριών παραπάνω παραγόντων κατέστησε την ελληνική πολιτική ευάλωτη, μειώνοντας την επιρροή της Ελλάδας στη μεταπολεμική Συρία.

 

Επιπλέον, η ελληνική πολιτική απέτυχε να λάβει υπόψη τη μοίρα των περίπου 16 εκατομμυρίων Σύριων μουσουλμάνων (θυμάτων του καθεστώτος Άσαντ). Αυτή η πληθυσμιακή πλειοψηφία, που πιθανώς θα διαδραματίσει κεντρικό ρόλο στη μετα-Άσαντ εποχή, αγνοήθηκε, γεγονός που περιόρισε τη δυνατότητα της Ελλάδας να προβλέψει και να εκμεταλλευτεί τις μελλοντικές εξελίξεις.

 

 

Οι πρωτοβουλίες της Τουρκίας

 

Την ίδια στιγμή, η Τουρκία εκμεταλλεύτηκε την κατάσταση ενίσχυσε τη στρατηγική της θέση προνοώντας και ήταν προετοιμασμένη να αξιοποιήσει την περίπτωση της πτώσης του Άσαντ. Τώρα προχωράει σε τρεις άξονες:

 

Πρώτον, ανασυγκρότηση της Συρίας: Συμμετοχή σε έργα υποδομής, όπως σιδηρόδρομοι, αεροδρόμια και ενεργειακά έργα.

 

Δεύτερον, η στρατιωτική παρουσία: Αναδιοργάνωση του συριακού στρατού, εγκαθίδρυση δύο αεροπορικών βάσεων κοντά στη Χούμς και μίας βάσης πεζικού, μετατρέποντας τη Συρία σε επέκταση της εθνικής ασφάλειας της Τουρκίας.

 

Τρίτον, η πολιτική παρουσία: Η πρώτη επίσκεψη του Τούρκου προέδρου στη Δαμασκό θα επισημοποιήσει τη νέα γεωπολιτική πραγματικότητα, με κύριο στόχο την οριοθέτηση της αποκλειστικής οικονομικής ζώνης (ΑΟΖ) και πιθανή υπογραφή κοινής αμυντικής συμφωνίας.

 

 

Η ελληνική στρατηγική

 

Παρά τις σημαντικές αλλαγές στην περιοχή, η ελληνική πολιτική παρέμεινε σε μεγάλο βαθμό θεωρητική, χωρίς να προχωρήσει σε πρακτικές πρωτοβουλίες. Οι αποσπασματικές δράσεις δεν απέδωσαν τα αναμενόμενα, ενώ η απουσία συνεκτικού σχεδίου στέρησε από τη χώρα σημαντικές ευκαιρίες.

 

Η Ελλάδα οφείλει να επανεξετάσει τη στάση της απέναντι στη Συρία, προχωρώντας σε πιο ενεργητική και στρατηγική εξωτερική πολιτική. Συγκεκριμένα:

 

Ενίσχυση της συνεργασίας μέσω διεθνών οργανισμών: Η ενεργοποίηση μέσω της Ε.Ε., του Ο.Η.Ε. και άλλων διεθνών φορέων μπορεί να αναβαθμίσει τη θέση της χώρας, πάντως όχι από την ισραηλινή πύλη.

 

Αξιοποίηση της γεωπολιτικής θέσης: Η στρατηγική θέση της Ελλάδας μπορεί να αποτελέσει πλεονέκτημα για τη διαμεσολάβηση σε ενεργειακά και άλλα εμπορικά projects.

 

Ανάπτυξη στρατηγικών συνεργασιών: Η συνεργασία με χώρες όπως η Γαλλία, το Κατάρ, Σαουδική Αραβία, που έχουν κοινά συμφέροντα στη Συρία, μπορεί να συμβάλει στη σταθεροποίηση της ελληνικής θέσης.

 

Η ανάγκη για πιο συνεκτική και ενεργητική εξωτερική πολιτική είναι επιτακτική. Μόνο μέσα από μια στρατηγική προσέγγιση η Ελλάδα θα μπορέσει να ενισχύσει τη θέση της σε μια ανασυγκροτημένη Συρία, διασφαλίζοντας παράλληλα τα εθνικά της συμφέροντα στη μεταπολεμική εποχή.

 

ΑΡΕΦ ΑΛΟΜΠΕΙΝΤ

* Ο Δρ. Άρεφ Αλομπέιντ είναι καθηγητής πολιτικής επιστήμης και ιστορίας, ειδικός σε θέματα Μέσης Ανατολής